Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

Πέθανε ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ σε ηλικία 91 ετών

https://ysterografa.gr/wp-content/uploads/2022/08/Screenshot-2022-08-31-at-7.25.15-AM.png  

Πέθανε σε ηλικία 91 ετών ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, όπως μεταδίδει το πρακτορείο Reuters επικαλούμενο το Interfax και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Ποιος ήταν ο  Μιχαήλ Γκορμπατσόφ

Ο Μιχαήλ Σεργκέγεβιτς Γκορμπατσόφ γεννήθηκε το 1931 στο Πρίβολγε της Σταυρούπολης. Γόνος αγροτικής οικογένειας, είχε πατροπαράδοτους δεσμούς με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η οικογένειά του ανήκε στους Μπολσεβίκους από την εποχή της Οκτωβριανής Επανάστασης και ο ίδιος έγινε μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας (Κομσομόλ) σε ηλικία μόλις 15 ετών, ενώ ήδη εργαζόταν ως οδηγός αγροτικών μηχανημάτων. Η οικογένεια του είχε μικτή Ρωσοουκρανική καταγωγή και οι γονείς του κατάγονταν από τα κυβερνεία Βορόνεζ και Τσέρνιγκοφ. Στο Κ.Κ.Σ.Ε. (Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης) έγινε δεκτός έξι χρόνια αργότερα, ενώ σπούδαζε νομικά στο Πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας. Εξακολουθώντας να ενδιαφέρεται πάντα για την αγροτική οικονομία, είτε ως επαγγελματική ενασχόληση είτε ως αντικείμενο σπουδών, πήρε στη συνέχεια των σπουδών του την ειδικότητα του γεωπόνου-οικονομολόγου από το Ινστιτούτο Αγροτικής Οικονομίας της Σταυρούπολης (1967).

Η σχέση με τον πατέρα του, τον Σεργκέι Αντρέγιεβιτς Γκορμπατσόφ, ήταν στενή, ενώ η σχέση με τη μητέρα του, την Μαρία Παντελέγιεβνα Γκορμπάτσεβα (το γένος Γκοπκάλο) ήταν ψυχρότερη και τιμωρητική. Οι γονείς του ήταν φτωχοί  και είχαν παντρευτεί κατά την εφηβική τους ηλικία το 1928.

Στην βρεφική του ηλικία, η χώρα βίωσε τον λιμό του 1932-33, όπου ο Γκορμπατσόφ έχασε τρεις θείους (τους δύο πατρικούς και ένα από τη μητέρα). Αυτό ακολουθήθηκε από την Μεγάλη Εκκαθάριση, στην οποία πολλοί κατηγορήθηκαν ως “εχθροί του λαού”—συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που συμπαθούσαν αντίπαλες ιδεολογίες όπως ο Μαρξισμός και ο Τροτσκισμός. Τα θύματα της, στην καλύτερη περίπτωση, συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν σε στρατόπεδα εργασίας. Οι παππούδες του Γκορμπατσώφ συνελήφθησαν. Ο μητρικός συνελήφθη το 1934 και ο πατρικός συνελήφθη το 1937. Και οι δύο φυλακίστηκαν στα Γκούλαγκ πριν αποφυλακιστούν.Μετά την απελευθέρωσή τους τον Δεκέμβριο του 1938, ο παππούς του Γκορμπατσόφ συζήτησε για τα βασανιστήρια του από τη μυστική αστυνομία, κάτι που επηρέασε το νεαρό αγόρι.

Μετά το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, τον Ιούνιο του 1941 η Βέρμαχτ εισέβαλε στη Σοβιετική Ένωση. Οι γερμανικές δυνάμεις κατέλαβαν το Πριβόλνογιε για τέσσερις μήνες το 1942. Ο πατέρας του κατατάχθηκε στον Κόκκινο Στρατό και πολέμησε στο μέτωπο. Δηλώθηκε καταλάθος νεκρός και πολέμησε στη Μάχη του Κουρσκ πριν επιστρέψει τραυματισμένος στην οικογένεια του. Μετά την ήττα της Γερμανίας, οι Γκορμπατσόφ απέκτησαν τον δεύτερο γιο τους το 1947, τον Αλεξάντρ.[5]Μετά τον Αλεξάντρ, η οικογένεια του δεν απέκτησε κάποιο άλλο παιδί.

