ΣΩΤΗΡΗ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΥ
Κονσταντίν Λεοντιεφ
Βλαντιμίρ Σολοβιόφ, ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ, Δοκίμια Ιστορίας και Φιλοσοφίας,
Εισαγωγή - Μετάφραση Όλεγ Τσυμπένκο, εκδ. Καστανιώτη, 2018.
Απέναντι στον διαφωτισμό και στη ρασιοναλιστική σκέψη,
που γέννησε ο 18ος αιώνας, έχει καθιερωθεί να χαρακτηρίζεται ως
αντίποδας ο δυτικοευρωπαϊκός, και ιδιαιτέρως, ο γερμανικός ρομαντισμός. Ωστόσο,
οι σπόροι του Σέλλινγκ βρήκαν γόνιμο
έδαφος και άνθισαν και στη ρωσική γη. Μόνον που εδώ οι πνευματικοί ανθοί
προήλθαν από διαφορετικές συνθέσεις, λόγω της σύστασης των κοινωνικών και
εθνολογικών υποστρωμάτων της αυτοκρατορίας. Τις ώρες που η θετική σκέψη σάρωνε
την ευρωπαϊκή ήπειρο, στη Ρωσία, παράλληλα με τις ιδέες του Βολταίρου, αναβίωνε ο βυζαντινός
μοναχισμός και η παράδοση των γερόντων. Σε άμεση επαφή με το Άγιο Όρος άρχισαν
να ξεφυτρώνουν μονές, όπως η Όπτινα Πούστιν, και να μεσουρανούν πνευματικοί
ταγοί, όπως ο Παΐσιος Βελιτσκόβσκι και
ο Τύχων Ζαντόνσκι.
Τελικώς, όλος ο ρωσικός 19ος αιώνας θα
διαχέεται από δύο μεγάλα πνευματικά ρεύματα, με πολλά παρακλάδια, αλλά και,
εμφανείς ή αφανείς, μεταξύ τους αλληλοεπιδράσεις: τα κινήματα των σλαβόφιλων
και των δυτικόφιλων. Κοινός τελικός στόχος τους το όραμα της νέας Ρωσίας, που
ως ευρασιατική αυτοκρατορία, με χαοτικές ταξικές, εθνοτικές, πολιτισμικές και
θρησκευτικές αντιθέσεις, ανίχνευε την ταυτότητά της στον κόσμο. Η σύγκριση in
situ που προκλήθηκε από την επαφή με τον
δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, όταν τα νικηφόρα ρωσικά στρατεύματα προήλασαν ως το
Παρίσι του Ναπολέοντα, θα προκαλέσει
ένα βαθύ σοκ, που δεν θα εγκαταλείψει έκτοτε τους Ρώσους. Η αγωνιώδης αναζήτηση
της εθνικής αυτοσυνειδησίας θα πορεύεται πλέον με αυτήν της προσωπικής αλλά και
της πανανθρώπινης. Κάθε νέα θεωρία φιλοδοξούσε σε τίποτε λιγότερο από το ίδιο
το αληθινό νόημα της ιστορίας και της ζωής.
Εντός αυτού του μανιασμένου αγώνα, που θα έπαιρνε
θυελλώδεις πολιτικές διαστάσεις και θα κατέληγε στις μεγάλες επαναστάσεις του
20ού αιώνα, ένα σημαντικό τμήμα της διανόησης έψαξε τις βαθιές ρίζες της
ρωσικής ζωής για να τις αναγεννήσει και να τις αντιτάξει στο ευρωπαϊκό υλιστικό
πρότυπο. Στα μονοπάτια αυτά ήταν που συναντήθηκε ο ρομαντισμός με την βυζαντινή
παράδοση.
Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτού του
ρεύματος, που δεν ήταν ακραιφνής σλαβόφιλος, ενώ συνάμα υπήρξε σφοδρός πολέμιος
του πανσλαβισμού και λάτρης του ελληνισμού, ήταν ο Κονσταντίν Λεόντιεφ
(1831-1891). Επρόκειτο για μια πνευματική μορφή που, αν και επηρέασε στοχαστές
όπως τους Ν. Μπερντιάγιεφ, Σ.
