Περίπου στο 5ο προς 6ο λεπτό -όχι κάποιου ματς αλλά ενός μίνι ντοκιμαντέρ που το 2020 αφιέρωσε η Μπάγερν Μονάχου στον Φραντς Μπεκενμπάουερ για τα 75α γενέθλια του- εμφανίζεται ο Τζιοβάνε Έλμπερ. Και à propos ο Βραζιλιάνος επιθετικός που λάτρεψαν οι Γερμανοί φίλαθλοι καταθέτει στην κάμερα κάτι πραγματικά συγκλονιστικό: «Για εμάς στη Βραζιλία» λέει σε άψογα γερμανικά ο Έλμπερ «ίσχυε ανέκαθεν ότι όταν μιλάς για τον Πελέ, αυτομάτως στην κουβέντα μπαίνει και ο Φραντς Μπεκενμπάουερ. Ή, όταν μιλάς για τον Φραντς Μπεκενμπάουερ, μιλάς για τον Πελέ. Έτσι πρέπει. Άρα, σε ευχαριστούμε Φραντς και σε ευχαριστούμε Πελέ, διότι το ποδόσφαιρο έγινε αυτό που είναι επειδή αυτοί οι δύο έπαιζαν τόσο καλά και πάντοτε ανέβαζαν τον πήχη στο άθλημα».
Η επινόηση της θέσης λίμπερο
Η κρίση του Έλμπερ για τον Μπεκενμπάουερ, δηλαδή ενός ποδοσφαιριστή για έναν ποδοσφαιριστή, συνιστά έναν ανεκτίμητο έπαινο. Πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για έναν αμυντικό και όχι για σέντερ-φορ ή, εν πάση περιπτώσει, κατά συρροήν σκόρερ. Βεβαίως, στον Μπεκενμπάουερ αποδίδεται η επινόηση της θέσης του «λίμπερο», οπότε η κατάταξή του ως ισότιμου με τον Πελέ στο πάνθεον του αθλήματος, όπως την εκφράζει ο Έλμπερ, φέρει την ίδια βαρύτητα με το σύνηθες παρωνύμιο «Der Kaiser» - ο Αυτοκράτωρ. Αν και οι Γερμανοί προσφωνούσαν τον Μπεκενμπάουερ και κάπως αλλιώς, χρησιμοποιώντας τον ποιητικό, υπερβατικό χαρακτηρισμό «Lihtgestalt» -η Φωτεινή Μορφή, το Φως που μας Οδηγεί, εφόσον αυτό ένιωθαν θαυμάζοντας τον Φραντς Μπεκενμπάουερ για κάτι περισσότερο από μισό αιώνα ποδοσφαίρου.
Τα προβλήματα υγείας και το χτύπημα της μοίρας
Ο θάνατος του Φραντς Μπεκενμπάουερ σημειώθηκε στις 7 Ιανουαρίου του 2024. Ήταν 78 ετών, έμοιαζε όμως πολύ γηραιότερος, καθώς τα τελευταία χρόνια του βίου του είχε καταπέσει, αφ' ενός λόγω προβλημάτων με τη δική του υγεία, αφ' ετέρου εξαιτίας της απώλειας του γιου του. Ο Στέφαν Μπεκενμπάουερ, ένα από τα πέντε τέκνα που απέκτησε ο Φραντς Μπεκενμπάουερ από τρεις γάμους, απεβίωσε το 2015 ύστερα από μακρά περίοδο ασθένειας. Ο Στέφαν ήταν 46 ετών και ο χαμός του θεωρήθηκε σαν ένα συντριπτικό πλήγμα για τον πατέρα του. Εξάλλου, αμέσως μετά τον θάνατο του Στέφαν, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ υπεβλήθη σε δύο εγχειρήσεις στην καρδιά, έμεινε τυφλός από το δεξί του μάτι και ζούσε με τεχνητή άρθρωση ισχίου.
Έπλεε πάνω στο γκαζόν του γηπέδου
Εξ αφορμής της εκδημίας του, ο νυν προπονητής της εθνικής Γερμανίας, Τζούλιαν Νάγκελσμαν
αποτύπωσε την μοναδική αξία της προσωπικότητας του Φραντς Μπεκενμπάουερ
με φράσεις παρεμφερούς ισχύος όπως εκείνες του Τζιοβάνε Έλμπερ: «Ο
Μπεκενμπάουερ είχε την ικανότητα να πλέει πάνω στο γκαζόν του γηπέδου.
