Μεγάλη είναι η ιστορία του μεγαλοπρεπούς Ναού Αγίου Γεωργίου της Ζάχολης που βρίσκεται στο Δήμο Ευρωστίνης. Εμείς θα κάνουμε μια καταγραφή μέσα από τις ιστορικές πηγές που υπάρχουν και είναι του Παν. Τόλια στο βιβλίο «Η ιστορία της Ζάχολης,» και του μ. ιερέα Ν. Παπανδρεάδη στο βιβλίο «Ιστορία και λαογραφία της Ζάχολης», στο οποίο εμπεριέχονται και προωπικές μαρτυρίες των γεροντότερων της Περιφέρειας.
Το έτος 1811 η Ζάχολη, που ήταν μια ακμάζουσα κωμόπολη, δεν είχε μεγάλη εκκλησία, είχε ένα μικρό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, χτισμένο στο χώρο που ευρίσκεται η σημερινή εκκλησία. Ανήκε διοικητικά και οικονομικά στη Μονή του Προφήτου Ηλία, η οποία παρεχώρησε το χώρο στους Ζαχολίτες για να χτίσουν την εκκλησία τους. Στα ιερά σκεύη του ναού, στο Ευαγγέλιο, στο Άγιο Ποτήριο υπάρχουν οι επιγραφές «Το θείον και ιερόν Ευαγγέλιον (Ποτήριον) υπάρχει της Μονής Ζαχόλης του ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου εν έτει 1813.
Το 1811 οι κάτοικοι συνήλθαν σε συνέλευση και απεφάσισαν να εκλέξουν μια επιτροπή που θα μετέβαινε στην Κόρινθο να επισκεφθεί τον Κιαμήλ Μπέη της Κορινθίας για να ζητήσει την άδεια να κτίσουν την εκκλησία τους. Όπως οριζόταν στο σχετικό σουλτανικό «φιρμάνι», είχαν δικαίωμα οι ραγιάδες να χτίσουν μικρή εκκλησία μέσα στο διάστημα των σαράντα ημερών, ημιυπόγειο. Αν δεν κατόρθωναν να την τελειώσουν, αυτή ή θα γκρεμιζόταν ή θα μεταβαλλόταν σε τζαμί. Με βάση αυτή την εντολή ξεκίνησε η επιτροπή, που την αποτελούσαν οι δημογέροντες Ιωάννης Κάσσιος, Κωνσταντίνος Κέκερης και Δημήτριος Στυμφαλιάδης και οι προύχοντες Ευστάθιος Ρούγκας, Γεώργιος Κορδούλης (Οικονομόπουλος) και Κωνσταντίνος Καζαντζής με πλούσια δώρα προς τον Μπέη για να συζητήσουν το θέμα τους.
Ο Μπέης τους δέχτηκε φιλικά και τους έδωσε έγγραφη άδεια (που δεν υπάρχει σήμερα) ορίζοντας κατά το νόμο σαν χρονικό περιθώριο περατώσεως της εργασίας τις σαράντα ημέρες και υπολογίζοντας ότι θα χτιζόταν ένα μικρό εκκλησάκι. Η επιτροπή γύρισε στη Ζάχολη και συγκάλεσε γενική συνέλευση και συζήτησε με τους κατοίκους τις λεπτομέρειες της κατασκευής του έργου. Κατέληξαν να χτιστεί η εκκλησία στην περίβλεπτη θέση που ήταν ο μικρός ναός του Αγίου Γεωργίου χρησιμοποιώντας το σχέδιο βασιλικής βυζαντινού ρυθμού που είχε στείλει από την Κωνσταντινούπολη άτομο της οικογένειας Νοταρά, μεγάλη, λιθόκτιστη, με κεντρικό τρούλο και δεκαέξι μικρότερους. Έγινε καταμερισμός υπηρεσιών. Όλοι οι άνδρες θα χωρίζονταν σε ομάδες και η κάθε ομάδα θα εκτελούσε μια συγκεκριμένη δουλειά. Την πέτρα θα την έπαιρναν από τη θέση Κεφαλάρι-Πορεία. Τον ασβέστη θα τον έφτιαχναν στη θέση Κρύα Βρύση στα ασβεστοκάμινα που θα κατασκεύαζαν, αφού η περιοχή αυτή είχε κατάλληλη πέτρα για ασβέστη. Άμμο θα χρησιμοποιούσαν από βράχο που βρέθηκε στον τόπο αυτό (βραχόαμμος). Για ξυλεία θα χρησιμοποιούσαν ένα μεγάλο κυπαρίσσι που βρισκόταν στη θέση Περδικάρη του χωριού Πύργος. Αυτό το κυπαρίσσι έλεγαν ότι ήταν στοιχειωμένο και όλοι αποφεύγανε να περάσουν κοντά του.
