ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ 2018
Α. 1. Κλήριγκ ονομάστηκε η μέθοδος
διακανονισμού που κυριάρχησε προοδευτικά
στο εξωτερικό εμπόριο για να αντιμετωπιστεί η παγκόσμια οικονομική κρίση του
1929-1932. Σύμφωνα με αυτή την μέθοδο οι διεθνείς συναλλαγές δεν γίνονταν με
βάση το μετατρέψιμο συνάλλαγμα, αλλά με βάση διακρατικές συμφωνίες που
κοστολογούσαν τα προς ανταλλαγή προϊόντα
που
φρόντιζαν να ισοσκελίσουν την αξία των εισαγωγών με την αντίστοιχη
των εξαγωγών στο πλαίσιο ειδικών λογαριασμών. Για μια χώρα όπως η Ελλάδα , όπου
οι συναλλαγές με το εξωτερικό ήταν έντονα ελλειμματικές , η διαδικασία αυτή,
πέρα από τα αρνητικά, είχε και θετικά στοιχεία.
Εθνικόν κομμιτάτον ονομάστηκε η πολιτική
παράταξη υπό τον Επαμεινώνδα Δεληγιώργη που σχηματίστηκε μετά τις εκλογές του
Νοεμβρίου του 1862 στην Εθνοσυνέλευση δηλαδή του 1862- 1864. Επρόκειτο για
σχηματισμό που είχε μικρότερη απήχηση στο λαό σε σχέση με τους ορεινούς και
τους πεδινούς. Υποστήριζε την ανάπτυξη
του κοινοβουλευτισμού και τον εκσυγχρονισμό της χώρας, οικονομική, ανάπτυξη με
μεταρρυθμίσεις στη διοίκηση και το στρατό, πολιτισμική εξάπλωση στην Οθωμανική
αυτοκρατορία.
Οργανισμός ονομάστηκε ο Οργανισμός που ιδρύθηκε
από το ελληνικό κράτος τον Ιούλιο του 1914 στη Θεσσαλονίκη με σκοπό την άμεση
περίθαλψη και στη συνέχεια την εγκατάσταση των εγκατάσταση των προσφύγων σε
εγκαταλελειμμένα τουρκικά και βουλγαρικά χωριά της Κεντρικής και Ανατολικής
Μακεδονίας. Παρεχόταν συσσίτιο, προσωρινή στέγη και ιατρική περίθαλψη, μέχρι οι
πρόσφυγες να βρουν εργασία ή να αποκτήσουν γεωργικό κλήρο.
Α.2. Σωστό, σωστό, σωστό, λάθος,
λάθος.
Β. 1.
Τα αντιβενιζελικά κόμματα σχολικό βιβλίο σελ 92 : α. Τα αντιβενιζελικά κόμματα ήταν το Ραλλικό κόμμα του
Δημητρίου Ράλλη, το Εθνικό κόμμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και το κόμμα του
Γεωργίου Θεοτόκη. β . « ως αμτιβενζελικά θεωρούνταν… ήταν το πιο
διαλλακτικό.»
Β. 2.
α . Η οργάνωση της Κρητικής πολιτείας σελ. 206-207 σχολικού βιβλίου: « Μέσα σε μια απερίγραπτη…
ορίστηκε ο Βενιζέλος». β . σελ. 208
σχολικού βιβλίου : «Η πρώτη κυβέρνηση… κρητική Τράπεζα».
Γ. 1.
α. Η πιο χαρακτηριστική από τις αλλαγές
που έφερε η βιομηχανική επανάσταση στα ανεπτυγμένα κράτη του 19ου
αιώνα ήταν η εμφάνιση, η εξάπλωση και τελικά η κυριαρχία του σιδηροδρόμου στις
χερσαίες μεταφορές. Στις μικρότερες και
πιο καθυστερημένες οικονομικά χώρες, η απόκτηση σιδηροδρομικού δικτύου
παρουσιάστηκε από πολύ νωρίς ως σημαντική προϋπόθεση για την είσοδό τους στο
χώρο των ανεπτυγμένων κρατών. Οι σχετικές για την κατασκευή σιδηροδρομικού
δικτύου συζητήσεις, άρχισαν στην χώρα μας λίγα μόλις χρόνια μετά την
ανεξαρτησία της, ίσως το 1835.
