Ο Μάσιμο ντε λα Πέργκολα γεννιέται στις 12 Ιουλίου 1912 στην Τεργέστη, μεγαλώνει σε μια φτωχή οικογένεια, κάτι που τότε συνεπάγεται πως πρέπει να δουλεύει από μικρή ηλικία για να συνεισφέρει οικονομικά στο σπίτι. Το τυπογραφείο που εργάζεται τον οδηγεί στη δημοσιογραφία όπου γνωρίζει επιτυχία ως αθλητικός συντάκτης.
Παρότι το 1943 τον βρίσκει με σύζυγο και δύο μικρά παιδιά, μπαίνει στην ιταλική αντίσταση κατά του
Ο παρτιζάνος Μάσιμο ντε λα Πέργκολα μπροστά στο δημιούργημά του. |
Φρίκη
Εκτοτε αλλάζει επτά στρατόπεδα συγκέντρωσης με αποτέλεσμα η φρίκη να γίνει το νέο του σπίτι και οι συγκρατούμενοι η νέα του οικογένεια. Σπάει τόνους πέτρας ώστε να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαγητό. «Κακό πράγμα το στρατόπεδο συγκέντρωσης» θα πει αργότερα ο ίδιος: «Γίνεσαι ζώο, κτήνος. Μόνο άνθρωπος δεν είσαι. Κι εγώ από μέσα έλεγα: Οχι. Δεν πρέπει να γίνεις έτσι. Δεν πρέπει ν’ αφήσεις τον εαυτό του να φθαρεί. Εσύ πολέμησες στο βουνό και θα σε φάνε τώρα οι γαλατάδες; Κάτι πρέπει να κάνεις».
Τι καλύτερο για να παραμείνεις ζωντανός μέσα στην ανθρώπινη κόλαση από τα όνειρα. Χωρίς να γνωρίζει αν θα ζει την επόμενη ημέρα κάνει όνειρα «τρελά» αφού μετά την προσδοκία ελευθερίας και επανένωσης της οικογένειάς του, δεν ξεχνά την αγάπη του για τον αθλητισμό και προβληματίζεται, μέσα στο Αουσβιτς, τι μπορεί να κάνει για τη μεταπολεμική ανοικοδόμησή του… Κλέβοντας χαρτιά από γραφεία που σκουπίζει, αρχίζει να γράφει σε αυτά σχέδια, προγραμματισμούς και προγράμματα για το πώς θα αναγεννηθεί από τις στάχτες του ο ιταλικός αθλητισμός.
Η «πύλη της κολάσεως» στο Αουσβιτς. Μοιάζει απίστευτο, αλλά εκεί μέσα «γεννήθηκε» η ιδέα του ΠΡΟ-ΠΟ… |
Στην κορυφή αυτών των σχεδίων βάζει ένα μεγάλο «Ρ» (σ.σ.: «Π» στα ελληνικά), που σημαίνει «σχέδιο». «Το σχέδιό μου ήταν το 1-Χ-2. Τα προγνωστικά ποδοσφαίρου με τρία σημεία νίκης, ισοπαλίας και ήττας σ’ ένα δελτίο δώδεκα αγώνων». Γεμίζει πολλά κλεμμένα χαρτιά υπολογίζοντας τα πάντα: πιθανότητες νίκης, στήλες που χρειάζεται να συμπληρώσει κάποιος με τριπλή παραλλαγή για σίγουρο κέρδος, πού θα συμπληρώνονται τα δελτία, πώς θα γίνεται η καταμέτρηση και, φυσικά, πόσα χρήματα θα χρειαζόταν να βάλει μπροστά αυτό το παράτολμο εγχείρημα.
Οταν ο πόλεμος τελειώνει, το 1945, επιστρέφει στην Τεργέστη όπου βρίσκει την οικογένεια του, αλλά όχι τον αδελφό του που δολοφονήθηκε στα κρεματόρια του Αουσβιτς. Παίρνει πίσω τη δημοσιογραφική του ταυτότητα, ξεκινά να εργάζεται στην «Γκαζέτα ντέλο Σπορτ» αλλά δεν ξεχνά όσα όνειρα έκανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δανείζεται από φίλους 160.000 λιρέτες και δημιουργεί μια εταιρία με την ονομασία «ΣΙΣΑΛ» (ανώνυμη εταιρία περιορισμένης ευθύνης για τον ιταλικό αθλητισμό).
Ξεκινά επαφές με Ιταλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, Επιτροπή Ολυμπιακών Αγώνων, υπουργείο Οικονομικών, αλλά όταν δεν συναντά κλειστές πόρτες, αντιμετωπίζεται με γέλια και σχόλια του τύπου «ήρθε ο τρελός». Ενα χρόνο αργότερα μετά τις αφόρητες πιέσεις του, δίνεται τελικά η πολυπόθητη άδεια, 5 Μαΐου 1946, ημέρα που είχε επιστρέψει από το Αουσβιτς. Η συμφωνία προβλέπει ότι η εταιρία παίρνει το 12% του τζίρου, το 46% μοιράζεται στους νικητές με 11 και 12 σωστές προβλέψεις (σ.σ.: δεν υπάρχει ακόμα 13άρι), το 37% πηγαίνει στην ιταλική Ολυμπιακή Επιτροπή και το 5% στα μπαρ που τότε αποτελούν τα μοναδικά πρακτορεία.
