Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2024

Υπέρ της επιστολικής ψήφου και στις εθνικές εκλογές ο Πρόεδρος της Βουλής

 

Παρέμβαση στη συζήτηση για την επιστολική ψήφο έκανε χθες, αργά το απόγευμα,  ο Πρόεδρος της Βουλής, κ. Κώστας Τασούλας, τασσόμενος υπέρ της υπερψήφισης της εφαρμογής της και στις εθνικές εκλογές.

Μάλιστα, κάλεσε τα κόμματα που εκδηλώθηκαν στις Επιτροπές της Βουλής υπέρ της επιστολικής ψήφου των αποδήμων στις Ευρωεκλογές να υποστηρίξουν κάτι αντίστοιχο και για τις εθνικές εκλογές, λέγοντας πως η Κυβέρνηση «με την κατατεθείσα τροπολογία δεν εκμεταλλεύεται μια αδυναμία σας, αλλά αξιοποιεί την υπευθυνότητά σας».

Ακολουθεί ολόκληρη η τοποθέτηση του Προέδρου της Βουλής, κ. Κωνσταντίνου Τασούλα:

«Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σήμερα αντελήφθην πόσο μου λείπει και η απλή βουλευτική ιδιότητα, η οποία είναι πολύτιμη και χρήσιμη και την οποία, λόγω του αξιώματος στο οποίο με έχετε τιμήσει, στερούμαι.

Ωστόσο, είναι τέτοιο το νομοσχέδιο, τέτοια η βαρύτητα, η σημασία, η ιστορικότητα, η σκοπιμότητα αυτού του νομοσχεδίου που, παρακολουθώντας τη συζήτηση από τα βουλευτικά έδρανα και όχι από την προεδρική θέση, σκέφτηκα ότι οφείλω να τοποθετηθώ -προβλέπεται αυτό- με βάση και την κοινοβουλευτική μου εμπειρία, αλλά με βάση και την εικόνα την οποία απεκόμισα, προσπαθώντας να είμαι όσο το δυνατόν περισσότερο αντικειμενικός, από τις τοποθετήσεις όλων των πτερύγων εν σχέσει με αυτό καθαυτό το νομοσχέδιο, αλλά και την επίμαχη τροπολογία.

Θέλω να θυμίσω εις τους κυρίους και τις κυρίες συναδέλφους ότι σήμερα ξεκινήσαμε τη συνεδρίαση -που, κατ’ αρχήν, θα είναι τριήμερη, μπορεί και περισσότερο- με την ανακοίνωση, που όλοι χειροκροτήσαμε και όλοι χαρήκαμε και όλα τα κόμματα βοήθησαν για να γίνει αυτό, της εκλογής του κ. Ρουσόπουλου ομόφωνα σε μια θέση υψηλότατη στο διεθνές κοινοβουλευτικό στερέωμα, μια θέση ανεπανάληπτη για Έλληνα κοινοβουλευτικό, στη θέση του Προέδρου της Κοινοβουλευτικής Συνελεύσεως του Συμβουλίου της Ευρώπης, του επιφανέστερου και αρχαιότερου οργανισμού προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Θα είναι τα επόμενα δύο χρόνια εκεί ένας από εσάς, ένας από εμάς.

Και όλοι οι συνάδελφοι όλων των κομμάτων που εκπροσωπούνται στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, όχι χθες ή προχθές ή σήμερα που έγινε ψηφοφορία, αλλά μήνες τώρα, με εργώδη τρόπο, σιωπηλά και αποτελεσματικά προετοίμασαν αυτή την υποψηφιότητα και επέβαλαν αυτή την ομοφωνία.

Πάμε τώρα από αυτή την εικόνα, από αυτό το αποτέλεσμα, από αυτή την επιτυχία, στη σημερινή πολιτική πραγματικότητα. Διεφάνη στις συζητήσεις των επιτροπών ότι η επιστολική ψήφος στις ευρωεκλογές των συμπατριωτών μας που έχουν δικαίωμα ψήφου, είναι κατορθωτή και μάλιστα -όπως διεφάνη- με μεγαλύτερη, πολύ μεγαλύτερη πλειοψηφία από αυτή που απαιτεί το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής, εν προκειμένω.

Η Κυβέρνηση θέλησε αυτή την αίσθηση που έδωσαν οι Επιτροπές της Βουλής για την επικράτηση επιτέλους της επιστολικής ψήφου, να την αξιοποιήσει  όχι μόνο στις ευρωεκλογές, αλλά και στις εθνικές εκλογές. Είναι η ίδια ακριβώς λογική. Και εδώ άρχισε να στραβώνει το κλίμα.