Τρουμπετσκόι, Σ. Μπουλγκάκοφ, Β. Ροζανοφ, Σ. Φρανκ, Π. Στρούβε, Π. Μιλιουκόφ, ξεχάστηκε στις σοβιετικές
δεκαετίες, καθώς υπήρξε «μισητός και απεχθής για το αριστερό στρατόπεδο», χωρίς
όμως να είχε γίνει κατανοητός και από την «δεξιά»∙ για να ανασυρθεί και πάλι
στην μετασοβιετική Ρωσία, κερδίζοντας τις δάφνες που δεν έδρεψε όσο ήταν εν
ζωή. Πλέον, φτάνουν να τον συγκρίνουν με τον Νίτσε
και τον Σπένγκλερ, των οποίων θα
μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος. Στην Ελλάδα έχουμε την δυνατότητα, έστω και
καθυστερημένα, να διαβάσουμε, στο βιβλίο με τον τίτλο «Το Βυζάντιο στη Ρωσία», το σημαντικότερο έργο του «Ο Βυζαντινισμός και οι Σλάβοι»(1875), σε
μια εξαίρετη μετάφραση του Όλεγ Τσυμπένκο, ο οποίος μας προσφέρει επίσης μια εκτενή
και διαφωτιστική εισαγωγή, καθώς και ένα δοκίμιο του φιλοσόφου Βλαδίμηρου
Σολοβιόφ, «Ο Βυζαντινισμός και η Ρωσία»
(1896), που συνεισφέρει στην κατανόηση των αντιθέσεων γύρω από την προσέγγιση
του Βυζαντίου στη Ρωσία του 19ου αιώνα.
Ο Λεόντιεφ, γόνος παλιάς οικογενείας ευγενών, ξεκίνησε
στα ρωσικά γράμματα με τις πλέον υποσχόμενες προϋποθέσεις. Ο Τουργκένιεφ είχε γράψει ότι
«τον καινούργιο λόγο μπορούν να τον
αρθρώσουν μόνο δύο νεαροί από τους οποίους περιμένουμε πολλά», εννοώντας τον
Λεβ Τολστόι και τον Λεόντιεφ.
Σπούδασε γιατρός, αλλά φλεγόμενος για την περιπέτεια, αναζητώντας να ρουφήξει
τη ζωή ως το μεδούλι μακριά από τις συμβατικότητες του αστικού κόσμου, θα επιλέξει
να υπηρετήσει στο στρατό, στη διάρκεια του κριμαϊκού πολέμου. Εκεί, σε αντίθεση
με τον Τολστόι των «Διηγημάτων της
Σεβαστούπολης», δεν θα κλονιστεί από την οδύνη και τον θάνατο, τον οποίο ως
αυθεντικός ρομαντικός τον προκαλούσε κοιτώντας τον στα μάτια. Έτσι, θα πίνει
τον καφέ του αμέριμνος στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου στο Κερτς, καθώς η μάχη
κορυφωνόταν και οι εχθροί εισέβαλαν στην πόλη. Η Κριμαία, όμως, για τον
Λεόντιεφ, όπως και για πολλούς ακόμη Ρώσους πριν και μετά, θα είναι πρωτίστως η
αποκάλυψη της ανατολής, και κυρίως της ελληνικής ανατολής, που θα τον συνοδέψει
μέχρι το τέλος της ζωής του, σε όλες τις εξωτερικές και εσωτερικές περιπέτειες
που θα βιώσει. Θα παντρευτεί μάλιστα και γυναίκα ελληνικής καταγωγής, από την
Θεοδοσία, αν και ο γάμος του θα είναι άτυχος, λόγω της ψυχικής ασθένειας που θα
εκδηλώσει η σύζυγός του. Αφού για κάποιο διάστημα θα προσφέρει τις ιατρικές του
υπηρεσίες στους μουζίκους, σύμφωνα με τα πρότυπα των ναρόντνικων, και
μεταφράσει βιβλία όπως το «Περί
Ελευθερίας» του Τζον Στούαρτ Μιλ,
θα βρεθεί στην διπλωματική υπηρεσία της αυτοκρατορίας -με σύσταση του Νικολάι Ιγκνάτιεφ, αργότερα πρέσβη στην
Κωνσταντινούπολη, και βασικού εκφραστή του πανσλαβισμού, αλλά και, κάτι που
είναι λιγότερο γνωστό, υποκινητή και υποστηρικτή του παναραβισμού-, υπηρετώντας
στην Κρήτη, στα Ιωάννινα, στην Θράκη, στην Μακεδονία.