Τόσο ως παίκτης όσο και αργότερα ως προπονητής, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ
ήταν κάτι ανώτερο. Έστεκε πάνω από τα πράγματα. Τον περιέβαλλε μια αύρα
ως το τέλος, την οποίαν δεν μπόρεσαν να διαλύσουν ούτε τα προβλήματα της
υγείας του ούτε τα θανάσιμα χτυπήματα της μοίρας που δέχτηκε».
Η ταύτιση με τον Πελέ
Τόλμησε να γίνει προπονητής
Ο Μπεκενμπάουερ τόλμησε να γίνει προπονητής μολονότι δεν είχε την παραμικρή ειδική εκπαίδευση για κάτι τέτοιο. Κατόπιν δοκίμασε να αντικρίσει τη θέα προς τον αγωνιστικό χώρο από ακόμη ψηλότερα, αναλαμβάνοντας καθήκοντα -και εξουσίες- κορυφαίου διοικητικού παράγοντα, τόσο στο επίπεδο ομάδας με την προεδρία του στη Bayern, όσο και στη Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, την οργανωτική επιτροπή του Μουντιάλ 2006 κ.α.
Διέπρεψε ή μάλλον θριάμβευσε σε όλα. Και πολύ σπάνια ένας τόσο επιτυχημένος ποδοσφαιριστής, όσο υπήρξε ο Φραντς Μπεκενμπάουερ στην καριέρα του ως παίκτη, εξακολούθησε να δρέπει δάφνες παραμένοντας στο ποδοσφαιρικό στερέωμα υπό διαφορετικές ιδιότητες.
Το 1977, όταν αποφάσισε πως η σταδιοδρομία του ως ποδοσφαιριστή είχε φτάσει στο τέλος της, ήταν ακόμη νέος, ούτε καν 32 ετών. Η τελευταία εμφάνιση που φόρεσε ο Φραντς Μπεκενμπάουερ ήταν αυτή της Κόσμος Νέας Υόρκης, μιας ομάδας-γαλαξία αστέρων, ένα πολυδάπανο αμερικανικό πείραμα με στόχο τη μεταφύτευση της δυτικής μανίας για το ποδόσφαιρο (soccer) στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκτός από άφθονο χρήμα για τα γηρατειά του, στην Κόσμος ο Φραντς Μπεκενμπάουερ βρέθηκε συμπαίκτης με τον Πελέ. Έστω και στη δύση της καριέρας του, έστω και σαν χρυσοπληρωμένοι μισθοφόροι σε ένα πρωτάθλημα παντελώς ανάξιο των ικανοτήτων τους, ο Βραζιλιάνος και ο Γερμανός σούπερ σταρ πρόσθεσαν ακόμη ένα κεφάλαιο στην ιστορία του παγκόσμιου ποδοσφαίρου.
Αφήνοντας πίσω του την Αμερική, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ επέστρεψε στην πατρίδα του και το 1984 ανέλαβε χρέη προπονητή της εθνικής ομάδας της τότε Δυτικής Γερμανίας, ως διάδοχος του Γιούπ Ντέρβαλ. Παρά τη μηδενική εμπειρία του από τη διεύθυνση μιας ομάδας τόσο υψηλών αξιώσεων, ο Μπεκενμπάουερ οδήγησε την Εθνική της χώρας του ως τον τελικό του Μουντιάλ, στη διοργάνωση του 1986 στο Μεξικό, όπου όμως βασίλευε ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ο οποίος και δεν θα επέτρεπε σε κανέναν να του στερήσει το στέμμα του παγκόσμιου πρωταθλητή.