Παρατηρώντας όσο πιο αντικειμενικά μπορούσα αυτή τη συζήτηση, ακούγοντας την Κυβέρνηση, ακούγοντας τη Νέα Δημοκρατία, ακούγοντας τα κόμματα της Αντιπολίτευσης και αυτά που δεν ήθελαν αρχικά το νομοσχέδιο, αλλά και αυτά τα οποία είχαν δώσει πολιτικά τη συναίνεσή τους για τον πυρήνα του νομοσχεδίου, που είναι η αποδοχή τού να μπορούν να ψηφίζουν οι Έλληνες του εξωτερικού στις ευρωεκλογές -όσοι είναι εγγεγραμμένοι, κυρία Υπουργέ, στους εκλογικούς καταλόγους- καταλήγω στο εξής: Ή θα παραδεχτούμε ότι η Κυβέρνηση εκμεταλλεύεται μια αδυναμία, οπότε καλώς έγινε αυτή η φασαρία, ή θα παραδεχτούμε ότι η Κυβέρνηση αξιοποιεί μια υπευθυνότητα, οπότε κακώς έγινε αυτή η φασαρία.

 

Είναι αδυναμία ένα κόμμα να πει -και ας είναι αντιπολιτευόμενο- ότι «θέλω να ψηφίζουν οι Έλληνες του εξωτερικού όπως ψηφίζουν σε όλες τις πολιτισμένες χώρες εδώ και δεκαετίες»;

 

Εγώ κριτική θα έκανα ότι αργήσαμε να το κάνουμε αυτό. Πενήντα, σαράντα, τριάντα, είκοσι, δέκα χρόνια παιδευόμαστε να το κάνουμε αυτό και επειδή είμαστε ειδικοί στο να εμποδίζουμε, ειδικοί στο να διαφωνούμε, αυτό είχε χαθεί μέσα σε αυτή την αξεπέραστη ειδικότητά μας.

Είχα πει κάποτε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι ο δικομματισμός στην Ελλάδα δεν είναι μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, μεταξύ Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς, μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας άλλοτε, Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ, εν συνεχεία, Νέας Δημοκρατίας και κάτι άλλο σήμερα. Ο πραγματικός δικομματισμός στην Ελλάδα της Μεταπολιτεύσεως, η οποία συμπληρώνει αισίως πενήντα χρόνια ζωής, είναι βασικά μεταξύ των καταγγελλόντων και των αναβαλλόντων. Αναβάλλοντες ήταν οι εκάστοτε κυβερνώντες και καταγγέλλοντες ήταν οι εκάστοτε αντιπολιτευόμενοι.

Με αναβολές και με καταγγελίες οι οποίες άλλαζαν, όταν άλλαζαν οι θέσεις μας στην κυβέρνηση και οι αναβάλλοντες εγένοντο καταγγέλλοντες και οι καταγγέλλοντες εγένοντο αναβάλλοντες, έτσι προχωρούσε, έτσι κουτσοπροχωρούσε η Ελλάδα, με φόβο πολιτικού κόστους για τους αναβάλλοντες και με ενθουσιασμό για τους καταγγέλλοντες, οι οποίοι όμως γίνονταν και αυτοί, εν συνεχεία, αναβάλλοντες, όταν κέρδιζαν την κυβέρνηση.

Αυτά ήταν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της Ελλάδος, οι αναβάλλοντες και οι καταγγέλλοντες. Και όταν εδώ και κάποια χρόνια αποφασίσαμε να αφήσουμε αυτές τις συνήθειες και να προχωρήσουμε σε πραγματικές αλλαγές -«εδώ και τώρα», όπως ελέγετο παλιά- τώρα κρινόμαστε όλοι αν αυτή την ευκαιρία θα την αξιοποιήσουμε ή θα την εγκαταλείψουμε και θα στραφούμε πάλι στις παλιές συνήθειες.