Η σκέψη του για τη Ρωσία και
το πεπρωμένο της, καθώς και η κριτική ματιά του απέναντι στην σύγχρονη Ευρώπη,
θα διαμορφωθεί σ’ αυτά τα χρόνια. Τότε θα γίνει η σταδιακή αλλαγή του, που θα
καταλήξει σε μια ριζική μεταμόρφωση. Έως τότε, σύμφωνα με τα λόγια του, «ήμουν ταυτόχρονα ρομαντικός και σχεδόν
μηδενιστής – που έρεπε στις δημοφιλείς δημοκρατικές ιδέες δυτικής προέλευσης».
Στην Κρήτη, θα γράψει ενθουσιασμένος ότι βρήκε «τον παράδεισο επί της Γης», αλλά και ότι «το μόνο πράγμα που υπάρχει εδώ
είναι η εξέγερση!». Η παραμονή του εκεί θα έχει ως αποτέλεσμα μια σειρά
από έργα, όπως το «Σκιαγραφίες της Κρήτης»,
«Η Χρύσω», «Ο Χαμίντ και ο Μανώλης», «Ο
Σφακιανός». Υπερασπιστής της κρητικής επανάστασης, θα στραφεί κατά του
«ευρωπαϊσμού». Θα μετατεθεί, όμως, άρον άρον, καθώς θα μαστιγώσει τον Γάλλο
πρόξενο, που είχε προσβάλει τη Ρωσία, λέγοντάς του: «Et vous n’ êtes qu’un triste Européen!» (Δεν είστε παρά
ένας αξιοθρήνητος Ευρωπαίος). Θα συνεχίσει την υπηρεσία του στην Αδριανούπολη, όπου
θα έχει πλούσιες εμπειρίες, και τις οποίες θα αποτυπώσει στο μυθιστόρημά του «Το αιγυπτιακό περιστέρι», ενώ έρχεται σε
επαφή με τη σύγκρουση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τους Βούλγαρους. Κατόπιν,
πηγαίνει ως πρόξενος στα Γιάννενα, όπου θα ζει με τη σκέψη τριών ιστορικών
μορφών: του Αλή Πασά, του Λόρδου Βύρωνα και του …Αγίου Ιερομάρτυρα Γεωργίου του Νέου των
Ιωαννίνων, που είχε μαρτυρήσει μόλις το 1838. Εδώ θα γράψει τα διηγήματα «Η Πέμπτη» και «Το παλικάρι ο Κωστάκης», και την νουβέλα «Ασπασία Λαμπρίδη», τα οποία θα επαινέσει ο Τολστόι. Αναμνήσεις από
τα Ιωάννινα θα περιληφθούν και στο μεγάλο του μυθιστόρημα «Οδυσσέας Πολυχρονιάδης», που θα γράψει αργότερα στην
Κωνσταντινούπολη και στη Ρωσία.
Την περίοδο αυτή, όμως, ο
Λεόντιεφ θα υποστεί βαθιά εσωτερική κρίση, με αφορμή μια ασθένεια. Γλυτώνοντας
σχεδόν παρά τρίχα τον θάνατο, ενώ βρισκόταν στην Θεσσαλονίκη, πηγαίνει στο Άγιο
Όρος, όπου τον υποδέχονται με κωδωνοκρουσίες, και ζητάει, στο ρωσικό μοναστήρι,
να καρεί μοναχός. Την ίδια στιγμή, όμως, συντετριμμένος αποκαλύπτει ότι «δεν
πιστεύει στον Θεό!». Ωστόσο, όπως θα γράψει ο Λ. Τιχομίροφ, ένας από τους ιδρυτές της τρομοκρατικής οργάνωσης,
που δολοφόνησε τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄, «Ναρόντναγια Βόλια» και που αργότερα
έγινε μοναρχικός, «αυτός ο πρώην άθεος
απέκτησε όντως τη θερμή εγκάρδια πίστη που έμεινε ακλόνητη ακόμα και σε στιγμές
που εμφανίζονταν συννεφάκια κάποιων αμφιβολιών». Τελικά, η μοναχική κουρά
θα τελεστεί λίγο πριν πεθάνει, μετά από 20 χρόνια, στα 1891, στην Όπτινα
Πουστίν, μυστικά, εκεί που οι γέροντες «επιδοκίμασαν
τον Λεόντιεφ περισσότερο από τους σλαβόφιλους ή τον Ντοστογιέφσκι» (σελ. 42).
