Την τελευταία του πνοή άφησε, σε ηλικία 69 ετών, ο Αβραάμ (Μάκης)
Λεσπέρογλου, με τον θάνατό του να ανακοινώνεται μέσω Facebook από τον
δικηγόρο Γιάννη Ραχιώτη. Επί σειρά ετών ήταν ο υπ' αριθμόν 1 ύποπτος
σχεδόν για κάθε υπόθεση με «άρωμα τρομοκρατίας».
Στην ανάρτησή του, ο δικηγόρος έγραψε στο Facebook:
«Ο Αβρααμ (Μάκης) Λεσπέρογρου έφυγε από κοντά μας σήμερα 3/7/24
στις 2μμ μετά από έμφραγμα που έπαθε νωρίς το πρωί στο Γύθειο που έκανε διακοπές. Τον σκότωσε το διαλυμένο σύστημα υγείας. Στο Νοσοκομείο Γυθείου δεν μπορούσαν να του προσφέρουν τίποτα. Τον μετέφεραν στο Νοσοκομείο της Σπάρτης. Στην καρδιολογική κλινική του νοσοκομείου Σπάρτης υπηρετεί μόνο ένας καρδιολόγος και οι ανάγκες καλύπτονται όπως-όπως με ιδιώτες. Δεν μπορούσαν να του κάνουν στεφανιογραφία που θα του έσωζε πιθανότατα τη ζωή. Μετά από ώρες αναζητήσεων άλλου Νοσοκομείου αποφάσισαν να τον στείλουν στην Τρίπολη χωρίς να τον σταθεροποιήσουν πρώτα. Τον έστειλαν με κοινό ασθενoφόρο, δεν είχαν ειδική κινητή μονάδα. Πέθανε στο δρόμο για την Τρίπολη». Ποιος ήταν ο Αβραάμ Λεσπέρογλου
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1979. Σε απόπειρα διάρρηξης ενός εργαστηρίου οδοντοτεχνικής στα Εξάρχεια, τον Οκτώβριο του 1982, τραυματίζεται ο αστυνομικός Ψαρουδάκης και συλλαμβάνονται δύο άτομα του φιλικού περιβάλλοντος του Λεσπέρογλου, ένας Παλαιστίνιος και ένας Έλληνας. Ο ίδιος ο Λεσπέρογλου εμφανίστηκε ως καταζητούμενος από τις Αρχές. Φοβούμενος -όπως τουλάχιστον έμελλε αργότερα να υποστηρίξει ο ίδιος- να μην εμπλέξει κι άλλους Παλαιστίνιους στην υπόθεση, κατέφυγε στη φυγοδικία.
Το 1985 μπήκε στη λίστα με τους «συνήθεις υπόπτους» και για καιρό εμφανιζόταν ως ύποπτος για κάθε έκνομη ενέργεια που λάμβανε χώρα εκείνη την εποχή -την εκτέλεση του εισαγγελέα Θεοφανόπουλου, μια αιματηρή ληστεία σε σούπερ μάρκετ, αλλά και για τη συμπλοκή στου Γκύζη που κατέληξε στον θάνατο τριών αστυνομικών και του αντιεξουσιαστή Χρήστου Τσουτσουβή (15 Μαΐου 1985), για την οποία κατηγορήθηκε στις 22 Μαΐου του 1985.
Την 1η Νοεμβρίου εκείνου του έτους ασκήθηκε δίωξη στον Αβραάμ Λεσπέρογλου και για τις τρεις υποθέσεις. Τότε ήταν που αποφάσισε να φύγει στο εξωτερικό. 14 χρόνια αργότερα, όταν η κατάσταση της υγείας της μητέρας του, που ζούσε στην Αθήνα, επιδεινώθηκε, εκείνος επέστρεψε στη χώρα με πλαστό διαβατήριο, με αποτέλεσμα να συλληφθεί στο αεροδρόμιο του Ελληνικού.
Καταδικάστηκε σε 3,5 χρόνια φυλακή με αναστολή για παράνομη είσοδο στη χώρα και άλλα τόσα από το στρατοδικείο του Ρουφ για ανυποταξία και οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού.
Τον Οκτώβριο του 2001 ο Λεσπέρογλου καταδικάστηκε και από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών για την απόπειρα δολοφονίας αστυνομικού στα Εξάρχεια το 1982, χωρίς να του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό. Στο Εφετείο, ωστόσο, κρίθηκε αθώος.
Τον Νοέμβριο του 2001 αφέθηκε ελεύθερος, έπειρα από περίπου δύο χρόνια κράτησης.