Παρεμπιπτόντως, για τον Μπεκενμπάουερ ίσως δεν ήταν γραφτό να φύγει νικητής από το Μεξικό, κάτι που είχε αρχίσει να φαίνεται ήδη από το 1970 και την ήττα της Γερμανίας στον ημιτελικό του Μουντιάλ εκείνης της χρονιάς, με σκορ 4-3 από την Ιταλία. Σε εκείνο το ματς, ένα πραγματικό θρίλερ αλλά και εξ αυτού ακριβώς θρύλο, εκτυλίχθηκε ένα παρατεταμένο δράμα, με αλλεπάλληλες ανατροπές, καθώς καμία από τις δύο αντίπαλες ομάδες δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει τη μάχη. Τη λύσσα των ποδοσφαιριστών που έμοιαζαν αποφασισμένοι να παίζουν μέχρι τελικής πτώσεως, απεικόνισε ιδανικά ο Φραντς Μπεκενμπάουερ. Ο οποίος, επί ένα μεγάλο μέρος του αγώνα, έπαιζε με το δεξί χέρι του πρόχειρα μπανταρισμένο, φασκιωμένο κολλητά στο θώρακά του, καθώς είχε υποστεί εξάρθρωση στον ώμο. Και παρόλ' αυτά, διηύθυνε την άμυνα της εθνικής Γερμανίας με τη γνωστή μαεστρία, με την τριγωνομετρική ακρίβεια στις μεταβιβάσεις του, με τις αναχαιτίσεις στα μετόπισθεν και τις εφορμήσεις του προς την αντίπαλη εστία.
Κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1990 με τη Γερμανία
Επιστρέφοντας όμως στην, μάλλον σύντομη πλην λαμπρή σταδιοδρομία του ως προπονητή, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ κατέκτησε εν τέλει το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1990 με τη Γερμανία, παίρνοντας το αίμα του πίσω στον τελικό από την Αργεντινή. Έτσι, ο Μπεκενμπάουερ έγινε ένας από τους μόλις τρεις πρώην ποδοσφαιριστές οι οποίοι έχουν κατακτήσει Μουντιάλ ως παίκτες και ως προπονητές (οι άλλοι δύο είναι ο Μάριο Ζαγκάλο με τη Βραζιλία και ο Ντιντιέ Ντεσάμπ με τη Γαλλία). Επιπλέον, ωστόσο, μόνο ο Φραντς Μπεκενμπάουερ και ο Ντεσάμπ έχουν σηκώσει το τρόπαιο του Παγκοσμίου Κυπέλλου ως αρχηγοί και προπονητές.
Ύστερα από την κατάκτηση του Μουντιάλ το 1990, ο Μπεκενμπάουερ ανέλαβε καθήκοντα προπονητή στη Γαλλία και την Ολιμπίκ ντε Μαρσέιγ, για να επιστρέψει στη βάση του, τη Μπάγερν Μονάχου το 1993. Σε δύο διαφορετικές θητείες κατόρθωσε να κερδίσει το γερμανικό πρωτάθλημα (Μπουντεσλίγκα) το 1994 και το Κύπελλο Ουέφα το 1996.
Παράλληλα, από το 1994 και εξής ο Μπεκενμπάουερ ήταν ο πρόεδρος της Μπάγερν, καθοδηγώντας την με υποδειγματική επιτυχία σε ένα ανώτερο επίπεδο, όχι μόνο αμιγώς αθλητικό αλλά θα έλεγε κανείς κυρίως επιχειρηματικό. Επί των ημερών του Φραντς Μπεκενμπάουερ και υπό τη δική του καθοδήγηση, η Μπάγερν απέκτησε τις βάσεις για μια εκρηκτική ανάπτυξη, στο πρότυπο των συλλόγων-ανωνύμων εταιρειών του σήμερα, με τους αστρονομικούς ισολογισμούς.
Και, ταυτόχρονα, ο Μπεκενμπάουερ ανελίχθηκε στο αξίωμα του αντιπροέδρου της Γερμανικής Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας, για λογαριασμό της οποίας συντόνισε την υποψηφιότητα και τελικά την καθαυτό διοργάνωση στη Γερμανία του Μουντιάλ 2006.