Μετά το Άγιο Όρος, ο Λεόντιεφ
θα κάψει το χειρόγραφο του βιβλίου του «Το
ποτάμι των εποχών», με το οποίο φιλοδοξούσε να δώσει τη συνέχεια του
τολστοϊκού έπους «Πόλεμος και Ειρήνη».
Το φαινόμενο αυτό, της ριζικής «μεταστροφής», το συναντούμε διαρκώς στην ιστορία
της ρωσικής σκέψης, με τέτοια συχνότητα που αποκλείει την εικασία της
σύμπτωσης. Αντιθέτως, αποκαλύπτει την αυθεντικότητα της γραφής, την ταύτιση του
συγγραφέα με το Είναι του, μια συμπαγή αίσθηση της υψηλής αποστολής του. Σωρεία
Ρώσων, αν και διαφορετικής εθνοτικής καταγωγής, τάσσεται μετά από μια μοιραία
κρίση στην υπηρεσία του Θεού -ή ενίοτε του Ανθρώπου-θεού και της Επανάστασης. Κι
αυτό το στοιχείο που θα επιβιώσει μέχρι και στην σοβιετική περίοδο, κάνει τον
ρωσικό λόγο 100 περίπου ετών ως έναν από τους πολυτιμότερους οικουμενικούς
θησαυρούς του πνεύματος. Να θυμηθούμε, λοιπόν, ότι ένας είδος «μεταστροφής»
συμβαίνει, μεταξύ άλλων, στον πρώιμο θρησκευτικό φιλόσοφο Γκριγκόρι Σκοβοροντά, που
έγινε «δια βίου περιπλανώμενος»∙ στον Νικολάι
Γκόγκολ, που θα κάψει κι αυτός τον δεύτερο τόμο των «Νεκρών Ψυχών»∙ στον
Ντοστογιέφσκι που μέσω του «Σπιτιού των Πεθαμένων» θα μεταβεί από τον «κύκλο
του Πετρασέφσκι» στο «Έγκλημα και Τιμωρία»∙ στον Τολστόι, ο οποίος, σύμφωνα με τον
Ρωσοεβραίο Λεβ Σεστόφ στο
αριστουργηματικό του «Λεβ Τολστόι, αυτός
που γκρεμίζει και κτίζει κόσμους» (στα ελληνικά από τις εκδ. Ροές), βίωσε
δύο τέτοιες μεταστροφές, για να περάσει από το «Πόλεμος και Ειρήνη» στον «Θάνατο
του Ιβάν Ιλίτς», αλλά και στο δικό του θάνατο στον σταθμό του Αστράποβο∙ στον Βλαδίμηρο
Σολοβιόφ που βρέθηκε να βλέπει οράματα στην έρημο της Αιγύπτου, και συνδύασε
την εκπλήρωση του μεσσιανικού ρόλου της Ρωσίας με την προσέγγισή του στον
καθολικισμό – αν κι ο ίδιος λίγο πριν πεθάνει ζήτησε να κοινωνήσει από Ορθόδοξο
ιερέα.
Ο Λεόντιεφ, στην νέα φάση της
ζωής του ξεκινά να συγγράφει το «Βυζαντινισμός
και οι Σλάβοι», αρχικώς μέσα στο φαναριώτικο κλίμα της Πόλης που τον
εμπνέει θετικά ως ζωντανή επιβίωση του βυζαντινού κόσμου. Θα δημιουργήσει μια σπουδή
που, ουσιαστικά, ανήκει στην φιλοσοφία της ιστορίας, ή στην ιστοριοσοφία όπως έχει
επικρατήσει ο όρος στη Ρωσία, και επισημαίνει ο Τσυμπένκο. Την ίδια εποχή, αποχωρεί
από το διπλωματικό σώμα, ίσως γιατί έρχεται σε αντίθεση με τον Ιγκνάτιεφ και
τον ορμητικό φιλοβουλγαρισμό και ανθελληνικό πανσλαβισμό που προωθεί στα
Βαλκάνια. Για τον ίδιο λόγο θα αποκοπεί με τον Τουργκένιεφ, ο οποίος είχε κυκλοφορήσει
το βιβλίο του «Την παραμονή», με ήρωα έναν Βούλγαρο επαναστάτη.