Το σχολείο του χωριού έκλεισε κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά άνοιξε εκ νέου το φθινόπωρο του 1944.Ο Γκορμπατσόφ δεν ήθελε να επιστρέψει, αλλά όταν το έκανε είχε πολύ καλούς βαθμούς. Διάβαζε αχόρταγα, ενώ οι αγαπημένοι τους συγγραφείς ήταν ο Θόμας Μέιν Ριντ, ο Αλεξάντερ Πούσκιν, ο Νικολάι Γκόγκολ και ο Μιχαήλ Λερμόντοφ. Το 1946 εντάχθηκε στη Κομσομόλ, όπου ύστερα έγινε επικεφαλής της τοπικής ομάδας και αργότερα επικεφαλής της περιφερειακής επιτροπής. Από το δημοτικό σχολείο μετακόμισε στο γυμνάσιο Μολοτόφσκογιε όπου έμενε εκεί κατά τη διάρκεια της εβδομάδας και μετακόμιζε στο χωριό του το Σαββατοκύριακο, περπατώντας 20 χιλιόμετρα. Είχε ηγετικές θέσεις από τα νιάτα του, οργανώνοντας αθλητικές και κοινωνικές δραστηριότητες και ήταν επικεφαλής της πρωινής άσκησης του σχολείου. Για πέντε συναπτά καλοκαίρια από το 1946 και μετά, επέστρεψε στο σπίτι για να βοηθήσει τον πατέρα του να δουλέψει μια θεριζοαλωνιστική μηχανή, κατά την οποία μερικές φορές δούλευε και 20 ώρες την ημέρα.[18] Το 1948, μάζεψαν μια πολύ μεγάλη ποσότητα σιταριού. Ως αποτέλεσμα ο Σεργκέι τιμήθηκε με το παράσημο του Λένιν και ο υιός του με το Τάγμα του Κόκκινου Λάβαρου της Εργασίας.

Τον Ιούνιο του 1950, ο Γκορμπατσόφ έγινε υποψήφιο μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Υπέβαλε αίτηση για να σπουδάσει στο Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας (ΚΠΜ) το πιο διάσημο πανεπιστήμιο της χώρας. Έγινε δεκτός χωρίς εξέταση, πιθανώς λόγω της καταγωγής του από εργαζόμενο χωρικό και επειδή είχε ήδη τιμηθεί με το Τάγμα του Κόκκινου Λάβαρου της Εργασίας. Στην ηλικία των 19 ετών, ταξίδεψε με το τρένο στη Μόσχα και ήταν η πρώτη φορά που έφυγε από την περιοχή του.

Στο πανεπιστήμιο, έγινε ο επικεφαλής της Κομσομόλ στην τάξη του και στη συνέχεια έγινε αναπληρωτής γραμματέας της αγκιτάτσιας και προπαγάνδας της Κομσομόλ στη νομική σχολή. Μια από τις πρώτες εργασίες του για τη Κομσομόλ στη Μόσχα ήταν να παρακολουθεί την εκλογική συμμετοχή στην επαρχία Κρασνοπρεσνένσκαγια, για να εξασφαλίσει την επιθυμία της κυβέρνησης για ποσοστό συμμετοχής που θα πλησιάζει το 100%. Ο Γκορμπατσόφ διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι από εκείνους που ψήφισαν το έκαναν “από φόβο”. Το 1952 έγινε πλήρες μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Επίσης είχε επιφορτιστεί με την παρακολούθηση των συμφοιτητών του και την παράδοση πληροφοριών στις αρχές, αλλά οι συμφοιτητές του τον εμπιστεύονταν να κρατήσει εμπιστευτικές πληροφορίες μυστικές από τις αρχές. Έγινε στενός φίλος με τον Ζντένεκ Μλινάρ, Τσεχοσλοβάκο φοιτητή και πρωτεύων ιδεολόγο της Άνοιξης της Πράγας του 1968. Μετά τον θάνατο του Στάλιν το Μάρτιο του 1953, ο Γκορμπατσόφ και ο Μλινάρ μαζεύτηκαν στο πλήθος για να δουν το πτώμα του Στάλιν.

Στο κρατικό πανεπιστήμιο, ο Γκορμπατσόφ γνώρισε τη Ράισα Τιταρένκο, Ουκρανή φοιτήτρια που σπούδαζε στο τμήμα φιλοσοφίας. Ήταν αρραβωνιασμένη με έναν άλλο άντρα, αλλά μετά τη διάλυση του αρραβώνα ξεκίνησε σχέση με τον Γκορμπατσόφ.  Στις 25 Σεπτεμβρίου 1953 ο Γκορμπατσόφ και η Ράισα καταχώρησαν τον γάμο τους στα γραφεία της επαρχίας Σοκόλνικι. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους μετακόμισαν μαζί στον κοιτώνα των λόφων Λένιν. Η Ράισα έμεινε έγκυος και παρόλο που το ζευγάρι ήθελε να κρατήσει το παιδί τους, αρρώστησε και έπρεπε να κάνει έκτρωση.

