Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2016

ΕΛΣΤΑΤ: Έκοψαν δαπάνες ακόμη και από τρόφιμα τα νοικοκυριά στην Ελλάδα


«Κάθε πέρσι και καλύτερα« λένε τα νοικοκυριά της Ελλάδας που κάθε χρόνο που περνάει βλέπουν τις οικονομικές δυνατότητές τους να μειώνονται ως άμεσο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ τα οποία δείχνουν ότι τα νοικοκυριά στην Ελλάδα «σφίγγουν το ζωνάρι» και βλέπουν αναγκαστικά τις καταναλωτικές τους δαπάνες να μειώνονται. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα
στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών της χώρας, λόγω της οικονομικής κρίσης, σημείωσαν νέα πτώση κατά το 2015, με τη μέση μηνιαία δαπάνη να ανέρχεται στα 1.419,57 ευρώ, καταγράφοντας μείωση 2,8% ή 40,95 ευρώ σε σύγκριση με το 2014.
Αντίθετα, πάντως, ο κίνδυνος φτώχειας μειώθηκε στο 19,7% του πληθυσμού της χώρας (20,6% το 2014), όταν λαμβάνεται υπόψη μόνον η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσης την αγορά. Ο σχετικός δείκτης πέφτει στο 13,2% του πληθυσμού (από 14% το 2014) όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσης (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.)
Σύμφωνα με την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά τα είδη διατροφής (20,7%) και ακολουθούν η στέγαση (13,3%) και οι μεταφορές (12,8%), ενώ οι υπηρεσίες εκπαίδευσης αντιστοιχούν στο μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,3%).
Σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2014), η μεγαλύτερη μεταβολή δαπανών (μείωση 8,6%) παρατηρείται στα διαρκή αγαθά, ενώ ακολουθούν η δαπάνη για εκπαίδευση (μείωση 8,1%) και τα διάφορα αγαθά και υπηρεσίες (μείωση 5,3%). Συνολικά, έντεκα από τις δώδεκα κατηγορίες δαπανών παρουσιάζουν μείωση (με τη μικρότερη της τάξης του 1,1% στην αναψυχή και τον πολιτισμό). Η μόνη κατηγορία για την οποία παρατηρείται αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης είναι η υγεία (1,2%).

Μείωση και στις δαπάνες για είδη διατροφής
Στις δαπάνες στα είδη διατροφής, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2014) παρατηρείται μείωση (τρέχουσες τιμές), για καφέ, τσάι και κακάο (7%), μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμούς φρούτων και λαχανικών (5,3%), γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (5%), αλεύρι, ψωμί και δημητριακά (4,6%), κρέας (3,7%), ψάρια (2%) και φρούτα (0,6%), ενώ παρατηρείται αύξηση για τα λοιπά είδη διατροφής (24%). Το μεγάλο ποσοστό της μεταβολής στην τελευταία κατηγορία έχει προκύψει από τη συμπερίληψη αγαθών από τις λοιπές κατηγορίες ειδών διατροφής, όπως ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι κ.λπ. (5,9%), λαχανικά (0,7%) και λίπη και έλαια (0,6%).
Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.189,50 ευρώ μηνιαίως, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.493,67 ευρώ.
Την περίοδο 2010- 2015 το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών επί του συνολικού οικογενειακού προϋπολογισμού αφορά σε είδη διατροφής και κυμαίνεται από 18% το 2010 έως 20,7% το 2015. Την ίδια περίοδο, συνεχής είναι η μείωση των δαπανών για διαρκή αγαθά, ως ποσοστό επί του οικογενειακού προϋπολογισμού, από 6,7% το 2010 σε 4,7% το 2015, καθώς και των διαφόρων αγαθών και υπηρεσιών από 10,4% το 2010 σε 9% το 2015.
Από τα στοιχεία της έρευνας, προκύπτει επίσης ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν:
• Τηλεόραση έγχρωμη (99,6%)
• Κινητό τηλέφωνο (90,1%)
• Σταθερό τηλέφωνο (87,4%)
• Επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ (66%)
• Προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή (65,5%)
• Πλυντήριο πιάτων (36,5%)
• Καταψύκτη (29,1%)
• Δεύτερη κατοικία (16.6%) και
• Κλειστό χώρο στάθμευσης (13,2%)
• Τέλος, χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση ως κύρια πηγή θέρμανσης σε ποσοστό 39,8%.
Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,6 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (ίδια τιμή και για το 2014). Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 31,3% των δαπανών των νοικοκυριών της χώρας, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 14,2%.
Εξετάζοντας τα καταναλωτικά πρότυπα στην Ευρώπη, σε Ελλάδα, Ιταλία και Βουλγαρία το σχετικά μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών (τρέχουσες τιμές) του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών αφορά στα είδη διατροφής. Τα πρότυπα διαφέρουν για τη ∆ανία, Ισπανία και Νορβηγία, όπου καταγράφονται ως υψηλότερες οι δαπάνες που αφορούν στη στέγαση, ενώ για τη Βρετανία οι δαπάνες στις μεταφορές.
Οι δαπάνες για εκπαίδευση κυμαίνονται από 0,2% του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών στη Νορβηγία έως 3,3% στην Ελλάδα. Παράλληλα, η Ελλάδα και η Βουλγαρία καταγράφουν τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία, 7,5% και 6,5 % του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, αντίστοιχα.
★ Πηγή: Συντακτική ομάδα του eklogika.gr