Δευτέρα 7 Αυγούστου 2023

Το Territorio της Κορίνθου και Η Βενετική υδατογέφυρα στο ποτάμι Ράχιανι του Άσσου Κορινθίας

Από το προς έκδοση βιβλίο του Αποστόλου Ε. Παπαφωτίου.

(Ιστορία-κατασκευή)»

 

1) Ιστορικά στοιχεία

Η θέση της γέφυρας στο ποταμό Ράχιανι-Λογγοπόταμος ανήκει στον οικισμό του Άσσου που βρίσκεται στην Περιφερειακή Ενότητα Κορινθίας της Περιφέρειας Πελοποννήσου η οποία κείται στο ΒΑ (Βορειοανατολικό) τμήμα της Πελοποννήσου της Νότιας Ελλάδας και κατέχει συνολική έκταση 2264 τ. χ.(χιλ2). Ο ποταμός-ρέμμα διασχίζει την κοιλάδα των Κλεωνών και εκβάλλει στον Κορινθιακό κόλπο. Παλαιότερα άνηκε  στο Δημοτικό διαμέρισμα Άσσου του Καποδιστριακού Δήμου Άσσου-Λεχαίου  και σήμερα (από το 2013) στη Δημοτική Κοινότητα Άσσου του Καλλικρατικού Δήμου Κορινθίων. Απέχει δε από την Κόρινθο 12,0 χιλ. Όπως πολλές γέφυρες έχουν ένα θρύλο να τις συνοδεύουν έτσι και αυτή στο Ράχιανι έχει τον θρύλο της. Οι παλαιοί κάτοικοι την ονόμαζαν «η γέφυρα της Ευφροσύνης» διότι λέγανε ότι κάποτε μία κοπέλα ονόματι Ευφροσύνη είχε χάσει τη ζωή της πέφτοντας από αυτή. Σε μία άγνωστη εποχή η ανατολική καμάρα κατέρρευσε και οι αγρότες την αντικατέστησαν με μία πλάκα που κατασκευάστηκε από οπλισμένο σκυρόδεμα στο ίδιο πλάτος, με μορφή  επίπεδης αμφιερίστου  δοκού, η οποία στηριζόταν στο ανατολικό άκρο σε τοιχίο από οπλισμένο σκυρόδεμα. Αντίστοιχη επέμβαση από οπλισμένο σκυρόδεμα έγινε στο τμήμα του ανοικτού αγωγού που είχε καταρεύσει μαζί με την καμάρα. Με σιδερένιες και πλαστικές σωλήνες μεταφέρονταν νερό από τα ανάντη στα κατάντη ακολουθώντας τη ροή του ύδατος στην υδατογέφυρα.

 

Η υδατογέφυρα χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο με την υπουργική απόφαση ΥΠΠΟ/Αρχ./Β1/Φ3/15739/349/8-6-1995, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 570/Β/29-6-95. 570/Β/29-6-95  μετά από συνεχείς προσπάθειες του αείμνηστου προέδρου του Άσσου  και πολιτικού μηχανικού Βασ. Κακιζή ο οποίος έκανε περαιτέρω ενέργειες για τη συντήρηση του. Οι προσπάθειες συνεχίστηκαν από τον Δήμαρχο Άσσου - Λεχαίου κ. Χαράλαμπο Καμπούρη και από τη τοπική κοινωνία μαζί με υπηρεσιακά στελέχη και αυτοδιοικητικούς, τον κ. Ναπολέοντα  Γιαννακουλόπουλο και άλλους,  ανατέθηκε η εκπόνηση αρχιτεκτονικής μελέτης στο γραφείο της αρχιτέκτονα-αναστηλώτριας κ. Ελένης Ρούσου και στους συνεργάτες κ. Ιωάννη Σταυρόπουλο και κ. Κωνσταντίνο Πετράκο. Η μελέτη εγκρίθηκε από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο (ΚΑΣ) τον Ιανουάριο 2013. Στη συνέχεια, από τις τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου Κορινθίων συμπληρώθησαν τα απαιτούμενα τεύχη και εντάχθηκε από τον Περιφερειάρχη κ. Πέτρο Τατούλη, σε συνεργασία με τις υπηρεσίες της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κορινθίας και του Υπουργείου Πολιτισμού, στο ΕΣΠΑ 2013-2020 με προϋπολογισμό 420.000 Ευρώ, στο πλαίσιο της πολιτιστικής αναμόρφωσης της Πελοποννήσου και με έργα της θητείας του κ. Τατούλη που ξεπερνούν τα 70.000.000 ευρώ και για την Κορινθία τα 7.000.000 ευρώ. Το έργο ήδη υλοποιήθηκε με πολύ επιτυχημένο τρόπο και με ιδιαίτερο σεβασμό στο μνημείο, με την επίβλεψη της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού, του προϊσταμένου αυτής κου Βλαχούλη. Αποτελεί ένα ορατό παράδειγμα της καλής συνεργασίας της κοινωνίας, των πολλών ανθρώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της αντίστοιχης  συνέργειας των δομών. 