Το 1966 ανεδείχθη Γραμματέας της τοπικής Επιτροπής του Κ.Κ.Σ.Ε. στη Σταυρούπολη. Η εξέλιξή του μέσα στο Κ.Κ.Σ.Ε. ήταν ραγδαία, καθώς ο ίδιος πάντα ακολουθούσε προσεκτική πορεία. Το 1971 εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής. Το 1978 αναδεικνύεται μέλος της Γραμματείας της Κεντρικής Επιτροπής, το 1979 αναπληρωματικό μέλος του Πολιτικού Γραφείου (Πολίτμπιρο) του Κ.Κ.Σ.Ε. και το 1985, διαδεχόμενος τον αποθανόντα Κονσταντίν Ουστίνοβιτς Τσερνιένκο, Γενικός Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του Κ.Κ.Σ.Ε. Πρόεδρος του Πρεζίντιουμ (Presidium) του Ανώτατου Σοβιέτ, τη θέση του Αρχηγού του Κράτους ανέλαβε το 1988, όταν το όργανο αυτό απήλλαξε των καθηκόντων του τον Αντρέι Γκρομίκο.

Τον Αύγουστο του 1955, ο Γκορμπατσόφ άρχισε να εργάζεται στην περιφερειακή εισαγγελία της Σταυρούπολης, αλλά αντιπαθούσε την εργασία και χρησιμοποίησε τις επαφές του για να πάρει μετάθεση στην Κομσομόλ, όπου έγινε αναπληρωτής διευθυντής της αγκιτάτσιας και προπαγάνδας της Κομσομόλ στην περιοχή.[47] Σε αυτή τη θέση, επισκέφθηκε χωριά της περιοχής και προσπάθησε να βελτιώσει τις ζωές των κατοίκων, όπου ίδρυσε κυκλική συζήτηση στο χωριό Γκόρκαγια Μπάλκα για να βοηθήσει τους χωρικούς κατοίκους να αποκτήσουν κοινωνικές επαφές.

Ο Γκορμπατσόφ αναρριχήθηκε σταθερά μέσα από τις τάξεις της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι αρχές τον θεωρούσαν πολιτικά αξιόπιστο, και κολάκευε τους ανωτέρους του, π.χ. κερδίζοντας την εύνοια του διακεκριμένου πολιτικού Φιοντόρ Κουλάκοφ. Έχοντας την ικανότητα να ξεφύγει από τους αντιπάλους του, κάποιοι συνάδελφοι αγανάκτησαν με την επιτυχία του. Τον Σεπτέμβριο του 1956 προήχθη σε επικεφαλής της Κομσομόλ της πόλης της Σταυρούπολης, ενώ τον Απρίλιο του 1958 έγινε αναπληρωτής επικεφαλής της Κομσομόλ για ολόκληρο το κράι Σταυρούπολης.

Το Μάρτιο του 1961, ο Γκορμπατσόφ έγινε Πρώτος Γραμματέας της περιφερειακής Κομσομόλ, ενώ πρωτοπόρησε διορίζοντας γυναίκες ως επικεφαλής πόλεων και επαρχιών. το 1961, ο Γκορμπατσόφ φιλοξένησε την ιταλική αντιπροσωπεία για το Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Μόσχα. Τον Οκτώβριο παρακολούθησε το 22ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Τον Ιανουάριο του 1963 ο Γκορμπατσόφ προήχθη σε προσωπικό αρχηγό για τη περιφερειακή επιτροπή γεωργίας του κόμματος, και τον Σεπτέμβριο του 1966 έγινε Πρώτος Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης της Σταυρούπολης (“Γκόρκομ”). Μέχρι το 1968 απογοητευόταν όλο και περισσότερο από τη δουλειά του—σε μεγάλο βαθμό επειδή οι μεταρρυθμίσεις του Χρουστσόφ έμεναν σε στασιμότητα ή αντιστρέφονταν και σκεφτόταν να αφήσει την πολιτική δουλειά του και να μεταστραφεί στον ακαδημαϊκό χώρο. Ωστόσο, τον Αύγουστο του 1968 διορίστηκε αναπληρωτής του Λεονίντ Εφρέμοφ (ο Εφρέμοφ ήταν Πρώτος Γραμματέας της επιτροπής του Κράι Σταυρούπολης) και έγινε ο δεύτερος σημαντικότερος άνδρας του κράι Σταυρούπολης.

