Του Στάθη Ντάγκα
Παγωμάρα. Στις τελευταίες ημέρες του Σεπτέμβρη, καθώς το Ξυλόκαστρο
παίρνει σιγά – σιγά την χειμωνιάτικη όψη του. Μια όψη μελαγχολική, κάπως
μοναχική, για την μικρή πόλη του Κορινθιακού. Ξέρετε, οι επαρχιακές
πόλεις είναι ευχή και κατάρα για όσους επέλεξαν πεισματικά να μην τις
εγκαταλείπουν. Η ζωή και ο θάνατος μέσα τους αποκτούν διαφορετική
σημασία. Για εμένα δεν είσαι ξένος, έχουμε παίξει μαζί όταν πηγαίναμε
σχολείο. Έχουμε πει καλημέρα πολλές
φορές, έχουμε σχολιάσει την επικαιρότητα, έχουμε συναντηθεί σε δράσεις, έχουμε πιεί μαζί το ποτό μας, έχουμε δουλέψει και είμαστε άνθρωποι της πιάτσας από πιτσιρίκια. Μου είναι οικείο το πρόσωπό σου. Σχεδόν το κάθε πρόσωπο. Μεγαλώνουμε στην ίδια γειτονιά και ασπρίζουμε δειλά – δειλά χωρίς να το παίρνουμε και τόσο στα σοβαρά.
Έρχεται συχνά η απώλειά σου και κάνει πάταγο μέσα μου. Γκρεμίζει έναν ολόκληρο κόσμο. Δεν υπήρξες άλλωστε ποτέ σου ένας άγνωστος μεταξυ αγνώστων. Παγωμάρα, θλίψη, αναθεώρηση της ζωής. Προσπαθώ να φανταστώ πως θα είναι στο εξής, όταν ένας – ένας αφήνει το στίγμα του στους δρόμους και φεύγει. Πως θα είναι όταν θα έχει επέλθει η λήθη, η λησμονιά. Πως θα είναι; Ένα σύντομο ουσιαστικά πέρασμα και τέλος; Μόνο αναπνοές είναι; Που μόλις πάψουν αφήνουν την μορφή σου στον μεγάλο κατάλογο της αιωνιότητας; Έναν κατάλογο που δεν έχει σταματημό και που σπάνια κάποιος ξεφυλλίζει. Ας είναι. Έτσι κι άλλιως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε περισσότερο. Ουσιαστικά, παρότι φτάσαμε στο φεγγάρι, παραμένουμε εντελώς αδύναμοι και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει όσοι χρόνοι κι αν περάσουν.
Για την γενιά μας έχω να θυμάμαι τα καλύτερα πράγματα. Ήμασταν πολύ αγαπημένοι όλοι. Είμαστε δηλαδή. Ειδικά εμείς που είχαμε ένα – δύο χρόνια διαφορά τα λέγαμε πάντα πολύ καλά. Στο σχολείο φτιάχναμε εξαιρετικές ομάδες και παίζαμε μπάλα. Παρέα όλοι, πιο μικροί και λίγο μεγαλύτεροι. Έπειτα ήρθε η πραγματικότητα, βγήκαμε στην ζωή και παλεύουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Δύσκολες ημέρες όμως δεν καθίσαμε στα αυγά μας. Χαμογελάμε όταν βλεπόμαστε και χωρίς πολλά λόγια γνωρίζουμε, δεν χρειάζεται να λέμε πολλά, ποτέ δεν ήταν απαραίτητο.
Χθες βράδυ ήθελα να βγω απ’το σπίτι. Κατέβηκα έτσι να δω τον αγώνα της ΑΕΚ με τον Ολυμπιακό. Παντού οι ίδιες σκέψεις. Η ίδια συζήτηση. Αφού τελείωσε το ματς, είπα να κάνω μια βόλτα στην πλατεία, στον Άγιο Βλάσση. Σε δέκα λεπτά ένιωσα να περπατώ για ώρες εκεί τριγύρω. Η πλατεία είχε συναίσθημα, το μύριζες στο ελαφρύ αεράκι και σε έπιανε να βουρκώνεις. Η πλατεία είχε ένα παράξενο συναίσθημα, σχεδόν μοναδικό. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή την νύχτα.