Ανυπέρβλητες όμως δυσκολίες περιόριζαν τις συζητήσεις αυτές για πολλές
δεκαετίες στο χώρο των θεωρητικών αναλύσεων και των απλών επιθυμιών. Η
κατασκευή της σιδηροδρομικής υποδομής ήταν ιδιαίτερα πολυέξοδη υπόθεση και απαιτούσε κεφάλαια που το μικρό ελληνικό
κράτος δεν μπορούσε να εξοικονομήσει. Από την άλλη μεριά, η προσέλκυση ξένων
κεφαλαίων, επιχειρήσεων ή πιστωτικών ιδρυμάτων, προϋπέθετε ότι το προς
κατασκευή δίκτυο θα ήταν αποδοτικό, θα εξασφάλιζε δηλαδή τη μεταφορά πρώτων
υλών, ζωτικών για τη βιομηχανία, και καταναλωτικών αγαθών, που οι τοπικές
αγορές θα ήταν σε θέση να απορροφήσουν. Προσδοκίες, ωστόσο, καλλιεργήθηκαν και
στο γεωργικό κόσμο . Σύμφωνα με τον Βερναρδάκη οι αγρότες θα αύξαναν τις
εργασίες τους, θα κέρδιζαν περισσότερα και επομένως θα βελτίωναν την ποιότητα
ζωής τους σε υλικό και ηθικό επίπεδο. Παράλληλα, θα ευνοούταν η ανταλλαγή
προϊόντων με συνεπακόλουθη αύξηση της ποιότητας, της ποσότητας και του κέρδους.
Επειδή, λοιπόν, με την γεωργία – κατά το Βερναρδάκη- σχετιζόταν και οι Τέχνες
και η βιομηχανία και αντιστρόφως , θα δινόταν η ώθηση από το σιδηρόδρομο να
μεταβληθούν πολλά γεωργικά προϊόντα σε
βιομηχανικά καλύπτοντας τις ανάγκες της Ελληνικής οικονομίας και μειώνοντας τις
εισαγωγές από υο εξωτερικό και θα έδινε τη δυνατότητα στη χώρα να διαχειριστεί καλύτερα το
πλεόνασμα των χρημάτων που θα περίσσευε.
β . Μέχρι τη δεκαετία του 1880 η μόνη
σιδηροδρομική γραμμή που είχε κατασκευαστεί στην Ελλάδα ήταν αυτή που συνέδεε
την Αθήνα με τον Πειραιά και είχε μήκος εννέα χιλιομέτρων. Αλλά και αυτή
χρειάστηκε δώδεκα χρόνια και πολλές περιπέτειες για να κατασκευαστεί. Όλες οι
υπόλοιπες περί σιδηροδρόμου διακηρύξεις και τα φιλόδοξα σχέδια παρέμεναν ανεφάρμοστα , καθώς η υλοποίηση τους συγκινούσε μόνο
αμφίβολης αξιοπιστίας κερδοσκόπους. Τα παραπάνω επιβεβαιώνουν και οι
πληροφορίες που αντλούμε από τον πίνακα του Δερτιλή σύμφωνα με τον οποίο μέχρι
το 1869 μόνο 9 χιλιόμετρα δικτύου είχαν κατασκευαστεί. Το σιδηροδρομικό δίκτυο
της Ελλάδας ολοκληρώθηκε σε τρεις περίπου δεκαετίες από το 1880 κι έπειτα. Η
μεγάλη ώθηση δόθηκε επί πρωθυπουργίας του Χαρίλαου Τρικούπη ( 1882- 1892),
οπότε και κατασκευάστηκαν 900 χιλιόμετρα σιδηροδρομικής γραμμής. Αυτό
επιβεβαιώνεται και από την πηγή μας που δείχνει πως από το 1883 μέχρι το 1885
είχαμε 100 % αύξηση του μήκους της
γραμμής ( από 22 σε 222 χιλιόμετρα). Η αυξητική πορεία συνεχίζεται καθώς το
1889 κατασκευάζονται 640 χιλιόμετρα και το 1892, 940. Ακολούθως, υπάρχει μια
κάμψη στην κατασκευή από το 1992 έως το 1997 λόγω της οικονομικής κρίσης και
της πτώχευσης του 1893 και φτάνοντας στις αρχές του 20ου αιώνα η
επέκταση του σιδηροδρόμου συνεχίζεται με
βραδείς ρυθμούς : 1132 χιλιόμετρα το 1903, 1335 το 1904 και 1372 το 1907. Όπως
παρατηρούμε τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισε το ελληνικό κράτος
επιβράδυναν την κατασκευή του έργου στη δεκαετία του 1890 και το έργο
ολοκληρώθηκε μόλις του 1909.