Αντιλαμβάνομαι τα κόμματα που δεν θέλουν να το ψηφίσουν καθόλου. Αυτό το αντιλαμβάνομαι. <<Είναι και αυτό μια στάσις. Νιώθεται>>, που λέει ο ποιητής. Τα κόμματα, όμως, που θέλουν να το ψηφίσουν και το θέλουν όχι επειδή είναι κορόιδα, όχι επειδή τους έβαλε στο τσεπάκι τους η Πλειοψηφία, όχι επειδή έδειξαν αδυναμία, όχι επειδή δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς ή δεν έχουν τρόπο να δικαιολογήσουν αυτό που κατά βάθος θα ήθελαν, την άρνησή τους δηλαδή στους Έλληνες του εξωτερικού, αλλά επειδή, πράγματι, είναι υπεύθυνα, αυτά τα κόμματα πιστεύω ότι έδωσαν το δικαίωμα στην Κυβέρνηση εκπρόθεσμα -ναι, εκπρόθεσμα, είναι εκπρόθεσμη η τροπολογία- να οπλισθεί με επιχειρήματα και με θάρρος και με αισιοδοξία ότι αυτή η στάση -που, επαναλαμβάνω, δεν είναι ούτε υποτιμημένη, ούτε κοροϊδία, ούτε ότι τους έβαλαν στο τσεπάκι, αλλά είναι υπεύθυνη στάση- έδωσαν  το δικαίωμα λοιπόν, να συνταχθεί αυτή η τροπολογία και στο ξεκίνημα της συνεδριάσεως να υποβληθεί, με στόχο αυτή η στάση τους να αξιοποιηθεί.

Και αν αξίζει τον κόπο ένα τέτοιο βήμα σημαντικό, ιστορικό να υπονομευθεί από τον φόβο ότι κάποιοι που μας ακούν θα πεισθούν ότι, αν επιμείνουμε και το θέλουμε και αυτό να συμβεί στις εθνικές εκλογές, όπως ήδη διαδηλώσαμε ότι το θέλουμε να συμβεί και σε ευρωεκλογές, αν φοβόμαστε λοιπόν να σκεφθούν κάποιοι ότι αυτό οφείλεται στο ότι η Κυβέρνηση μας έβαλε στο τσεπάκι της ή ότι είμαστε κορόιδα, σκεφθείτε τι συγκρίνουμε. Συγκρίνουμε μια ιστορική αλλαγή, μια ιστορική μεταρρύθμιση, μια συνταγματική κατάφαση με τον φόβο μιας εντύπωσης που μπορεί να δημιουργηθεί σε ελάχιστους για ελάχιστο χρόνο.

Αξίζει τον κόπο να υπονομεύσουμε μια ιστορική εξέλιξη, επειδή είναι η τροπολογία εκπρόθεσμη; Αξίζει τον κόπο να φοβηθούμε ότι τάχα μπορεί να θεωρηθούμε ότι μας εκμεταλλεύονται την αδυναμία μας, ενώ στην ουσία αξιοποιούν την υπευθυνότητά μας; Εγώ άκουσα με πολλή προσοχή τις αγορεύσεις. Είχαν επιχειρήματα και αυτοί που δεν το θέλανε, με βάση, όμως, το ότι δεν το θέλανε.

Μίλησε πολύ καλά η κ. Κωνσταντοπούλου. Οφείλω να το παραδεχτώ. Μίλησε πολύ καλά ο κ. Ηλιόπουλος, από άλλη σκοπιά. Είπε ότι μετατοπίζεται το θέμα. Εγώ δεν θα έλεγα ότι μετατοπίζεται το θέμα. Εγώ θα έλεγα ότι ολοκληρώνεται η εικόνα των υποχρεώσεών μας. Και επειδή ολοκληρώνεται η εικόνα των υποχρεώσεών μας που έχουμε βάσει του Συντάγματος εδώ και δεκαετίες, των παρατημένων υποχρεώσεών μας, κάνω μία όχι απαραιτήτως απέλπιδα προσπάθεια ως απλός ακροατής αυτής της μέχρι τώρα συζητήσεως, να σας πω ότι δεν έχω την αίσθηση ως Πρόεδρος της Βουλής ότι η Κυβέρνηση εκμεταλλεύεται μια αδυναμία των μεγαλυτέρων κομμάτων της αντιπολιτεύσεως, έχω την αίσθηση ότι η Κυβέρνηση αξιοποιεί μια υπευθυνότητα.

Και είμαι βέβαιος ότι, αν αισθανθείτε έτσι, θα οπλιστείτε με το απαραίτητο πολιτικό θάρρος, το οποίο θα σας κάνει, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να πιστέψετε ότι, ναι, έρχονται κάποιες στιγμές που μπορούμε να συνομιλήσουμε με την ιστορία και μπορούμε να περιφρονήσουμε τη συγκυρία.

Σήμερα καλούμαστε να συνομιλήσουμε με την ιστορία και αυτή τη συνομιλία μας με την ιστορία και τις δεκαετείς εκπρόθεσμες  υποχρεώσεις που έχουμε απέναντι στους Έλληνες του εξωτερικού, δεν μπορεί να τους υπονομεύσει μία τροπολογία, κατά τα άλλα σωστή, επειδή είναι απλώς για λίγες ώρες εκπρόθεσμη».