Τον Αύγουστο του 1968 η Σοβιετική Ένωση ηγήθηκε εισβολής στην Τσεχοσλοβακία για να βάλει τέλος στην Άνοιξη της Πράγας, σε μια περίοδο πολιτικής απελευθέρωσης στην Μαρξιστική–Λενινιστική χώρα. Αν και ο Γκορμπατσόφ αργότερα δήλωσε ότι είχε ανησυχίες σχετικά με την εισβολή, την υποστήριξε δημοσίως.

Τον Σεπτέμβριο του 1969 ήταν μέρος της Σοβιετικής αντιπροσωπείας που εστάλη στην Τσεχοσλοβακία, όπου βρήκε τους Τσεχοσλοβάκους σε μεγάλο βαθμό αφιλόξενους.[79] Εκείνο το έτος, οι Σοβιετικές αρχές τον διέταξαν να τιμωρήσει τον Φάγκιεν Β. Σαντίκοφ, γεωπόνος με έδρα τη Σταυρούπολη, του οποίου οι ιδέες θεωρούνταν κριτική από τη Σοβιετική γεωργική πολιτική. Ωστόσο αγνόησε τις εκκλήσεις για την επιβολή της πιο σκληρής τιμωρίας.[80] Ο Γκορμπατσόφ αργότερα δήλωσε ότι “επηρεάστηκε βαθιά” από το συμβάν, δηλώνοντας επίσης ότι “η συνείδησή μου με βασάνιζε” για την επίβλεψη του διωγμού του Σαντίκοφ.

Στα επτά χρόνια που ηγήθηκε της Ε.Σ.Σ.Δ. προσπάθησε να οικοδομήσει ένα μοντέλο σοσιαλισμού, στο οποίο να συνυπάρχουν και οι νόμοι της αγοράς και του ελεύθερου εμπορίου, ένα κομμουνιστικό καθεστώς με πλουραλιστική βάση λειτουργίας. Οι προσπάθειές του, όμως, οδήγησαν στην αποσύνθεση της χώρας του.

Προήγαγε τη συνεργασία και το διάλογο μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, συναντώντας τον Αμερικανό Πρόεδρο Ρόναλντ Ρήγκαν στην Ουάσιγκτον, με στόχο τον πυρηνικό αφοπλισμό. Στη Μόσχα υπήρξε ιδιαίτερα δριμύς στην κριτική του για το παρελθόν. Αποκατέστησε σχέσεις με την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και τους αντιφρονούντες. Από τις κρισιμότερες στιγμές κατά τη διάρκεια της ταραχώδους θητείας του στην ηγεσία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η αντιμετώπιση του πραξικοπήματος της 19ης Αυγούστου 1991. Τη χρονιά εκείνη, και ενώ βρισκόταν στη θερινή προεδρική κατοικία στην Κριμαία, η αντιπολιτευόμενη πτέρυγα του Κ.Κ.Σ.Ε., υπό τον τότε αντιπρόεδρο Γενάντι Γιανάγιεφ, απαίτησε την παραίτησή του. Ο Γκορμπατσόφ αρνήθηκε και επέστρεψε στη Μόσχα. Οι πραξικοπηματίες απέτυχαν, χάρη στην παράλληλη εξέγερση των δημοκρατικών στοιχείων στην πρωτεύουσα και σε άλλες μεγάλες πόλεις. Έχασε, όμως, τον έλεγχο του σοβιετικού πολιτικού συστήματος και υποσκελίστηκε από τον Μπορίς Γιέλτσιν.

Τον Οκτώβριο του 1991 στη διάσκεψη της Μαδρίτης για την ειρήνευση στη Μέση Ανατολή, η θέση του ήταν ήδη αποδυναμωμένη. Οι φυγόκεντρες τάσεις στην πολύκεντρη και πολυεθνική Ε.Σ.Σ.Δ. ενισχύονταν συνεχώς. Το Νοέμβριο του ιδίου έτους, επτά δημοκρατίες (ανάμεσά τους και η Ρωσία) αποφάσισαν την ίδρυση της Ένωσης Ανεξαρτήτων Κρατών, οπότε ο ρόλος του Γκορμπατσόφ περιορίστηκε στο συντονισμό της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Τον Δεκέμβριο εκπρόσωποι της Ρωσίας, της Λευκορωσίας και της Ουκρανίας, συναντήθηκαν για να ιδρύσουν την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών. Στις 25 Δεκεμβρίου 1991 ο Γκορμπατσώφ παραιτήθηκε και την επομένη (26 Δεκεμβρίου) το Ανώτατο Σοβιέτ κήρυξε επίσημα τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.