Όταν όλα κανονίστηκαν, ορίστηκε η ημερομηνία 1η Ιουνίου του 1811, που οι κάτοικοι δεν είχαν πολλές δουλειές στα χωράφια τους. Μόλις ξημέρωσε η ημέρα όλοι οι άνδρες ήσαν στη θέση τους και άρχισαν όλοι μαζί την εργασία. Εκείνοι που είχαν αναλάβει να κόβουν και να μεταφέρουν την πέτρα (πωρόλιθο μαλακό και ελαφρό) έκαναν μια μεγάλη αλυσίδα από το Κεφαλάρι μέχρι τον Άγιο Γεώργιο και έδιναν την πέτρα χέρι-χέρι. Οι χτίστες, 24 τον αριθμό, άρχισαν αμέσως να χτίζουν. Τα καμίνια έβαλαν φωτιά και έλιωναν την ασβεστόπετρα. Ο ασβέστης μεταφερόταν με τα ζώα σε λάκκους που άνοιξαν δίπλα στην εκκλησία. Στη θέση Περδικάρη ήταν η παρέα των ξυλοκόπων με επικεφαλής τον γέροντα Παπαμεντζελόπουλο (Κουτσουγέρη) που προσφέρθηκε να κόψει το στοιχειωμένο κυπαρίσσι. Σήκωσε το τσεκούρι του και το χτύπησε πρώτος. Η ξυλεία μεταφέρθηκε στους ώμους στον τόπο κατασκευής και οι ξυλουργοί άρχισαν αμέσως το έργο τους. Τόσο πολύ είχαν πιστέψει όλοι στη συλλογική εκείνη εργασία, που ο ναός τελείωσε σε 39 ημέρες, μία μέρα νωρίτερα από την προθεσμία-δηλαδή στις 8 Ιουλίου του 1811.
Περιγραφή του Ναού
Ο ναός είναι του τύπου της «βασιλικής μετά τρούλου» (στην περίπτωση αυτή πολύτρουλλος). Είναι τρίκλιτος. Η σκεπή του στηρίζεται πάνω σε 36 κολώνες με κιονόκρανα βυζαντινού ρυθμού. Έχει 17 τρούλλους. Έξι στη μία πλευρά και έξι στην άλλη, δώδεκα συνολικά, που συμβολίζουν τους 12 αποστόλους. Στις τέσσαρες γωνίες υπάρχει από ένας μεγαλύτερος τρούλλος που συμβολίζει κάθε έναν Ευαγγελιστή και στο μέσον ο μεγάλος που συμβολίζει τον Παντοκράτορα Χριστό. Είχε τρεις πο΄ρτες, μία στη νότια πλευρά δηλαδή την κυρία είσοδο, τοξωτή επάνω, στη βόρεια πλευρά η δεύτερη όμοια με την πρώτη και στη δυτική πλευρά η τρίτη η μικρότερη στο ίδιο σχήμα με τις προηγούμενες. Οι πόρτες αυτές εκτός από τη μικρή τη δυτική έχουν ανακατασκευασθεί αργότερα.
