Άρθρο : Δρ. Αναστάσιος Λυμπερίου, Πάνος Μανωλάκος
Ζούμε σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από γεωπολιτικές αλλαγές και παγκόσμιες αβεβαιότητες, η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Την ίδια ώρα η έννοια της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις εξακολουθεί να εξελίσσεται, δίνοντας έμφαση τόσο στη στρατιωτική ισχύ αλλά και στην επιρροή που απορρέει από τη διπλωματία, την δυνατότητα να «χτίζεις» συμμαχίες, την οικονομική ισχύ και την πολιτιστική ελκυστικότητα -συλλογικά γνωστή ως ήπια ισχύς. Η ΕΕ υπήρξε
φάρος της ήπιας ισχύος, ασκώντας την επιρροή της μέσω κοινών αξιών, οικονομικής ισχύος και διπλωματικών πρωτοβουλιών. Ωστόσο, οι πρόσφατες γεωπολιτικές προκλήσεις έχουν προκαλέσει συζητήσεις σχετικά με την ανάγκη η ΕΕ να ενισχύσει τις δυνατότητες σκληρής ισχύος της, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός ευρωπαϊκού στρατού, διατηρώντας και ενισχύοντας παράλληλα το καθεστώς της ήπιας ισχύος της.Η ήπια ισχύς είναι αυτή που αποτελεί εδώ και καιρό τον ακρογωνιαίο λίθο της παγκόσμιας επιρροής της ΕΕ. Μέσω των εμπορικών συμφωνιών, της αναπτυξιακής βοήθειας και των συνεργατικών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των παγκόσμιων κρίσεων υγείας, η ΕΕ έχει καθιερωθεί ως δύναμη σταθερότητας και προόδου. Η ικανότητά της να προσελκύει και να πείθει μέσω των δημοκρατικών αξιών, της προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της οικονομικής αλληλεξάρτησης την έχει ξεχωρίσει στην παγκόσμια σκηνή, ακριβώς αυτές οι αξίες όμως αμφισβητούνται σήμερα, πολλοί ρέπουν στον αυταρχισμό και στην αμφισβήτηση των θεσμών σε διεθνές επίπεδο.
Ωστόσο, το μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό τοπίο απαιτεί την επανεκτίμηση της στρατηγικής ασφάλειας της ΕΕ. Η αναβίωση της παραδοσιακής πολιτικής ισχύος, σε συνδυασμό με τις αναδυόμενες απειλές, όπως ο κυβερνοπόλεμος και οι υβριδικές τακτικές, απαιτεί έναν πιο ισχυρό αμυντικό μηχανισμό. Ένας ευρωπαϊκός στρατός, ως μέρος μιας ευρύτερης αρχιτεκτονικής ασφάλειας, θα μπορούσε να παράσχει στην ΕΕ μεγαλύτερη στρατηγική αυτονομία και την ικανότητα να ανταποκρίνεται γρήγορα στις προκλήσεις ασφαλείας εντός και εκτός των συνόρων της.
Η πρόταση για έναν ευρωπαϊκό στρατό δεν αφορά την αντιγραφή του ΝΑΤΟ ή την υπονόμευση της εθνικής κυριαρχίας. Αντίθετα, είναι ένα βήμα προς τη συλλογική άμυνα και ένα σύμβολο αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Η συγκέντρωση πόρων, η τυποποίηση των αμυντικών δυνατοτήτων και η ενίσχυση της διαλειτουργικότητας όχι μόνο θα εξορθολογίσει τις αμυντικές δαπάνες αλλά και θα διασφαλίσει μια πιο ενιαία αντιμετώπιση των απειλών ασφαλείας.
Ωστόσο, η επιδίωξη ενός ευρωπαϊκού στρατού πρέπει να προσεγγιστεί με προσοχή για να αποφευχθεί η αποδυνάμωση της ήπιας ισχύος της ΕΕ. Η στροφή προς τη στρατιωτικοποίηση δεν θα πρέπει να επισκιάσει τη δέσμευσή της για ειρηνική επίλυση συγκρούσεων και την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι επικριτές υποστηρίζουν ότι η επένδυση στη σκληρή ισχύ ενδέχεται να υπονομεύσει τις διπλωματικές και ανθρωπιστικές προσπάθειες της ΕΕ. Ωστόσο, μια ισορροπημένη προσέγγιση είναι εύλογη. Η ενίσχυση των δυνατοτήτων σκληρής ισχύος δεν συνεπάγεται απαραίτητα την εγκατάλειψη των δυνατοτήτων και εργαλείων της ήπιας ισχύος. Αντίθετα, τις συμπληρώνει, δημιουργώντας μια πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματική εργαλειοθήκη εξωτερικής πολιτικής.
Επιπλέον, ένας ευρωπαϊκός στρατός θα μπορούσε να λειτουργήσει ως σταθεροποιητική δύναμη στη διαχείριση κρίσεων, στις ειρηνευτικές αποστολές και στις ανθρωπιστικές παρεμβάσεις, ευθυγραμμιζόμενος με τις αρχές της ΕΕ για την προώθηση της σταθερότητας και της ασφάλειας σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα μπορούσε να ενισχύσει τον ρόλο της ΕΕ ως αξιόπιστου παγκόσμιου εταίρου, ικανού να συμβάλει ενεργά στην παγκόσμια ασφάλεια χωρίς να βασίζεται αποκλειστικά σε εξωτερικές συμμαχίες.
Η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού θα αντιμετώπιζε αναμφίβολα υλικοτεχνικές, πολιτικές και οικονομικές προκλήσεις. Ο συντονισμός μεταξύ των κρατών μελών, η επίτευξη συναίνεσης σχετικά με τις αμυντικές στρατηγικές και η αντιμετώπιση των ανησυχιών σχετικά με την κυριαρχία είναι μεταξύ των εμποδίων. Αναμφίβολα όμως θα δημιουργούσε και οικονομικές ευκαιρίες. Τόσο γιατί οι ομογενοποίηση και τυποποίηση θα δημιουργούσε οικονομίες κλίμακας, όσο και επειδή θα υπήρχαν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια συνεργασιών στην ανάπτυξη συστημάτων και στην ευρύτερη τεχνολογική πρόοδο.
Σε
τελική ανάλυση, η επιδίωξη της ΕΕ για έναν ευρωπαϊκό στρατό δεν είναι καθόλου
αναγκαίο να επισκιάσει τη δέσμευσή της στη διπλωματία, την πολυμέρεια και τις
ανθρωπιστικές προσπάθειες. Αντίθετα, θα συμπληρώνει αυτές τις προσπάθειες,
ενισχύοντας την ικανότητα της ΕΕ να πλοηγείται σε ένα όλο και πιο πολύπλοκο και
αβέβαιο παγκόσμιο τοπίο. Η εξεύρεση ισορροπίας μεταξύ της ήπιας και της σκληρής
ισχύος θα έχει καθοριστική σημασία για τη διαμόρφωση του ρόλου της ΕΕ στον
κόσμο και την εξασφάλιση ενός ασφαλέστερου και σταθερότερου μέλλοντος για τους
πολίτες της και τη διεθνή κοινότητα στο σύνολό της.
* Δρ. Αναστάσιος Λυμπερίου, Οικονομολόγος Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου
* Πάνος Μανωλάκος, Κοινωνιολόγος, αντιπρόεδρος think tank "The Catalyst"
Τάσος Λυμπερίου