Υ.Γ.: Για τον Βλάσση που πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο και που συναντίομαστε στην Π. Πετρίδη, την γειτονιά μας, λέγαμε καλημέρα και χαμογελούσαμε.
Στάθης Ντάγκας / revista.gr
φορές, έχουμε σχολιάσει την επικαιρότητα, έχουμε συναντηθεί σε δράσεις, έχουμε πιεί μαζί το ποτό μας, έχουμε δουλέψει και είμαστε άνθρωποι της πιάτσας από πιτσιρίκια. Μου είναι οικείο το πρόσωπό σου. Σχεδόν το κάθε πρόσωπο. Μεγαλώνουμε στην ίδια γειτονιά και ασπρίζουμε δειλά – δειλά χωρίς να το παίρνουμε και τόσο στα σοβαρά.
Έρχεται συχνά η απώλειά σου και κάνει πάταγο μέσα μου. Γκρεμίζει έναν ολόκληρο κόσμο. Δεν υπήρξες άλλωστε ποτέ σου ένας άγνωστος μεταξυ αγνώστων. Παγωμάρα, θλίψη, αναθεώρηση της ζωής. Προσπαθώ να φανταστώ πως θα είναι στο εξής, όταν ένας – ένας αφήνει το στίγμα του στους δρόμους και φεύγει. Πως θα είναι όταν θα έχει επέλθει η λήθη, η λησμονιά. Πως θα είναι; Ένα σύντομο ουσιαστικά πέρασμα και τέλος; Μόνο αναπνοές είναι; Που μόλις πάψουν αφήνουν την μορφή σου στον μεγάλο κατάλογο της αιωνιότητας; Έναν κατάλογο που δεν έχει σταματημό και που σπάνια κάποιος ξεφυλλίζει. Ας είναι. Έτσι κι άλλιως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε περισσότερο. Ουσιαστικά, παρότι φτάσαμε στο φεγγάρι, παραμένουμε εντελώς αδύναμοι και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει όσοι χρόνοι κι αν περάσουν.
Για την γενιά μας έχω να θυμάμαι τα καλύτερα πράγματα. Ήμασταν πολύ αγαπημένοι όλοι. Είμαστε δηλαδή. Ειδικά εμείς που είχαμε ένα – δύο χρόνια διαφορά τα λέγαμε πάντα πολύ καλά. Στο σχολείο φτιάχναμε εξαιρετικές ομάδες και παίζαμε μπάλα. Παρέα όλοι, πιο μικροί και λίγο μεγαλύτεροι. Έπειτα ήρθε η πραγματικότητα, βγήκαμε στην ζωή και παλεύουμε όσο καλύτερα μπορούμε. Δύσκολες ημέρες όμως δεν καθίσαμε στα αυγά μας. Χαμογελάμε όταν βλεπόμαστε και χωρίς πολλά λόγια γνωρίζουμε, δεν χρειάζεται να λέμε πολλά, ποτέ δεν ήταν απαραίτητο.
Χθες βράδυ ήθελα να βγω απ’το σπίτι. Κατέβηκα έτσι να δω τον αγώνα της ΑΕΚ με τον Ολυμπιακό. Παντού οι ίδιες σκέψεις. Η ίδια συζήτηση. Αφού τελείωσε το ματς, είπα να κάνω μια βόλτα στην πλατεία, στον Άγιο Βλάσση. Σε δέκα λεπτά ένιωσα να περπατώ για ώρες εκεί τριγύρω. Η πλατεία είχε συναίσθημα, το μύριζες στο ελαφρύ αεράκι και σε έπιανε να βουρκώνεις. Η πλατεία είχε ένα παράξενο συναίσθημα, σχεδόν μοναδικό. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ αυτή την νύχτα.
Υ.Γ.: Για τον Βλάσση που πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο και που συναντίομαστε στην Π. Πετρίδη, την γειτονιά μας, λέγαμε καλημέρα και χαμογελούσαμε.
Στάθης Ντάγκας / revista.gr