Κωνσταντινούπολη, το κέντρο του Χριστιανισμού
Ο Μ. Κωνσταντίνος μετά τη Σύνοδο της Νικαίας αποφάσισε να χτίσει νέα πρωτεύουσα στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας και μετά από πολλές σκέψεις κατέληξε στην εκλογή του αρχαίου Βυζαντίου στο Βόσπορο. Οι ιστορικοί αποδίδουν, σε διαφορετικά ο καθένας αίτια, τους λόγους που οδήγησαν τον Κωνσταντίνο σ’ αυτήν την απόφαση:
– Οι Χρονογράφοι της εποχής του και ο Άγγλος ιστορικός Γίββων θεωρούν ότι ο Κωνσταντίνος, μετά τα θλιβερά οικογενειακά του γεγονότα (θανάτωσε το γιο του Κρίσπο ύστερα από ραδιουργίες της μητριάς του Φούστας και μετά και αυτήν την ίδια), καθώς και τον ηθικό ξεπεσμό της Ρώμης, που δεν μπορούσε να κατανοήσει τη μεταβολή που γινόταν στον κόσμο με το Χριστιανισμό, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα του και να εγκατασταθεί στις ελληνικές εκείνες χώρες, στις οποίες γεννήθηκε κι ευδοκίμησε το ευαγγελικό κήρυγμα.
– Άλλοι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι ο Κωνσταντίνος, σαν υπέρμαχος των Χριστιανών, θεώρησε σκόπιμο να μεταφέρει την πρωτεύουσα του σε περιοχή που το χριστιανικό στοιχείο υπερτερούσε σε αριθμό και δύναμη. Λέγεται ότι αρχικά διάλεξε την περιοχή της σημερινής Σόφιας της Βουλγαρίας κι άλλοι ότι θέλησε να χτίσει τη νέα πρωτεύουσα μεταξύ της Τροίας και της Περγάμου.
Τελικά, ο Κωνσταντίνος κατέληξε στην περιοχή του Βυζαντίου. Στην εκλογή αυτή οφείλεται η εξασφάλιση της πολιτικής αναβιώσεως του ελληνικού έθνους και η διατήρηση της αυτονομίας του για 1.000 περίπου χρόνια. Αυτό οφείλεται όχι μόνο στο ότι χτίστηκε στην περιοχή αυτή μια πόλη μεγάλη και ισχυρή, αλλά κυρίως στο ότι χτίστηκε σε χώρο που παρουσίαζε ιδιαίτερα και μοναδικά πλεονεκτήματα και φαινόταν προορισμένη να γίνει αυτό που ονομάστηκε αργότερα «η Βασιλίδα των Πόλεων».
Πραγματικά, ο Κωνσταντίνος διέκρινε τον κίνδυνο από την Ασία κι ήθελε να εποπτεύει καλύτερα, από το κοντινό Βυζάντιο, τις κινήσεις των Σαρματών και Γότθων στο Δούναβη, όπως και των Περσών στην Ασκί. Με τη συνηθισμένη του δραστηριότητα αποπεράτωσε το έργο του μέσα σε εννιά μήνες. Την 11 Μαΐου του 330 μ.Χ. έγιναν τα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας, που ο Κωνσταντίνος ονόμασε Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη ονομάστηκε αργότερα προς τιμήν του). Η νέα πόλη αυξήθηκε πολύ γρήγορα σε έκταση, πληθυσμό και πλούτο. Ο Κωνσταντίνος με θέρμη λάμπρυνε τη νέα του πρωτεύουσα με μεγαλοπρεπή ανάκτορα και δημόσια οικοδομήματα, πλατείες, λιμάνια, Ιππόδρομο, τείχη κι άλλα έργα.
Εδώ όμως σκοπός μας είναι να δούμε την Κωνσταντινούπολη σαν θρησκευτικό, χριστιανικό κέντρο. Πραγματικά σ’ αυτόν τον τομέα ο Κωνσταντίνος δεν φάνηκε καθόλου φειδωλός. Τίμησε τη νέα πόλη με πολυάριθμες Εκκλησίες, όπως είπαμε (των Αγίων Αποστόλων, της Αγίας Ειρήνης, της Αγίας του Θεού Σοφίας κι άλλες). Τους ναούς αυτούς προίκισε με τα αναγκαία για τη λατρεία ιερά βιβλία και το έργο αυτό ανέθεσε στο φίλο του Επίσκοπο Καισαρείας.
Τα σύμβολα της νέας Πίστεως στόλιζαν με πολλούς τρόπους τη νέα πόλη και τα ανάκτορα της. Παράλληλα φρόντισε να συγκεντρώσει σ’ αυτήν πολλά από τα αριστουργήματα της αρχαίας τέχνης και θρησκείας, πράγμα για το οποίο κατηγορήθηκε άδικα. Γιατί αν εξετάσουμε με προσοχή αυτά που ο Κωνσταντίνος μετέφερε στη νέα πόλη από τις διάφορες περιοχές της Ελλάδας, θα δούμε ότι και λίγα ήταν και τα πιο εγκαταλειμμένα, που οπωσδήποτε θα χάνονταν. Ούτε από την Αθήνα, ούτε από την Ολυμπία, ούτε από τους Δελφούς μετακίνησε τα αριστουργήματα της αρχαίας τέχνης. Μόνο στον Ιππόδρομο στήθηκε τότε ο «χρυσούς τρίπους των Δελφών» με τον τρικέφαλο χάλκινο όφι. Από τα άλλα αναφέρουμε τις εικόνες των Ελικωνίδων Μουσών (από την κορυφή του Ελικώνα), που κόσμησαν τα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης.
Τα εγκαίνια, όπως είπαμε, έγιναν στις 11 Μαίου 330 μ.Χ. με μεγαλοπρέπεια και η πόλη αφιερώθηκε στην ιδιαίτερη προστασία της Υπεραγίας Θεοτόκου, Υπερμάχου Στρατηγού της Πόλεως. Οι γιορτές κράτησαν 40 μέρες κι επαναλαμβάνονταν για πολλούς αιώνες. Οι Βυζαντινοί συμπλήρωσαν την αίγλη και τη δόξα της Βασιλεύουσας και προπαντός την κατέστησαν το κέντρο του Χριστιανισμού και της Ορθοδοξίας. Εκεί οικοδομήθηκε το Οικουμενικό Πατριαρχείο κι εκεί παρέμεινε η έδρα του μέχρι σήμερα. Η ιερή πόλη έχει συνδέσει το όνομα της με τη βυζαντινή δόξα, με τους αγώνες και τις θυσίες του Ελληνισμού κατά των απειράριθμων εχθρών του. Κι αν υποδουλώθηκε, στη συνείδηση των Ελλήνων μένει αδούλωτη. Εξακολουθεί να είναι το κέντρο του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης κι έτσι θα τη βλέπουν πάντα οι γενιές που θ’ ακολουθήσουν. Είναι ένας θρύλος αιώνιος, ελληνικός και χριστιανικός.
olympia.gr