Της Γιώτας Μπάγκα
Στην σύγχρονη Ελλάδα της κρίσης, της ευτέλειας, της φτώχειας, της παρακμής, τελικά κάτι γίνεται… Σε παλαιότερο άρθρο μου είχα αναφέρει ότι «ευτυχώς που υπάρχει η Τέχνη». Παραφράζοντας τον εαυτό μου μάλλον θα πρέπει να πω: ευτυχώς που υπάρχουν οι πολιτιστικοί σύλλογοι. Γιατί , τελικά η Τέχνη υπηρετείται εξίσου πιστά και από τους ερασιτέχνες . Βέβαια, η παράσταση για την οποία γράφω δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σε καμία περίπτωση ερασιτεχνική. Η μουσική παράσταση "Τσοπανάκος
ήμουνα" , που ανέβασε Πολιτιστικός
Σύλλογος Κορινθίων "Τερψιχόρη" την Δευτέρα 8/5 στην
Κόρινθο είχε όλα τα
στοιχεία για να μπορεί να χαρακτηριστεί επαγγελματική: την αφήγηση από τον Άρη
Σταύρου, τραγούδι από τον διακεκριμένο ερμηνευτή παραδοσιακών τραγουδιών
Παναγιώτη Λάλεζα, μουσικούς παραδοσιακής μουσικής υψηλού επιπέδου.
Η μουσική παράσταση αφορούσε τη ζωή και το έργο του Νικόλαου Ρέλλια, που
ακόμα κι αν δεν μας είναι ο ίδιος γνωστός, μας είναι η μουσική του , καθώς δικό
του έργο είναι το μέχρι σήμερα μουσικό σήμα της ΕΡΤ, ο γνωστός τσοπανάκος, απ’
όπου πήρε και το όνομα της η παράσταση. Η ζωή του Ν. Ρέλλια ξετυλίχτηκε μπροστά
στο κοινό, όχι μόνο με αφήγηση, τραγούδι και χορό αλλά και με πλούσιο φωτογραφικό
υλικό. Φαντάζομαι ότι για να συγκεντρωθεί και να επεξεργαστεί αυτό το υλικό οι
άνθρωποι της Τερψιχόρης θα μόχθησαν πολύ! Την άποψη μου ενισχύει το γεγονός ότι
στο τέλος της εκδήλωσης παραδόθηκε στους απογόνους του Ν. Ρέλλια ψηφιοποιημένο cd με τα τραγούδια του δημιουργού.
Το κορινθιακό κοινό – και όχι μόνο από την περιοχή της Κορίνθου –
αγκάλιασε την παράσταση. Πολλοί την παρακολούθησαν όρθιοι. Άξιζε, όμως, τον
κόπο, όχι μόνο γιατί ήταν άρτια οργανωμένη και παρουσιασμένη, όχι μόνο για
τους επαγγελματίες ερμηνευτές και
ηθοποιούς, όχι μόνο γιατί ήταν μια ακριβή παράσταση, το κόστος της οποίας
κάλυψε ο ίδιος ο πολιτιστικός σύλλογος με μικρή βοήθεια από την περιφέρεια…
Κυρίως άξιζε για το θέμα της… Η Ελλάδα, οι άνθρωποι της, η μουσική της… αυτοί
που έφυγαν στο εξωτερικό, οι κοινότητές τους, ο δημιουργικός τους κόσμος, η
κληρονομιά τους, αυτά ήταν τα θέματα που προσωπικά με συγκίνησαν. Με συγκίνησε
να δω την ιστορία ενός ανθρώπου του τόπου μου που με το έργο του μας μιλά
ακόμα. Με συγκινεί αυτή η σύνδεση με το παρελθόν , μ’ ένα κόσμο που όπως γράφει
και ο Σεφέρης: «Και η προσωπική μου εμπειρία μου δείχνει
πως το πράγμα που με βοήθησε, περισσότερο από κάθε άλλο, δεν ήταν οι αφηρημένοι
στοχασμοί ενός διανοουμένου, αλλά η πίστη και η προσήλωσή μου σ’ έναν κόσμο
ζωντανών και περασμένων ανθρώπων· στα
έργα τους, στις φωνές τους, στο ρυθμό τους, στη δροσιά τους. Αυτός ο κόσμος,
όλος μαζί, μου έδωσε το συναίσθημα πως δεν είμαι μια αδέσποτη μονάδα, ένα άχερο
στ’ αλώνι. Μου έδωσε τη δύναμη να κρατηθώ ανάμεσα στους χαλασμούς που ήταν της
μοίρας μου να ιδώ. Κι ακόμη, μ’ έκανε να νιώσω, όταν ξαναείδα το χώμα που με
γέννησε, πως ο άνθρωπος έχει ρίζες, κι όταν τις κόψουν πονεί, βιολογικά, όπως
όταν τον ακρωτηριάσουν.»
Γιατί, τελικά, όπως εμφατικά συνέχεια λέω , η προσήλωσή μας στην
παράδοση μας και την Τέχνη είναι αυτή
που θα μας βοηθήσει να αντέξουμε τους «χαλασμούς», τη συντριβή του κόσμου μας
όπως τον ξέραμε μέχρι τώρα. Και θα πρέπει να ευχαριστούμε τους ανθρώπους των
πολιτιστικών συλλόγων – όπως η Τερψιχόρη- που αγωνίζονται να μας το θυμίζουν....