Αρθρο του κ. Χριστου Γ. Γεραρή
επιτίμου προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι υπό εξέλιξη μια διαδικασία που απαξιώνει την ιστορική πορεία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Υπηρέτησα το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Χώρας για σαράντα δύο χρόνια (1963-2005) και είμαι ο αρχαιότερος εν ζωή επίτιμος πρόεδρός του. Αισθάνομαι, λοιπόν, ότι είμαι υποχρεωμένος να λάβω δημόσια θέση για μια χωρίς προηγούμενο κυβερνητική ενέργεια.
Η κατανόηση του παρόντος άρθρου από τον αναγνώστη προαπαιτεί τη συνοπτική παράθεση της διαδικασίας επιλογής του προέδρου και των αντιπροέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων. Η αρμοδιότητα της επιλογής ανήκει, κατά το Σύνταγμα, στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο αποφαίνεται μετά από εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Με νομοθέτημα του 2010 εμπλέκεται στην όλη διαδικασία και το Κοινοβούλιο, το οποίο διατυπώνει απλή (μη δεσμευτική) γνώμη για τους δικαστές που περιλαμβάνονται σε κατάλογο υποψηφίων. Ο κατάλογος καταρτίζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
Η πρόθεση του νομοθέτη να ακουσθεί και η πρώτη πολιτειακή εξουσία, κατά την επιλογή των δικαστών που θα ανέλθουν στις ανώτατες βαθμίδες της δικαστικής ιεραρχίας, είναι καταρχήν θεμιτή. Δυστυχώς όμως η εφαρμογή του νόμου ανέδειξε εγγενείς αδυναμίες. Και τούτο για δύο κυρίως λόγους: α) Το Κοινοβούλιο περιορίζεται να γνωμοδοτεί μόνο για πρόσωπα, τα οποία προτείνει ο Υπουργός με υποκειμενικά και όχι αντικειμενικά κριτήρια. Θα ήταν ορθότερο να δίδεται γνώμη για ένα πολλαπλάσιο των κενών οργανικών θέσεων αριθμό υποψηφίων κατά τη σειρά της επετηρίδας και β) Η γνωμοδότηση δίδεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων, ένα κοινοβουλευτικό όργανο με τους επιφανέστερους βουλευτές, οι οποίοι όμως στην πλειοψηφία τους αγνοούν πρόσωπα και πράγματα της ελληνικής δικαιοσύνης. Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, αποτελούμενη κυρίως από νομικούς, θα ήταν καταλληλότερο όργανο για να διατυπώσει τεκμηριωμένη γνώμη. Σημειώνεται, πάντως, ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέκρουσε πρόταση να γνωμοδοτεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τους υπό διορισμό δικαστές. Η γνωμοδότηση, μετά από ακρόαση των υποψηφίων, γίνεται από ειδική επιτροπή συγκροτούμενη από προέδρους ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων και από πρώην μέλη του Δικαστηρίου.
Και τώρα στο ζήτημα που δικαιολογεί τη συγγραφή του παρόντος άρθρου. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας κενώθηκαν δύο θέσεις αντιπροέδρων. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης απέστειλε στη Βουλή κατάλογο με οκτώ προτεινόμενους προς επιλογή υποψηφίους. Οι προτεινόμενοι σύμβουλοι επικρατείας κατέχουν στη επετηρίδα τις θέσεις 1, 8, 11, 15, 17, 20, 29 και 34. Το αποτέλεσμα είναι ότι επί 42 συμβούλων που έχουν τα τυπικά προσόντα προαγωγής, θεωρούνται ακατάλληλοι προς προαγωγή 34!
Δυστυχώς δεν έχει γίνει αντιληπτή η θεσμική διάσταση του πράγματος. Η εκτίμηση της πολιτικής εξουσίας ότι είναι δεύτερης κατηγορίας τουλάχιστον 34 δικαστές από τους συνολικά 55 συμβούλους επικρατείας είναι πρωτοφανής. Αν η εκτίμηση αυτή είναι ορθή, προοιωνίζεται ζοφερή η λειτουργία των δικαστηρίων της χώρας. Αν όμως οφείλεται σε ανομολόγητες προθέσεις κυβερνητικών παραγόντων, τότε δημιουργείται μείζον θέμα για τις σχέσεις της Κυβέρνησης με το Συμβούλιο της Επικρατείας, του οποίου η δικαιοδοτική αρμοδιότητα συνίσταται στον έλεγχο νομιμότητας της δραστηριότητας των διοικητικών αρχών.