γ . Πραγματικά, το δίκτυο κλήθηκε να
εξυπηρετήσει τη διακίνηση αγροτικών κυρίως προϊόντων και από την αρχή της
λειτουργίας του παρουσίαζε σοβαρή υστέρηση στα έσοδά του
σε σχέση με τους αισιόδοξους υπολογισμούς που οδήγησαν στη δημιουργία του. Σύμφωνα
δε με το Δερτιλή η χρησιμότητα των σιδηροδρόμων σε μια διαδικασία μετάβασης
ήταν σχεδόν αρνητική, καθώς το μήκος των γραμμών αποδεικνύει ότι η επένδυση δεν
ήταν αρκετή για να δημιουργήσει συνθήκες ανάπτυξης. Βέβαια, είναι αμφίβολο
ακόμα κι αν οι επενδύσεις ήταν σημαντικότερες, αν θα είχαν κάποια συνεισφορά
στην ανάπτυξη, γιατί στη χώρα δεν υπήρχαν ούτε οι κατάλληλες βιομηχανίες, ούτε
και οι πρώτες ύλες. Πρόβλημα παράλληλα αποτελούσε ότι . Στο μεγαλύτερο τμήμα του
ήταν μετρικό, με γραμμές πλάτους ενός μέτρου, τη στιγμή που οι διεθνείς
προδιαγραφές προέβλεπαν γραμμές πλάτους 1,56 μέτρων. Αυτό σημαίνει πως το
δίκτυο σχεδιάστηκε για να εξυπηρετεί ανάγκες τοπικές, χωρίς φιλοδοξίες να
αποτελέσει τμήμα του διεθνούς δικτύου. Επίσης,
το δίκτυο είχε κατασκευαστεί με ελαφρότητα και με τρόπο που να εξυπηρετεί τις
παράκτιες περιοχές όπου όμως ο ανταγωνισμός της ναυτιλίας αποτελούσε ανασχετικό
παράγοντα για την ανάπτυξη των σιδηροδρόμων, καθώς η γειτνίαση της θάλασσας στις περισσότερες
περιοχές της χώρας δεν βοηθούσε τα πράγματα καθώς οι θαλάσσιες μεταφορές
περιόριζαν την αποδοτικότητα του σιδηροδρομικού δικτύου.
Είναι
αναμφίβολο πως το σιδηροδρομικό δίκτυο πρόσφερε πολλά σε μια χώρα που δεν είχε
γνωρίσει αξιόπιστο χερσαίο συγκοινωνιακό δίκτυο. Πρόσφερε επίσης πολλές
υπηρεσίες στον καιρό των πολέμων, αφού επέτρεψε τη γρήγορη επιστράτευση και τον
ανεφοδιασμό του στρατού. Δεν κατόρθωσε όμως να φέρει την ανάπτυξη και την
εκβιομηχάνιση στις περιοχές όπου έφτασε. Δεν κατόρθωσε να εκπληρώσει τις
αναπτυξιακές προσδοκίες που στηρίχθηκαν επάνω του. Γιατί, για να το κάνει αυτό
θα έπρεπε να προκαλέσει την αλλαγή κοινωνικών και οικονομικών δομών κι ένα συγκοινωνιακό μέσο δύσκολα μπορεί να
πετύχει τόσο ριζοσπαστικές αλλαγές.
Δ. 1. α. Η αγροτική αποκατάσταση στο
μεγαλύτερο μέρος της ήταν έργο της ΕΑΠ. Απέβλεπε στη δημιουργία μικρών
γεωργικών ιδιοκτησιών. Η εγκατάσταση των προσφύγων έγινε σε εγκαταλελειμμένα
χωριά, σε νέους συνοικισμούς προσαρτημένους σε χωριά και σε νέους, αμιγώς
προσφυγικούς συνοικισμούς. Ο παραχωρούμενος κλήρος ποίκιλλε ανάλογα με το
μέγεθος της οικογένειας των προσφύγων ώστε να εξασφαλίσει η οικογένεια τα προς
το ζην ( βάση θεωρήθηκε η τετραμελής οικογένεια και αυξανόταν κατά 1/5 η έκταση της γης για κάθε επιπλέον
μέλος) και να μπορεί α εξοφλήσει τα χρέη της. Επίσης ο κλήρος ποίκιλε ανάλογα
με την ποιότητα του εδάφους, το είδος της καλλιέργειας και τη δυνατότητα
άρδευσης αλλά και τη συνολική έκταση τη γης. Συνήθως ο κλήρος δεν αποτελούσε
ενιαία έκταση, αλλά τεμάχια αγρών που βρίσκονταν σε διαφορετικές τοποθεσίες. Η
αξία της διανομής ποίκιλε από τόπο σε
τόπο και από σημείο σε σημείο.Σύμφωνα με τις πληροφορίες από την Κοινωνία των
Εθνών μόλις μια ομάδα προσφύγων έφτανε
στον τόπο προορισμού οι εκπρόσωποί της παραλάμβαναν τη γη χωρίς, ωστόσο τοπογράφηση και
σημειώνοντας τα σύνορα κατά προσέγγιση. Στην αρχή η διανομή από τις υπηρεσίες
εποικισμού ήταν προσωρινή. Θα γινόταν οριστική μετά την κτηματογράφηση από την
τοπογραφική υπηρεσία του Υπουργείου Γεωργίας. Βέβαια, οι πρόσφυγες
παραπονούνταν πως η ανταλλάξιμη περιουσία δεν περιήλθε πάντοτε σε αυτούς.
