Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

Η κλιματική κρίση βάζει… φωτιά στα αγροτικά προϊόντα

 

Μεγάλες ανατιμήσεις στα ράφια έχει επιφέρει η κλιματική κρίση, καθώς ο ήπιος χειμώνας, οι υψηλές θερμοκρασίες και η λειψυδρία έχουν πλήξει την παραγωγή βασικών αγροτικών προϊόντων.

Εκπρόσωποι του πρωτογενούς τομέα προειδοποιούν ότι οι ελλείψεις θα αυξηθούν το επόμενο διάστημα και θεωρούν αναγκαία τη λήψη μέτρων ενεργητικής προστασίας για τις καλλιέργειές τους, ώστε να μη μειωθεί περαιτέρω η παραγωγή και οι τιμές να σταματήσουν το ξέφρενο ράλι.

Ελαιόλαδο

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ελαιόλαδο, η παραγωγή του οποίου έχει υποχωρήσει περισσότερο από 50% όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλες τις μεσογειακές χώρες, εκτινάσσοντας την τιμή του «πράσινου χρυσού».

Οπως αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ο διευθυντής του Αγροτικού Συνεταιρισμού Μολάων-

Πακίων Λακωνίας, Παναγιώτης Ντανάκας, η μείωση της παραγωγής την ελαιοκομική περίοδο 2023-2024 ξεπέρασε το 60%. «Αν η χώρα μας το 2022-2023 ξεπέρασε τους 320.000 τόνους εξαιρετικού παρθένου ελαιολάδου, φέτος με το ζόρι φτάσαμε τους 100.000 τόνους, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία που έχουμε», επισημαίνει.

Στην Κρήτη, που είναι η περιφέρεια με τη μεγαλύτερη παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα, φέτος η χρονιά ήταν καταστροφική λόγω της ξηρασίας. Από τους 130.000 τόνους που παρήγαγε πέρυσι, φέτος δεν ξεπέρασε τους 20.000 τόνους, ενώ δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις και για τη νέα χρονιά. Ο ήπιος χειμώνας και οι υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες είναι πολύ πιθανό να επηρεάσουν την καρποφορία των δέντρων το 2024 και να περιορίσουν περαιτέρω την παραγωγή ακόμα και κάτω από τους 100.000 τόνους.

Η μειωμένη παραγωγή, λοιπόν, απογείωσε τις τιμές του ελαιολάδου αγγίζοντας ακόμα και τα 10 ευρώ το κιλό στον παραγωγό, ενώ στο ράφι η τιμή του κυμαίνεται από 12,6 έως και 16,5 ευρώ το λίτρο. «Το τελευταίο τρίμηνο καταγράφεται εμπορική απραξία. Δεν έχει υπογραφεί καμία συμφωνία, καθώς η ζήτηση έχει μειωθεί δραματικά και οι καταναλωτές στρέφονται σε φθηνότερα λάδια», επισημαίνει ο κ. Ντανάκας.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα και στην Ισπανία, τη μεγαλύτερη ελαιοπαραγωγό χώρα της Ευρώπης, όπου η παραγωγή την τελευταία διετία από τους 1,3 εκατ. τόνους έχει υποχωρήσει στους 760.000 τόνους.

Οπωροκηπευτικά

Σημαντικό πλήγμα από τις καιρικές συνθήκες έχουν δεχθεί και τα οπωροκηπευτικά προϊόντα, με την τιμή της εγχώριας πατάτας, όπου ακόμα είναι διαθέσιμη, να κινείται στο 1,2 ευρώ το κιλό και της ντομάτας να κυμαίνεται από 1,78 έως και πάνω από 2 ευρώ το κιλό. «Ολα τα οπωροκηπευτικά προϊόντα έχουν πρόβλημα, γιατί έχουμε τη ζέστη, θα έχουμε έλλειψη νερού και έλλειψη ιδανικών συνθηκών. Λόγω της λειψυδρίας, θα έχουμε φαινόμενα στην ποιότητα και την ποσότητα. Αρα και πάλι θα έχουμε πολύ υψηλές τιμές», επισημαίνει ο πρόεδρος της Εθνικής Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών, Παύλος Σατολιάς, στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.