Οι ένοικοι, παλαιοί και σημερινοί, του Μεγάρου του Αρσακείου, καθώς και οι παροικούντες, γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι πολλοί από τους παραλειφθέντες δικαστές συγκαταλέγονται στα ικανότερα στελέχη του Δικαστηρίου. Θα ήταν απίστευτο η έγκυρη αυτή αξιολόγηση να μην έχει γίνει γνωστή στο Μέγαρο Μαξίμου και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Μοιραίως, λοιπόν, ανακύπτουν σε κάθε καλόπιστο παρατηρητή κάποια εύλογα ερωτήματα:
1) Η κυβερνητική ενέργεια υποκρύπτει μήνυμα “να συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις” το Δικαστήριο;
2) Είναι τυχαίο το γεγονός ότι (πλην μιας περίπτωσης) δεν περιλαμβάνονται στον υπουργικό κατάλογο όσοι έκριναν αντισυνταγματική την επίμαχη διάταξη για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών;
3) Αγνοούν ο Υπουργός Δικαιοσύνης και οι νομικοί του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, έχει από την ίδρυσή του ακυρώσει χιλιάδες διοικητικές πράξεις χωρίς τούτο να θεωρείται εχθρική στάση;
Θα μπορούσαν να διατυπωθούν και άλλα περισσότερο τολμηρά ερωτήματα, αλλά δεν είναι αυτό που προέχει. Το διακύβευμα για τη Χώρα είναι η έξοδος από την κρίση, η οποία δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και κοινωνική.
Η κυβέρνηση της “πρώτη φορά αριστερά” δικαιολογείται να διαπράττει διαχειριστικά λάθη, όχι όμως και να διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών.
Αποτελεί καθολική αναγνώριση ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει εκπληρώσει με παρρησία την αποστολή του ακόμη και σε σκοτεινούς καιρούς.
Οι δικαστές που στελεχώνουν σήμερα το δικαστήριο οφείλουν να συνεχίσουν απερίσπαστοι μια παράδοση ενενήντα ετών. Οι πολίτες απαιτούν από αυτούς να δικάζουν με νηφαλιότητα και ευθυκρισία αγνοώντας οποιαδήποτε απειλή από οπουδήποτε κι αν προέρχεται.
Χρίστος Γ. Γεραρής
Επίτιμος Πρόεδρος
του Συμβουλίου της Επικρατείας
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακης 24/9/17.
επιτίμου προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές είναι υπό εξέλιξη μια διαδικασία που απαξιώνει την ιστορική πορεία του Συμβουλίου της Επικρατείας. Υπηρέτησα το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της Χώρας για σαράντα δύο χρόνια (1963-2005) και είμαι ο αρχαιότερος εν ζωή επίτιμος πρόεδρός του. Αισθάνομαι, λοιπόν, ότι είμαι υποχρεωμένος να λάβω δημόσια θέση για μια χωρίς προηγούμενο κυβερνητική ενέργεια.
Η κατανόηση του παρόντος άρθρου από τον αναγνώστη προαπαιτεί τη συνοπτική παράθεση της διαδικασίας επιλογής του προέδρου και των αντιπροέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων. Η αρμοδιότητα της επιλογής ανήκει, κατά το Σύνταγμα, στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο αποφαίνεται μετά από εισήγηση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Με νομοθέτημα του 2010 εμπλέκεται στην όλη διαδικασία και το Κοινοβούλιο, το οποίο διατυπώνει απλή (μη δεσμευτική) γνώμη για τους δικαστές που περιλαμβάνονται σε κατάλογο υποψηφίων. Ο κατάλογος καταρτίζεται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.
Η πρόθεση του νομοθέτη να ακουσθεί και η πρώτη πολιτειακή εξουσία, κατά την επιλογή των δικαστών που θα ανέλθουν στις ανώτατες βαθμίδες της δικαστικής ιεραρχίας, είναι καταρχήν θεμιτή. Δυστυχώς όμως η εφαρμογή του νόμου ανέδειξε εγγενείς αδυναμίες. Και τούτο για δύο κυρίως λόγους: α) Το Κοινοβούλιο περιορίζεται να γνωμοδοτεί μόνο για πρόσωπα, τα οποία προτείνει ο Υπουργός με υποκειμενικά και όχι αντικειμενικά κριτήρια. Θα ήταν ορθότερο να δίδεται γνώμη για ένα πολλαπλάσιο των κενών οργανικών θέσεων αριθμό υποψηφίων κατά τη σειρά της επετηρίδας και β) Η γνωμοδότηση δίδεται από τη Διάσκεψη των Προέδρων, ένα κοινοβουλευτικό όργανο με τους επιφανέστερους βουλευτές, οι οποίοι όμως στην πλειοψηφία τους αγνοούν πρόσωπα και πράγματα της ελληνικής δικαιοσύνης. Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, αποτελούμενη κυρίως από νομικούς, θα ήταν καταλληλότερο όργανο για να διατυπώσει τεκμηριωμένη γνώμη. Σημειώνεται, πάντως, ότι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέκρουσε πρόταση να γνωμοδοτεί το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τους υπό διορισμό δικαστές. Η γνωμοδότηση, μετά από ακρόαση των υποψηφίων, γίνεται από ειδική επιτροπή συγκροτούμενη από προέδρους ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων και από πρώην μέλη του Δικαστηρίου.