Στο βιβλίο του Λεόντιεφ δεν θα
συναντήσουμε το ίδιο το Βυζάντιο, αλλά μόνον την καταλυτική επιρροή του στη
ρωσική ζωή που είναι πανταχού παρούσα, τόσο με την βαθιά θρησκευτική πίστη στα
λαϊκά στρώματα, όσο και τον τρόπο συγκρότησης της εξουσίας, που συμπυκνώνεται
στο τσαρικό αξίωμα ως συνέχεια του βυζαντινού αυτοκράτορα. Θεωρεί ότι είναι στοιχεία
που είχαν μεταφερθεί στην Ρωσία της εποχής του Μεγάλου Δουκάτου της Μοσχοβίας
και εν συνεχεία έγινε απόπειρα να εξαφανισθούν από τον Μεγάλο Πέτρο – σε
αντίθεση με τον Βλ. Σολοβιόφ που είχε ως πρότυπό του τη Ρωσία του Κιέβου, ενώ απέρριπτε
και το Βυζάντιο και την επιρροή του. Ο Λεόντιεφ γράφει: «οι βάσεις τόσο του δημόσιου όσο και του οικιακού καθημερινού βίου μας
παραμένουν στενά συνδεδεμένες με τον βυζαντινισμό […] ολόκληρη η καλλιτεχνική
δημιουργία στις καλύτερες εκφάνσεις της είναι βαθιά διαποτισμένη από τον βυζαντινισμό»
(σελ. 64). Και εξειδικεύει «όλοι οι καλύτεροι ποιητές και συγγραφείς
μας – ο Πούσκιν, ο Λέρμοντοφ, ο Γκόγκολ, ο Κολτσόφ, οι δύο κόμητες Τολστόι (ο Λέων
και ο Αλεξέι)- έδωσαν τη δέουσα
προσοχή σε αυτόν τον βυζαντινισμό, στη μια ή στην άλλη πλευρά του- την κρατική
ή την εκκλησιαστική, την αυστηρή ή τη θερμή» και παραθέτει τους στίχους του
Κολτσόφ:
Θερμά όμως το κερί
του χωριάτη καίει
μπροστά στο εικόνισμα
της Θεομήτορος (σελ.65)
«Το βυζαντινό πνεύμα», υποστηρίζει, «οι βυζαντινές αρχές και επιρροές, σαν τον πολύπλοκο ιστό του νευρικού
συστήματος διαπερνούν ολοκληρωτικά τον μεγαλορωσικό κοινωνικό οργανισμό» (σελ.
93). Και όχι μόνον αυτό αλλά η Ρωσία επιβίωσε των ξενικών εισβολών που
απείλησαν την ίδια της την ύπαρξη και κατόρθωσε να μεγεθυνθεί και να γίνει
αυτοκρατορία γιατί εμπεριείχε εντός της ζωντανό τον βυζαντινισμό: «δυνατά και ισχυρά είχαμε μόνο τρία πράγματα:
τη βυζαντινή ορθοδοξία τη δυναστική και απεριόριστη απολυταρχία μας και, ίσως,
τον αγροτικό κόσμο μας[…] Ο τσαρισμός
μας, ο οποίος είναι για εμάς τόσο δημιουργικός και σωτήριος, ενισχύθηκε από την
επιρροή της ορθοδοξίας, από την επιρροή των βυζαντινών ιδεών και του βυζαντινού
πολιτισμού. Οι βυζαντινές ιδέες και τα αισθήματα ένωσαν σε ένα σώμα την
ημιάγρια Ρωσία. Ο βυζαντινισμός μάς
έδωσε τη δύναμη να επιζήσουμε από την ταταρική καταστροφή και την μακρόχρονη
υποτέλεια. Η βυζαντινή μορφή του Σωτήρος στο λάβαρο του μεγάλου ηγεμόνα κάλυψε
το θρησκευόμενο στράτευμα του Δημητρίου στο πεδίο της μάχης όπου δείξαμε για
πρώτη φορά στους Τατάρους ότι η Μοσχοβίτικη Ρωσία δεν είναι πιά η προηγούμενη
κατακερματισμένη και διαμελισμένη Ρωσία!». (σελ. 89-90)
Και συνεχίζει: «Ο βυζαντινισμός μάς έδωσε όλη τη δύναμή μας
στον αγώνα κατά της Πολωνίας, των Σουηδών, της Γαλλίας και της Τουρκίας». (σελ.