«Παρόλο που οι περισσότεροι παραγωγοί διατήρησαν τις ίδιες εκτάσεις για την καλλιέργεια της πατάτας, οι καιρικές συνθήκες και η έλλειψη βροχοπτώσεων, σε συνδυασμό με τη μεγάλη χρήση χημικών που κάνουν το προϊόν πιο ευάλωτο σε ασθένειες, οδήγησαν σε μείωση των αποδόσεων. Ενώ κανονικά η απόδοση ανά στρέμμα ξεπερνούσε τους 3 τόνους πατάτας, φέτος έχει πέσει στον 1 τόνο. Μειώθηκαν, δηλαδή, στο 1/3 οι αποδόσεις», αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής παραγωγός από την Πελοπόννησο, με αποτέλεσμα να αυξηθούν οι τιμές και στο ράφι από 0,93 ευρώ πέρυσι στο 1,20 ευρώ φέτος, ενώ ορισμένες ποικιλίες αγγίζουν ακόμα και τα 1,6 ευρώ το κιλό.

Μάλιστα, η ελλιπής παραγωγή πατάτας έχει οδηγήσει σε αθρόες εισαγωγές από την Αίγυπτο, την Κύπρο και τη Γαλλία. Σύμφωνα με στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Επιχειρήσεων Εξαγωγής, Διακίνησης Φρούτων, Λαχανικών και Χυμών INCOFRUIT-HELLAS, μόνο το πρώτο δίμηνο του 2024 εισήχθησαν στην Ελλάδα 63.500 τόνοι έναντι 53.600 τόνων το ίδιο διάστημα του 2023.

Σε ό,τι αφορά τις ντομάτες, πέρα από τις καταστροφικές πλημμύρες στη Θεσσαλία, πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές ασκεί και η μειωμένη παραγωγή λόγω της ανομβρίας και των υψηλών θερμοκρασιών κατά τη διάρκεια της περυσινής άνοιξης. «Μετά το α’ εξάμηνο του έτους, που τελειώνουν οι χειμερινές ντομάτες, αρχίζει η παραγωγή της υπαίθριας. Ωστόσο, οι ποσότητες δεν είναι επαρκείς για να καλύψουν τις ανάγκες. Ειδικά, φέτος που καταγράφηκε και μικρή μείωση στην παραγωγή λόγω των κλιματολογικών συνθηκών. Σε συνδυασμό με την αύξηση του αριθμού των τουριστών, δημιουργείται έλλειμμα στην αγορά και, έτσι, αυξάνεται και η τιμή», αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής εκπρόσωπος της αγοράς. Σύμφωνα με στοιχεία του INCOFRUIT-HELLAS, το 2023 η Ελλάδα παρήγαγε 190.000 τόνους υπαίθριας ντομάτας και 290.000 τόνους θερμοκηπιακής, δηλαδή συνολικά 480.000 τόνους.

Κρασί

Ιστορικό χαμηλό κατέγραψε η ελληνική οινοπαραγωγή την αμπελοοινική περίοδο 2023-2024, καθώς, σύμφωνα με την Κεντρική Συνεταιριστική Ενωση Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ), χάθηκε παραπάνω από το 1/3 των παραγόμενων ποσοτήτων. Μάλιστα, η Ενωση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου σημειώνοντας ότι πλέον τίθεται θέμα επάρκειας στην αγορά του κρασιού. Αναλυτικά, ο όγκος της παραγωγής οίνου μειώθηκε στα 1.379.433 χιλιόλιτρα (hl) και είναι ο χαμηλότερος όλων των εποχών, παρουσιάζοντας πτώση κατά 35,1% σε σχέση με το 2022-2023, που είχε διαμορφωθεί στα 2.126.844 hl. Σε επίπεδο πενταετίας, δε, η μείωση αγγίζει το 40,2%.

Σύμφωνα με την ΚΕΟΣΟΕ, η κατακόρυφη πτώση της οινοπαραγωγής οφείλεται, κυρίως, στα ακραία καιρικά φαινόμενα της περασμένης άνοιξης και του καλοκαιριού (συνεχείς βροχοπτώσεις, διαδοχικοί καύσωνες Ιουλίου), στις ασθένειες (περονόσπορος) και τις ζημιές που προηγήθηκαν εξαιτίας τους. «Παρατηρώντας τα στοιχεία οινοπαραγωγής της τελευταίας δεκαετίας, εξάγεται το συμπέρασμα ότι η ελληνική οινοπαραγωγή απέχει πλέον μακράν από τον μέσο όρο της προηγούμενης από τη δεκαετία αυτή εικοσαετίας (1993-2013), που σε μέσο όρο ανερχόταν στα 3.588.000 hl, αφού, επιπλέον, εκτός των ακραίων κλιματικών φαινομένων, επιδρά έντονα στο ύψος της η μείωση των εκτάσεων αμπελοκαλλιέργειας», αναφέρει χαρακτηριστικά η Ενωση σε ανακοίνωσή της.