Και τώρα στο ζήτημα που δικαιολογεί τη συγγραφή του παρόντος άρθρου. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας κενώθηκαν δύο θέσεις αντιπροέδρων. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης απέστειλε στη Βουλή κατάλογο με οκτώ προτεινόμενους προς επιλογή υποψηφίους. Οι προτεινόμενοι σύμβουλοι επικρατείας κατέχουν στη επετηρίδα τις θέσεις 1, 8, 11, 15, 17, 20, 29 και 34. Το αποτέλεσμα είναι ότι επί 42 συμβούλων που έχουν τα τυπικά προσόντα προαγωγής, θεωρούνται ακατάλληλοι προς προαγωγή 34!
Δυστυχώς δεν έχει γίνει αντιληπτή η θεσμική διάσταση του πράγματος. Η εκτίμηση της πολιτικής εξουσίας ότι είναι δεύτερης κατηγορίας τουλάχιστον 34 δικαστές από τους συνολικά 55 συμβούλους επικρατείας είναι πρωτοφανής. Αν η εκτίμηση αυτή είναι ορθή, προοιωνίζεται ζοφερή η λειτουργία των δικαστηρίων της χώρας. Αν όμως οφείλεται σε ανομολόγητες προθέσεις κυβερνητικών παραγόντων, τότε δημιουργείται μείζον θέμα για τις σχέσεις της Κυβέρνησης με το Συμβούλιο της Επικρατείας, του οποίου η δικαιοδοτική αρμοδιότητα συνίσταται στον έλεγχο νομιμότητας της δραστηριότητας των διοικητικών αρχών.
Οι ένοικοι, παλαιοί και σημερινοί, του Μεγάρου του Αρσακείου, καθώς και οι παροικούντες, γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι πολλοί από τους παραλειφθέντες δικαστές συγκαταλέγονται στα ικανότερα στελέχη του Δικαστηρίου. Θα ήταν απίστευτο η έγκυρη αυτή αξιολόγηση να μην έχει γίνει γνωστή στο Μέγαρο Μαξίμου και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Μοιραίως, λοιπόν, ανακύπτουν σε κάθε καλόπιστο παρατηρητή κάποια εύλογα ερωτήματα:
1) Η κυβερνητική ενέργεια υποκρύπτει μήνυμα “να συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις” το Δικαστήριο;
2) Είναι τυχαίο το γεγονός ότι (πλην μιας περίπτωσης) δεν περιλαμβάνονται στον υπουργικό κατάλογο όσοι έκριναν αντισυνταγματική την επίμαχη διάταξη για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών;
3) Αγνοούν ο Υπουργός Δικαιοσύνης και οι νομικοί του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος ότι το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του, έχει από την ίδρυσή του ακυρώσει χιλιάδες διοικητικές πράξεις χωρίς τούτο να θεωρείται εχθρική στάση;
Θα μπορούσαν να διατυπωθούν και άλλα περισσότερο τολμηρά ερωτήματα, αλλά δεν είναι αυτό που προέχει. Το διακύβευμα για τη Χώρα είναι η έξοδος από την κρίση, η οποία δεν είναι μόνο οικονομική αλλά και κοινωνική.
Η κυβέρνηση της “πρώτη φορά αριστερά” δικαιολογείται να διαπράττει διαχειριστικά λάθη, όχι όμως και να διαταράσσει την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών.
Αποτελεί καθολική αναγνώριση ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει εκπληρώσει με παρρησία την αποστολή του ακόμη και σε σκοτεινούς καιρούς.
Οι δικαστές που στελεχώνουν σήμερα το δικαστήριο οφείλουν να συνεχίσουν απερίσπαστοι μια παράδοση ενενήντα ετών. Οι πολίτες απαιτούν από αυτούς να δικάζουν με νηφαλιότητα και ευθυκρισία αγνοώντας οποιαδήποτε απειλή από οπουδήποτε κι αν προέρχεται.
Χρίστος Γ. Γεραρής
Επίτιμος Πρόεδρος
του Συμβουλίου της Επικρατείας
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακης 24/9/17.