90)
Ο Λεόντιεφ είδε τη βυζαντινή
κληρονομιά να είναι παρούσα ακόμη και στη μεγαλειώδη στιγμή της νίκης κατά του
Ναπολέοντα: «Το εκκλησιαστικό συναίσθημα
και η υποταγή στις αρχές (το βυζαντινό παράστημα) πάλι μας έσωσαν και το 1812.
Είναι γνωστό ότι πολλοί αγρότες μας (όχι πολλοί βέβαια, αλλά όσοι
αιφνιδιάστηκαν με την εισβολή) την πρώτη στιγμή βρήκαν μέσα τους πολύ λίγη
καθαρά εθνική συνείδηση. Όμως, μόλις είδαν οι άνθρωποι πως οι Γάλλοι γδέρνουν
τις εικόνες και βάζουν τα άλογά τους μέσα στους ναούς μας, όλοι σκλήρυναν και
τα πράγματα πήραν άλλοι τροπή» (σελ. 91).
Κατάπληκτοι διαβάζουμε, πολλά
χρόνια αργότερα, τον Ιταλό συγγραφέα Κούρτσιο
Μαλαπάρτε, αυτόπτη μάρτυρα στην ίδια ρωσική γη αλλά στον β΄ παγκόσμιο
πόλεμο, να διηγείται το πώς η ιστορία επαναλαμβανόταν, όπως μας το μεταφέρει ο Χρήστος Μαλεβίτσης: «Καθώς υποχωρούσαν τα σοβιετικά στρατεύματα,
οι χωρικοί έσπευδαν να μετατρέψουν σε εκκλησίες τις αποθήκες των κολχόζ, που
ήσαν πρώην εκκλησίες. Ύστερα έρχονταν οι Γερμανοί και εστάβλιζαν εκεί τα άλογά
τους. Εδώ είναι που είδε την αυτοκτονία της ψυχής της Ευρώπης: ότι ο πολιτισμός
αυτός πλέον εξάντλησε τα περιθώρια του πνεύματός του» (Χρήστος Μαλεβίτσης, «Πολιτεία και Ερημία», σελ. 227, εκδ. Αρμός). Πόσο βαθιές εμφανίζονται να είναι
οι ρίζες ενός πολιτισμού, και πώς επιβιώνουν στις θύελλες των καιρών, όταν
φαίνεται ότι όλα έχουν τελειώσει!
Ο Λεόντιεφ θα αφιερώσει μέρος
της μελέτης του στη σύγκρουση Ελλήνων και Βουλγάρων, καλώντας τους συμπατριώτες
του να μην πέφτουν θύματα της προπαγάνδας του πανσλαβισμού, γράφοντας ότι «το κίνημα των Τσέχων υπέρ του χουσιτισμού
τους φέρνει πιο κοντά στον τόσο αγαπητό μας οικουμενικό βυζαντινισμό, ενώ το
κίνημα των Βουλγάρων μπορεί και να απειλεί να μας αποσπάσει από τον
βυζαντινισμό, αν δεν προφυλαχτούμε εγκαίρως» (σελ. 115).
Πιστώνει στον ελληνισμό την
οικοδόμηση του σύνθετου και μεγαλειώδους οικοδομήματος του χριστιανικού
δόγματος, ενώ προσθέτει: «Η τελευταία αναγέννηση του Ελληνισμού και η
Επανάσταση της δεκαετίας του 1820 έλαβαν χώρα επίσης υπό το λάβαρο της
ορθοδοξίας∙ το ελληνόπουλο ακούει
γι’ αυτά τα γεγονότα στα τραγούδια της παιδικής του ηλικίας. ‘Δια του Χριστού
την πίστην την αγίαν!’ τραγουδάει ο Έλληνας. Και ο χριστιανισμός, ‘Πίστη αγία
του Χριστού’ για τον Έλληνα., δεν είναι μια γυμνή και ξερή ωφελιμιστική ηθική,
το όφελος του πλησίον του ή της λεγόμενης ανθρωπότητας. Χριστιανισμός για τον
Έλληνα σημαίνει την ορθοδοξία, τα δόγματα, τον κανόνα και το τελετουργικό στο
σύνολό τους. Ακόμη και ο άθεος Έλληνας
κρατιέται από όλα αυτά όπως κρατιέται από την εθνική σημαία του». (σελ.