Στο πλαίσιο αυτό, η τιμή του κρασιού έχει αυξηθεί από 10% έως και 30% ανάλογα με την κατηγορία. «Η μείωση της παραγωγής είναι από τις μεγαλύτερες των τελευταίων ετών στην Ελλάδα, η οποία όμως οφείλεται αμιγώς στην άνοδο της θερμοκρασίας, άρα στην ξηρασία και την πίεση που υπέστησαν τα αμπέλια το καλοκαίρι, αλλά και στην εμφάνιση κάποιων ασθενειών. Οι τιμές, όταν η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την παραγωγή, υφίστανται μια αύξηση», αναφέρει υψηλόβαθμο στέλεχος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.

Τέλος, μεγάλες ανατιμήσεις λόγω μείωσης της παραγωγής καταγράφονται στο ρύζι, στο καλαμπόκι, αλλά και στα πορτοκάλια.

ΣΕ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΥΨΗΛΑ ΤΟ ΚΑΚΑΟ

Η σοκολάτα γίνεται είδος… πολυτελείας

Σε ιστορικά υψηλά επίπεδα κινείται και η χρηματιστηριακή τιμή του κακάου, κινούμενη στην περιοχή των 9.500 δολαρίων ανά τόνο, ενώ στις 2 Απριλίου άγγιξε ακόμα και τα 10.051 δολάρια. Τιμή υπερτριπλάσια σε σχέση με τον περασμένο Απρίλιο, που ήταν λίγο κάτω από τις 3.000 δολάρια. Αιτία της εκρηκτικής αύξησης των διεθνών τιμών είναι οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν στις μεγάλες παραγωγούς χώρες της Αφρικής.

Συγκεκριμένα, οι ασθένειες που έχουν «χτυπήσει» τα δέντρα στην Γκάνα και την Ακτή Ελεφαντοστού, οι οποίες συνεισφέρουν το 60% της παγκόσμιας αγοράς, έχουν οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής άνω του 30% από την 1η Οκτωβρίου και μετά, εντείνοντας τις ανησυχίες για τη συρρίκνωση των παγκόσμιων αποθεμάτων κακάου.

Οι χαμηλές ποσότητες κακάου και η αύξηση της τιμής έχουν προκαλέσει ήδη σοβαρό πλήγμα στις σοκολατοβιομηχανίες, οι οποίες δηλώνουν ότι οι ανατιμήσεις στην πρώτη ύλη είναι τόσο μεγάλες που δεν μπορούν να τις απορροφήσουν.

«Αυτή η τάση του κακάου είναι εδώ και μήνες και στον βαθμό που επιβεβαιώνεται η μεγάλη έλλειψη σε κακάο λόγω των προβλημάτων στην Αφρική, εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, η τιμή η χρηματιστηριακή φεύγει ακόμα περαιτέρω. Εχουμε δει αυξήσεις τους τελευταίους μήνες στα προϊόντα σοκολάτας και είναι βέβαιο ότι λόγω ανεπάρκειας του προϊόντος θα δούμε ακόμα περισσότερες το επόμενο διάστημα», υπογραμμίζει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ανώτατο στέλεχος του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων.

Σύμφωνα με έρευνα τιμών, οι τιμές σε σοκολάτες έχουν αυξηθεί έως και περίπου 40% την τελευταία διετία. Ενδεικτικά, η τιμή της σοκοφρέτας έχει αυξηθεί κατά 34,3% στα 0,47 ευρώ από 0,35 ευρώ τον Ιούνιο του 2022, ενώ η τιμή ανά κιλό έχει υπερβεί τα 12 ευρώ. Παράλληλα, σοκολάτα γνωστής βιομηχανίας πωλείται στην τιμή των 1,58 ευρώ από 1,18 ευρώ πριν από περίπου δύο χρόνια, παρουσιάζοντας άνοδο κατά 33,9%. Μάλιστα, η τιμή ανά κιλό φτάνει τα 15 ευρώ, καθιστώντας πλέον τη σοκολάτα είδος… πολυτελείας.

Στο μεταξύ, πριν από λίγους μήνες, μία από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες στον κόσμο, η Hershey, έκρουσε «καμπανάκι» προειδοποιώντας για συρρίκνωση των εσόδων της το 2024 λόγω της υψηλής τιμής του κακάου. Μάλιστα, κατά την παρουσίαση των τελευταίων οικονομικών αποτελεσμάτων, η διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρίας δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης των τιμών των προϊόντων στο ράφι.

 

 

Advertisement