Πράγματι, παρά την ύπαρξη νόμων (ήδη πριν από το 1922) που απαγόρευαν τη
μεταβίβαση της μουσουλμανικής ακίνητης ιδιοκτησίας, η έλλειψη κτηματολογίου, η
ανυπαρξία, σε πολλές περιπτώσεις, τίτλων ιδιοκτησίας και δυσκολία στην οριοθέτηση ή την περίφραξή της,
συνέβαλαν στο να περιέλθουν τέτοιες εκτάσεις σε ντόπιους. Αλλά και το ίδιο το
κράτος κάποιες φορές παραχώρησε ανταλλάξιμη περιουσία σε γηγενείς ακτήμονες ή
σε ευαγή ιδρύματα.
β . Για ένα διάστημα η άφιξη των
προσφύγων φαινόταν δυσβάστακτο φορτίο για την ελληνική οικονομία. Μεσοπρόθεσμα
όμως αυτή ωφελήθηκε από την εγκατάσταση των προσφύγων. Κατ’ αρχήν
αναδιαρθρώθηκαν οι καλλιέργειες και η αγροτική παραγωγή πολλαπλασιάστηκε. Σε
μία δεκαετία (1922-1931) οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξήθηκαν περίπου κατά
50%, η γεωργική παραγωγή διπλασιάστηκε και εξασφαλίστηκε επάρκεια σε σιτηρά. Εισήχθησαν
νέες καλλιέργειες ή επεκτάθηκαν οι παλιές (καπνός, βαμβάκι, σταφίδα)
Σύμφωνα με τον Morgenthau το 76% των προσφύγων ασχολούνταν με την
καλλιέργεια δημητριακών και κυρίως σιταριού, πράγμα που απέδιδε άμεσα καρπούς ικανοποιώντας
τις πιεστικές επισιτιστικές ανάγκες των
προσφύγων. Παράλληλα, καλλιεργήθηκε ο
καπνός που αποτελούσε ταχύτατα αναπτυσσόμενο προϊόν της χώρας και πουλιόταν
αμέσως με υψηλή απόδοση ανά στρέμμα. Επίσης ένα ποσοστό 3% των αγροτών
καλλιεργούσε σταφύλια, ένα 2% με οπωροφόρα και ένα 5% με διάφορα. Το 1923 οι
βόρειες επαρχίες του ελληνικού κράτους με δυσκολία θύμιζαν στους ξένους
περιηγητές τα έρημα τοπία του 1923.\Οι πρόσφυγες εφάρμοσαν την αμειψισπορά και
την πολυκαλλιέργεια και στήριξαν το θεσμό της μικρής γεωργικής ιδιοκτησίας. Η
έλλειψη γεωργικών εκτάσεων προς διανομή στους πρόσφυγες υποχρέωσε το κράτος να
αναλάβει την κατασκευή μεγάλων εγγειοβελτιωτικών έργων, κυρίως στη Μακεδονία,
και έτσι αυξήθηκαν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Ο Κατσάπης αναφέρει πως η
κατασκευή έργων υποδομής εξυπηρετούσε ταυτόχρονα δύο σημαντικούς σκοπούς: τη
βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των προσφύγων και τη δημιουργία όρων ανάπτυξης της γεωργικής
παραγωγής. Το κράτος άλλαξε τις δομές του και επενέβη στην αγροτική οικονομία. Επιτάχυνε την
αγροτική μεταρρύθμιση με τη διαδικασία απαλλοτρίωσης των τσιφλικιών και
μερίμνησε για τον αγροτικό χώρο, αλλάζοντας την όψη της υπαίθρου. Η κτηνοτροφία
και η πτηνοτροφία βελτιώθηκαν ποσοτικά και ποιοτικά. Η δενδροκομία, η
σηροτροφία και η αλιεία αναπτύχθηκαν από πρόσφυγες που ήταν ειδικευμένοι σε
αυτές τις ασχολίες στην πατρίδα τους.