«Δεν υπάρχει ορθολογική επιλογή μεταξύ της επιλογής να κλείσει τώρα η αξιολόγηση ή να κλείσει αργότερα. Αν γίνει αργότερα οι συνέπειες θα είναι πολύ χειρότερες», ανέφερε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), Γιάννης Στουρνάρας, παρουσιάζοντας στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής την ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής για το 2016.
Ο κ. Στουρνάρας σημείωσε πως ότι η θετική δυναμική που έχει δημιουργηθεί στην οικονομία πρέπει να στηριχθεί και να παγιωθεί με την άμεση ολοκλήρωση
της αξιολόγησης, με την προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και την επιτάχυνση στον ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων.
Σύμφωνα με το διοικητή της ΤτΕ, «παρά τις θετικές ενδείξεις και την πρόοδο που έχει επιτευχθεί εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τις προοπτικές μας και ο σημαντικότερος κίνδυνος είναι η μη έγκαιρη ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για την ολοκλήρωση της β΄ αξιολόγησης του προγράμματος. Δεδομένων των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων σε μία σειρά από χώρες-μέλη της Ευρωζώνης στο άμεσο μέλλον, ο χρήσιμος χρόνος που απομένει είναι πολύ μικρός», τόνισε ο κ. Στουρνάρας και υπενθύμισε ότι σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό, η β' αξιολόγηση έπρεπε να έχει κλείσει πέρυσι τον Φεβρουάριο, πριν από έναν χρόνο.
Ο κ. Στουρνάρας, είπε ακόμη ότι «η περαιτέρω καθυστέρηση της ολοκλήρωσής της, πέραν του τρέχοντος μηνός, θα τροφοδοτήσει ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας, θα καταστήσει δυσχερέστερη την υλοποίηση συμφωνίας και θα υποσκάψει την προβλεπόμενη ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτό θα καταστήσει, ενδεχομένως, αναγκαία τη λήψη νέων μέτρων για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, με αποτέλεσμα να μειώσει περαιτέρω τον ρυθμό ανάπτυξης. Ένα τέτοιο αρνητικό σπιράλ θα μπορούσε να επαναφέρει την οικονομία σε ύφεση και να οδηγήσει στην επανάληψη αρνητικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα το πρώτο εξάμηνο του 2015».
Επίσης, πρόσθεσε ότι ενδεχόμενη αναβολή των αποφάσεων για τη διατύπωση συγκεκριμένων μέτρων για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εκ μέρους των εταίρων θα αποτελούσε τροχοπέδη για τη βελτίωση των οικονομικών και επενδυτικών προοπτικών και θα εξασθενούσε τις προοπτικές διατηρήσιμης πρόσβασης του ελληνικού Δημοσίου, των ελληνικών τραπεζών και επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές και κατ' επέκταση στις προοπτικές οριστικής εξόδου από την κρίση.
★ Πηγή: Συντακτική ομάδα του eklogika.gr