Την έναρξη των εργασιών ημερίδας με θέμα «Η Ελλάδα ενώπιον των Διεθνών Οργάνων Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» κήρυξε ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Νικόλαος Βούτσης με ομιλία του στην Αίθουσα Συνεδρίων της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, η οποία συνδιοργάνωσε την εκδήλωση από κοινού με τη Γενική Γραμματεία Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η ομιλία του Προέδρου της Βουλής έχει ως εξής:
H αποψινή ημερίδα παρουσιάζει ιδιαίτερο και εξαιρετικό ενδιαφέρον, κυρίως λόγω της σημερινής ιστορικής συγκυρίας, που δείχνει να βάλλει, με γεωμετρική πρόοδο, κατά του διεθνούς κεκτημένου προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ενός κεκτημένου που άρχισε να διαμορφώνεται αμέσως μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τη δημιουργία διεθνών και περιφερειακών συστημάτων προστασίας. Πράγματι, ήταν η φρίκη των δύο Πολέμων και του Ολοκαυτώματος, ως οριακό σημείο για την Ανθρωπότητα, που οδήγησε τη διεθνή κοινότητα στη Διακήρυξη, την προστασία και τη νομική κατοχύρωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Από την Οικουμενική Διακήρυξη και τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σε μια σειρά από συμβάσεις προστασίας, όπως το Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και τα Πολιτικά Δικαιώματα, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα, η Σύμβαση για την Εξάλειψη των Φυλετικών Διακρίσεων, η Σύμβαση για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά των Βασανιστηρίων και ούτω καθεξής.
Είναι αλήθεια ότι κάποια από αυτά τα συστήματα αποδείχτηκαν στην πράξη περισσότερο αποτελεσματικά από άλλα. Το ευρωπαϊκό σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έχοντας ως πυλώνες την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αναγνωρίζεται διεθνώς ως ιδιαιτέρως επιτυχημένο, έχοντας διαμορφώσει κοινές ευρωπαϊκές αξίες και νομική κουλτούρα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου. Από την άλλη, βέβαια, δεν έχουμε καταφέρει να κατοχυρώσουμε την αποτελεσματική προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων. Πράγματι, ο Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης, παρά την πληρότητα των διατάξεών του, δεν έχει την ίδια νομική βαρύτητα και δικαστική προστασία με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Σήμερα, όμως, καθώς ο 21ος αιώνας πλησιάζει προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του, γινόμαστε μάρτυρες μιας τεράστιας πίεσης που δέχονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είμαστε αντιμέτωποι με τον υπαρκτό κίνδυνο μιας σαφούς οπισθοχώρησης στο πεδίο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, κάτι που αν επιτρέψουμε να συντελεστεί θα ισοδυναμεί με βαριά ήττα.
Από τη μία μεριά παρατηρούμε, με αμηχανία είναι η αλήθεια, την ολομέτωπη επίθεση στα οικονομικά και κοινωνικά δικαιώματα, όπως τα εργατικά δικαιώματα, τα δικαιώματα στο κοινωνικό κράτος, στη δημόσια υγεία, παιδεία και δημόσια ασφάλιση. Μια ολομέτωπη επίθεση, με όχημα –και πρόσχημα– την οικονομική κρίση, μεταμφιεσμένη σε «μεταρρυθμίσεις» της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας που έχει επιβληθεί στην Ευρώπη τα τελευταία χρόνια.
Από την άλλη μεριά, φαίνεται να δημιουργείται –και να παίρνει διαστάσεις «θεσμικού χαρακτήρα»– μία μόνιμη «κατάσταση εξαίρεσης», που νομιμοποιεί και δικαιολογεί τη μερική αναστολή της προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών, που μπαίνουν πλέον σε δεύτερη μοίρα. Με το πρόσχημα της ασφάλειας, είτε πρόκειται για την απειλή της τρομοκρατίας είτε για την προσφυγική κρίση, δεν μπορούμε να αποφύγουμε αυτό το δυσάρεστο συμπέρασμα. Η ιδέα της «Ευρώπης-Φρουρίου», με κλειστά σύνορα και ανέγερση φραχτών, μοιάζει πλέον να γίνεται επίσημη ευρωπαϊκή πολιτική.