Οι σκοτεινές υποθέσεις
Οπωσδήποτε, όμως, η διαρκώς ανοδική πορεία του Μπεκενμπάουερ στο ποδόσφαιρο χαρακτηρίστηκε -ή μάλλον στιγματίστηκε- από μια σειρά σκοτεινών υποθέσεων. Στα σχεδόν χρόνια προβλήματά του με τις φορολογικές αρχές της Γερμανίας, τα κατά καιρούς αστρονομικά πρόστιμα που είχε κληθεί να καταβάλει για φοροαποφυγή κ.λπ., από το 2014 ήρθαν να προστεθούν εις βάρος του πολύ σοβαρές κατηγορίες για διαφθορά και δωροληψία. Υποτίθεται πως είχε δεχθεί υπογείως και ανεπισήμως, πλην επανειλημμένως, αμοιβές αρκετών εκατομμυρίων ευρώ, εις αντάλλαγμα των συμβουλευτικών και μεσολαβητικών υπηρεσιών που προσέφερε σε χώρες όπως το Κατάρ, η Ρωσία, η Νότια Αφρική κ.α. για την εξασφάλιση της διοργάνωσης κορυφαίων ποδοσφαιρικών διοργανώσεων. Τελικά, το 2021 η Παγκόσμια Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (FIFA) έκλεισε το φάκελο Μπεκενμπάουερ τερματίζοντας τη διερεύνηση τυχόν παραβάσεων της ηθικής δεοντολογίας, λόγω υπέρβασης του χρονικού ορίου εξέτασης της υπόθεσης. Εξυπακούεται πως σε όλο αυτό το διάστημα όπου οι κατηγορίες περί παράνομων δοσοληψιών σπίλωναν την υπόληψή του, ο ίδιος ο Φραντς Μπεκενμπάουερ δήλωνε πλήρη αθωότητα.
Η μοναδική σταδιοδρομία στο ποδόσφαρο - Οι τίτλοι και τα τρόπαια
Συνοψίζοντας εν κατακλείδι, η σταδιοδρομία του Μπεκενμπάουερ στο ποδόσφαιρο, υπό οποιαδήποτε ιδιότητα κατείχε, είναι κυριολεκτικά μοναδική και ανεπανάληπτη. Ως παίκτης αναδείχθηκε καλύτερος ποδοσφαιριστής της Γερμανίας 4 φορές, δύο νικητής του διαγωνισμού Ballon d' Or (Χρυσή Μπάλα), κέρδισε το εθνικό πρωτάθλημα της (Δυτικής) Γερμανίας 4 φορές με τη Μπάγερν Μονάχου (1969, 1972, 1973, 1974), τρεις φορές το Κύπελλο Ευρώπης (1974, 1975, 1976), μία το Κύπελλο Κυπελλούχων (1967) και άλλη μία το Διηπειρωτικό Κύπελλο (1976).
Ως διεθνής με την Εθνική Γερμανίας, ο Φραντς Μπεκενμπάουερ κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο το 1974 και το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1972. Κατόπιν, με τις επιτυχίες του ως προπονητή, ο Μπεκενμπάουερ εισήλθε στο κλειστό κλαμπ των 8 κόουτς που έχουν κερδίσει Πρωτάθλημα Γερμανίας υπό αμφότερες τις ιδιότητες παίκτη και προπονητή.
Οι τίτλοι, τα τρόπαια, οι διακρίσεις, μαζί με τις εκφράσεις θαυμασμού και το σεβασμό σύσσωμης της παγκόσμιας ποδοσφαιρικής κοινότητας, συνοδευόμενες ασφαλώς από τις στιγμές μαγείας που πρόσφερε με την απόδοσή του στο γήπεδο, γεμίζουν τόμους. Η ιστορία του Φραντς Μπεκενμπάουερ, άλλωστε, είναι από μόνη της μια αληθινή εποποιία -ακόμη και στις πιο σκοτεινές πτυχές της. Διότι ακόμη και σε αυτές, ο Μπεκενμπάουερ στάθηκε σαν ένας γίγαντας, σαν ένας γεννημένος ηγέτης και πρωταγωνιστής της δικής του ιστορίας.
Μιας ιστορίας που συνοψίζεται, ιδανικά ίσως, σε μια αποστροφή που είναι πολύ λιγότερο υπερβολική από όσο μοιάζει σε πρώτη ανάγνωση: «Όλος ο κόσμος έλεγε ότι δεν θα υπάρξει άλλος Πελέ -και μετά εμφανίστηκε ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Ύστερα όλος ο κόσμος έλεγε πως δεν θα υπάρξει άλλος Μαραντόνα -και βγήκε ο Λιονέλ Μέσι. Παρόλ' αυτά, ακόμη δεν έχουμε δει τον επόμενο Φραντς Μπεκενμπάουερ».