2) Γενικό περίγραμμα

Η βενετική περίοδος στην οποία κατασκευάστηκε η υδατογέφυρα έχει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον καθόσον υπήρξε τομή στη ζωή των κατοίκων και μικρής διάρκειας, 30 ετών χρονική ασυνέχεια, η οποία γρήγορα αποκαταστάθηκε και  ο Μοριάς επέστρεψε στους προηγούμενους κατακτητές στους Τούρκους. Αναφερόμεθα βέβαια με συντομία σε θέματα τα οποία συνδέονται και προκάλεσαν την κατασκευή της υδατογέφυρας στον ποταμό Λογγοπόταμο, όχι σε στενά γεωγραφικά όρια, αλλά και στο Διαμέρισμα- Territorio της Κορίνθου. Ακόμη μελετάμε και άλλα ζητήματα τα οποία είναι απαραίτητα για την κατανόηση  των παραμέτρων και των συνθηκών  που δημιούργησαν το κατάλληλο περιβάλλον όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο της χώρας (Πελοποννήσου), έκφραση του οποίου αποτελεί η υδατογέφυρα. Επί πλέον αυτή η εναλλαγή των κατακτητών και η βραχύβια διάρκεια των Βενετών αποτελεί σημαντικό πεδίο έρευνας για τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων πριν και μετά την αλλαγή και πως αυτή επέδρασε στην εξέλιξη του τόπου και στην προσαρμογή των κατοίκων. Σιγά-σιγά, λόγω συμπεριφοράς των Βενετών, απομακρύνθηκαν οι Έλληνες από αυτούς και κυριάρχησε η λογική της αλλαγής των κατακτητών με το λιγότερο κόστος. Η αποδοχή και προσαρμογή του πληθυσμού στις αλλαγές αυτές σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, σε επίπεδο προσώπου και κοινωνίας, η δημιουργία νέων θεσμών και δομών κατά τη διάρκεια της Βενετοκρατίας είναι εξεταστέο ως αντικείμενο της Πολιτικής Επιστήμης. Για να έχουμε πλήρη και όχι ελλιπή εικόνα αυτής της περιόδου πρέπει να την συσχετίσουμε με τις τις δύο περιόδους της οθωμανικής κατοχής την προηγούμενη και την επόμενη. Μέσω της σύγκρισης θα εκτιμηθεί η σπουδαιότητα και η σημασία  της Βενετοκρατίας στην Πελοπόννησο. Για τους Βενετούς των οποίων η ισχύς εξαρτιόταν από την παρουσία και ισχύ των καραβιών τους στη θάλασσα ήταν πρώτη φορά που η νέα κατάκτηση τους η Πελοπόννησος ή Μοριάς  περιελάμβανε πολύ μεγάλη ενδοχώρα, την οποία όφειλαν με το καλύτερο τρόπο να αξιοποιήσουν. Χρησιμοποιήθηκε  και εφαρμόστηκε η ιδεολογία τους η οποία εκφράστηκε μέσα από τη πολυμάθεια, τις εμπειρίες, τις τεχνικές και διοικητικές ικανότητες, την απόδοση Δικαιοσύνης  και πολλά άλλα. Από τη νέα αρχή  έπρεπε να καθοριστούν θεσμοί, κανόνες και κατευθύνσεις που ήσαν επιλογή τους και θα εξασφάλιζαν τον συντονισμό και την υλοποίηση των στόχων. Ο ολοκληρωμένος σχεδιασμός και ο οικονομικός προγραμματισμός τον οποίον μελέτησαν και εφάρμοσαν για την αξιοποίηση και διεύρυνση  των παραγωγικών συντελεστών του χώρου και της κοινωνίας αποτελεί αντικείμενο συστηματικής έρευνας, τα συμπεράσματα της οποίας ανακλώνται στην εποχή μας με σχετική εφαρμογή. Λόγω της πολλαπλότητας των θεμάτων που αγγίζουν κάθε έκφραση της ζωής η μελέτη αυτής της περιόδου επιβάλλεται να γίνεται μέσω διεπιστημονικής προσέγγισης με συνεργασία πολλών ειδικοτήτων και μετά από συζητήσεις των επιστημόνων για τα σχετικά θέματα. Παραμένει κυρίαρχη η έρευνα για το πώς ανταποκρίθηκαν οι Έλληνες στην εφαρμογή των βενετικών πολιτικών, πόση υπήρξε η συνεργασία μαζί τους, ποια ήταν η αντίληψη των Ελλήνων για αυτούς, πως διαμορφώθηκε η στάση τους στην αυστηρή και τακτική βενετική εξουσία και διακυβέρνηση και πως επέδρασε η ροπή στην οθωμανική αναρχία και στην συναλλαγή.

Η συγκέντρωση και κατανομή των θεμάτων στις πηγές, κειμένων και σχεδίων και η επεξεργασία τους πάντοτε με διεπιστημονικό τρόπο αποτελούν το υπόβαθρο για περαιτέρω μελέτη και την εξαγωγή αντιστοίχων συμπερασμάτων.

Η Βενετία όταν συνέβησαν όλα αυτά, χρονικά βρισκόταν στο σταυροδρόμι επιλογών και δραματικών αποφάσεων που είχαν να κάνουν με την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της σε ένα κόσμο που άλλαζε και δημιουργούνταν νέες πραγματικότητες με νέες δυνάμεις, τις οποίες δεν μπορούσε να ακολουθήσει. Το τεράστιο οικονομικό χρέος που ανερχόταν στα 50.000.000 ρεάλια το 1714, το δημογραφικό πρόβλημα επιτάχυναν τη διαδικασία της απώλειας της Πελοποννήσου και τη γενικότερη παρακμή της.

 

Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου

Πολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π.

Οικονομολόγος Ε.Κ.Π.Α.

Υποψήφιος Περιφερειακός Σύμβουλος

με το Συνδυασμό «Νέα Πελοπόννησος»

του κ. Πέτρου Τατούλη