Η αλληλεγγύη και ο ανθρωπισμός, η μακρόχρονη και ισότιμη συνύπαρξη του κάθε είδους διαφορετικού τίθενται ως ερώτημα πέραν του αυτονοήτου. Επί της ουσίας, γίνονται ορατά τα φαινόμενα της υπερίσχυσης των φονταμενταλιστικών, θρησκευτικών –και όχι μόνο– διλημμάτων, που οδηγούν στην αναζήτηση μιας καθαρότητας, σε αντίστιξη με τον πολυπολιτισμό και την κατοχύρωση του διαφορετικού ως ίσου. Αμφισβητείται, δηλαδή, η βασική ιδέα των μαζικών κινημάτων ενάντια στην φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση που άνθισαν στην ήπειρό μας στις αρχές του αιώνα που διανύουμε και που είχαν αναφορά σε διεθνή φόρα σε άλλες ηπείρους.
Πόσο μάλλον εάν αναφερθούμε και στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, όπου τα πρώτα δείγματα γραφής της πολιτικής του νεοεκλεγέντος Προέδρου Trump ρίχνουν ακόμη περισσότερο σκοτάδι στον χώρο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το ίδιο ανησυχητική είναι και η άνοδος ακραίων, ακόμη και φασιστικών πολιτικών ρευμάτων που, σε πολλές των περιπτώσεων, διεκδικούν ακόμη και μερίδιο στην εξουσία διαφόρων χωρών.
Τα φαινόμενα ξενοφοβίας, ρατσισμού, φασιστικών συμπεριφορών, ακόμη και εγκωμιασμού της ναζιστικής ιδεολογίας διεκδικούν να βγουν από την ιστορική αφάνεια και βιβλιογραφία και να αρδεύσουν πολιτικές διχασμού, βίας και απάνθρωπης, οργουελιανής νοοτροπίας. Η χώρα μας είχε τέτοιες εμπειρίες μέσα στην τρέχουσα δεκαετία και έχει και τώρα να αναμετρηθεί με τις επιβιώσεις και τα κατάλοιπά τους. Μόλις σήμερα είδαμε στον τύπο ανατριχιαστικά ντοκουμέντα εκδηλώσεων πίστης και προσήλωσης στα ναζιστικά σύμβολα και τις ιδέες που εκπροσωπούσαν. Με πολιτικές παρουσίες στελεχών που, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια έχουν τύχει και μιας μειοψηφικής μεν, αλλά λαϊκής συγκατάθεσης και έχουν οδηγήσει το πολιτικό τους αυτό μόρφωμα στα έδρανα της Βουλής.
Σε ένα τέτοιο γενικότερο περιβάλλον, όπου ο κόσμος γίνεται όλο και πιο άγριος και οι φωνές του απομονωτισμού ακούγονται όλο και πιο δυνατά, η Ελλάδα καλείται να παραμείνει προσηλωμένη στην τήρηση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου και στην ενίσχυση της παρουσίας της ενώπιον των Διεθνών Οργάνων Προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πρέπει να επιδιώξουμε και να εντάξουμε στην ευρωπαϊκή ατζέντα μια ουσιαστική μεταρρύθμιση και αναβάθμιση του ευρωπαϊκού συστήματος προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Οι δημοκρατικές δυνάμεις του συνταγματικού τόξου και, κυρίως, οι προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις οφείλουν να ανταποκριθούν στον διαχρονικό ιστορικό τους ρόλο, που ανέκαθεν κατευθύνεται στην προστασία των αδυνάμων, στη μάχη κατά των διακρίσεων, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας.
Επομένως, κάθε πρόταση ή επισήμανση ή παρέμβαση που θα βοηθούσε την Κυβέρνηση, αλλά και τη Βουλή των Ελλήνων στην ενίσχυση της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου είναι παραπάνω από ευπρόσδεκτη. Υπό την έννοια αυτή, δεν μπορεί κανείς παρά να χαιρετίσει πρωτοβουλίες όπως η σημερινή, με τη συμμετοχή νομικών και άλλων επιστημόνων και στελεχών υψηλού επιπέδου και εξειδίκευσης, από την οποία προσδοκούμε να εξαχθούν πολύτιμα συμπεράσματα.
Γραφείο Τύπου & Κοινοβουλευτικής Πληροφόρησης