122)
Ο Λεόντιεφ αντιπαρατάσσει τον
βυζαντινισμό στην νέα Ευρώπη και στον μικροαστικό ανθρωπολογικό πρότυπο που
παράγει: «ο πολιτισμός δεν είναι τίποτε
άλλο από ιδιομορφία∙ και η ιδιομορφία τώρα πεθαίνει σχεδόν παντού κυρίως λόγω
της πολιτικής ελευθερίας. Ο ατομικισμός σκοτώνει την ατομικότητα των ανθρώπων,
των περιοχών και των εθνών». (σελ. 103) Χωρίς τον βυζαντινισμό οι Σλάβοι θα
γίνουν «μια ανόργανη μάζα που πανεύκολα
[…] συγχωνεύεται με τη δημοκρατική
Πανευρώπη!» (σελ. 125). Το 1888 θα δημοσιεύσει συμπληρωματικά προς αυτήν
την κατεύθυνση το δοκίμιο «Ο μέσος
Ευρωπαίος ως ιδεώδες και εργαλείο της παγκόσμιας καταστροφής». Όταν
διατείνεται ότι «πρέπει να ντρεπόμαστε
για την ανθρωπότητα αν αυτό το πρόστυχο ιδεώδες του κοινού οφέλους, της
τιποτένιας δράσης και της αισχρής πεζότητας θριαμβεύσει για πάντα!» είναι
προφανές ότι κινείται στα ίδια μονοπάτια που περπατά ο Νίτσε και ο Σπένγκλερ.
Όπως, επίσης, θα συμβαδίσει με τον προφητικό λόγο του Ντοστογιέφσκι λέγοντας: «δώστε στους ανθρώπους το δικαίωμα να πωλούν
παντού ή να εκμισθώνουν τον εαυτό τους ισόβια και αιώνια, για να αποκτήσουν
ησυχία, τροφή, έναντι των χρεών τους κ.λπ. και θα δείτε πόσοι ακόμα
δουλοπάροικοι ή μισόδουλοι θα βρεθούν και στην εποχή μας, οικεία βουλήσει» (σελ.
81).
Επηρεασμένος από τον Νικολάι Ντανιλέφσκι, θα παρουσιάσει την
θεωρία του για τις φάσεις γέννησης, ακμής και παρακμής ενός πολιτισμού,
υποστηρίζοντας ότι «προς τα γεράματα και
τον θάνατο επικρατεί η αρχή της δημοκρατίας, της ισότητας και του
φιλελευθερισμού» (σελ. 84). Τελικώς, η πρότασή του θα είναι η Ρωσία να
διατηρήσει τα βυζαντινά της χαρακτηριστικά,
«κάτω από το λάβαρό του [βυζαντινισμού], αν μείνουμε πιστοί σε αυτόν, θα
καταφέρουμε να αντέξουμε την ορμή ακόμα και όλης της Ευρώπης, αν αυτή, αφού
καταστρέψει ό,τι ευγενές διαθέτει, τολμήσει ποτέ να διατάξει να ακολουθήσουμε
τη σαπίλα και τη δυσωδία των καινούργιων νόμων της για τη μικρή επίγεια
καθολική ευδαιμονία, για την επίγεια ριζική καθολική χυδαιότητα!». (σελ.
190). Επιπλέον, ζητά να πορευτεί η Ρωσία με την Ασία και όχι με την Ευρώπη,
καθιστώντας έτσι τον Λεόντιεφ τον πρόδρομο του μεγάλου ρεύματος του
Ευρασιανισμού που θα αναπτυχθεί τον 20ο αιώνα.
Σε μια κομβική εποχή, σαν την
δική μας, με το αίτημα του επανακαθορισμού της ταυτότητας να έχει τεθεί με νέα
επίταση για τα έθνη, και τον αγώνα για την αποκωδικοποίηση της ιστορίας να διεξάγεται
ταυτόχρονα με αυτόν για την ίδια την επιβίωση των εθνικών συλλογικοτήτων, σκέψεις
όπως του Λεόντιεφ, αλλά και του Σολοβιόφ, δύνανται να ανοίξουν νέους ορίζοντες
στην αντίληψή μας. Ιδιαιτέρως δε, και για την Ελλάδα και για την Ρωσία, στην
παρούσα φάση, που παραπέμπει αναπάντεχα και επικινδύνως σε συνθήκες του
δεύτερου μισού του 19ου αιώνος, ο λόγος του Λεόντιεφ μπορεί να συμβάλει
καταπραϋντικά και γόνιμα προς την κατεύθυνση της αμοιβαίας κατανόησης.