Την πρώτη Κυριακή τυπώνει 5 εκατομμύρια δελτία, αλλά παρά τη χαμηλή τιμή τους, παίζονται μόνο 32 χιλιάδες. Καταστροφή… Για να συνεχίσει, αρχίζει να χρεώνεται και μέχρι να τελειώσει το πρωτάθλημα της χρονιάς, χρωστά παντού. Υπολογίζει ότι για να πληρώσει τα σωρευμένα χρέη θα πρέπει να δουλεύει ως δημοσιογράφος για επτά χρόνια χωρίς να αμείβεται. Παρότι κάθε εβδομάδα μπαίνει οικονομικά μέσα όλο και περισσότερο, δεν το βάζει κάτω.
Πιστεύει στην ιδέα του, βοηθιέται με δωρεάν διαφημίσεις και συνεντεύξεις από συναδέλφους του, επανέρχεται στο νέο πρωτάθλημα, μέχρι που δικαιώνεται με τον πιο απρόβλεπτο και μακάβριο τρόπο. Το 1947 υπάρχει ένας νικητής 12ρης που κερδίζει το τεράστιο για την εποχή ποσό των 40 εκατομμυρίων λιρετών. Το επάγγελμά του; Κατασκευαστής φέρετρων… Εχει φτιάξει μάλιστα και την κάσα του νομπελίστα Φυσικής, εφευρέτη του ραδιόφωνου και «πατέρα» της εκπομπής ραδιοκυμάτων από μεγάλη απόσταση Γουιέλμο Μαρκόνι. Η ιδέα του ανασταίνεται στην κυριολεξία.
Εθνικοποίηση της ιδέας και αποζημίωση
Τα υπόλοιπα ανήκουν στην ιστορία. Πλέον όλοι οι Ιταλοί θέλουν να γίνουν εκατομμυριούχοι, ενώ ο Μάσιμο ξεχρεώνει μέσα σε ελάχιστο διάστημα όλες τις οφειλές του, όντας ο μόνος σίγουρος «νικητής» κάθε Κυριακής: «Το παιχνίδι το είχα κερδίσει εγώ. Ολοι τώρα ήθελαν να παίξουν ένα ή πολλά δελτία. Ακόμα και αυτοί που γελούσαν πίσω από την πλάτη μου, εκείνοι του υπουργείου Οικονομικών». Είναι τέτοια η επιτυχία του παιχνιδιού, που μόλις ένα χρόνο μετά τον πρώτο μεγάλο νικητή, η ιταλική Βουλή εθνικοποιεί την εταιρία του και οικειοποιείται την ιδέα του μετονομάζοντάς την σε «Τοτοκάλτσιο» χωρίς ο ίδιος να λάβει τίποτα. Θα πει ο ίδιος:
«Η επιτυχία των προγνωστικών αντί να χτυπήσει στο κεφάλι εμένα, πήρε τα μυαλά των άλλων. Πίσω μου, χωρίς να το καταλάβω και να το υποπτευθώ, η σκευωρία είχε προχωρήσει και σε νομικά πλαίσια. Ετσι, για τα γενέθλιά μου, η δημοκρατική κυβέρνηση μου έκανε το μεγάλο δώρο. Εγινε φυσικά επανάσταση στον δημοσιογραφικό χώρο, που άρχισε μια μεγάλη καμπάνια κατά της κυβέρνησης».
Το παιχνίδι φτάνει στην Ελλάδα το 1959 ως ΠΡΟ-ΠΟ και προσφέρει στο πρώτο δελτίο του στους νικητές εκτός των χρημάτων και ρύζι… |
Ο αγώνας του μεταφέρεται από τα γήπεδα στα δικαστήρια και χρειάζεται να περάσουν επτά χρόνια και εβδομήντα δικαστήρια ώστε ο πρώην παρτιζάνος να πάρει μια μεγάλη αποζημίωση για τα δικαιώματα της κρατικοποιημένης ιδέας του. Φυσικά η μεγάλη επιτυχία του δεν είναι η παχυλή αποζημίωση αλλά η πραγματοποίηση του ονείρου που είχε ξεκινήσει μέσα στη «μηχανή θανάτου» που ήταν το Αουσβιτς. Η ιδέα του αναγεννά όχι μόνο τον μεταπολεμικό ιταλικό αθλητισμό αλλά χρηματοδοτεί και τον αθλητισμό των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας από το 1959. Ο δημοσιογράφος φεύγει από τη ζωή το 2006 χωρίς να έχει μετρήσει ποτέ στην τράπεζα τα λεφτά που είχε βγάλει και χωρίς να έχει παίξει ποτέ, ούτε από περιέργεια, ένα δελτίο προγνωστικών αγώνων…