Ο ναός είναι τριμάρτυρος ή τρισυπόστατος. Η βορεινή πλευρά προς τιμήν των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, η μεσαία, το καθολικό, του Αγίου Γεωργίου και η δεξιά του Αγίου Δημητρίου.
Το τέμπλο είναι κατά την παράδοση φτιαγμένο από το ξύλο του στοιχειωμένου κυπαρισσιού, οπωσδήποτε όμως εξαιρετικής τέχνης. Κάτω από τις δεσποτικές εικόνες έχουν σκαλιστεί σκηνές από την Παλαιά Διαθήκη, ο Αδάμα και η Εύα στον Παράδεισο, η εκδίωξη των πρωτοπλάστων κ.ά. Επίσης, έχει σκαλιστεί στο τέμπλο το κόψιμο του κυπαρισσιού από τον Κουτσουγέρη. Οι εικόνες είναι έργα των ζωγράφων αδελφών Ιωάννου και Ζαχαρίου των Ανδρεϊδών από τους Χαλκιάνους της Ακράτας, όπως προκύπτει από επιγραφή κάτω από την εικόνα του Σωτήρος με χρονολογία 1834. Η εικόνα του Αγίου Γεωργίου έγινε με δαπάνη της Δελγίνας, συζύγου Ευσταθίου Ρούγκα το 1831 δια χειρός Ιωάννου Ανδρεϊδου. Της Θεοτόκου είναι δωρεά των αδελφών Γεωργίου και Κωνσταντίνου Καζαντζή. Η δε Αγία Τράπεζα είναι καλυμμένη με κουβούκλιο (πρεβαντόριο), όπως στην αρχαία Παράδοση. Το περιτοίχισμα του ναού χτίστηκε το 1889. Στο προαύλιό του υπάρχουν τα ερείπια του πρώτου ελληνικού σχολείου της Ζάχολης.
Το 1826 που η Ζάχολη κάηκε από τον Ιμβραήμ πάσα η εκκλησία πυρπολήθηκε αλλά δεν κάηκε, γιατί πρόφθασαν και την έσβησαν οι κάτοικοι που έτρεξαν απ’ τα γύρω βουνά όπου είχαν καταφύγει και μόνο οι δύο πόρτες δυτική και βόρεια καταστράφηκαν. Ο ναός εγκαινιάστηκε κατά το έτος 1834, ηλεκτροφωτίστηκε το 1968 και συνδέθηκε με τον αμαξιτό δρόμο με τσιμεντένια σκάλα από 175 σκαλιά το 1971.
Ιστορία του Ναού:
Κατά την παράδοση ο Αγιώργης της Ζάχολης χτίστηκε στα 1811, όπως είναι σήμερα, σε διάστημα 39 ημερών. Στο γεγονός αυτό αναφέρονται δύο επιγραφές χαραγμένες μεταγενέστερα, η μία σε μαρμάρινη πλάκα δίπλα στη νότια πρόσβαση και η άλλη σε πέτρα πάνω στο ξύλινο υπέρθυρο της βόρειας θύρας. Αν και οι επιγραφές αυτές δεν αποτελούν τεκμήρια, φαίνεται ότι η παράδοση δεν ξεφεύγει από την πραγματικότητα ως προς το χρόνο. Είναι όμως πολύ αμφίβολο αν το κτίσμα, όπως το βλέπουμε σήμερα, είναι το αρχικό. Σαφείς ενδείξεις σε μικρό παράθυρο της νότιας πλευράς και στην εσωτερική παρειά του βόρειου τοίχου οδηγούν στο συμπέρασμα ότι προηγήθηκε μια αρχική ξυλόστεγη βασιλική και ακολούθησε η μεταγενέστερη θολοσκέπαστη τρουλλωτή εκκλησία.
Ο ναός που πρόσφατα κρίθηκε διατηρητέος έχει χτιστεί πάνω στα ερείπια
προγενέστερου ναού και έχει μείνει στην νεώτερη ιστορία του έθνους καθώς
Στις 14 Μαρτίου
1821 καταφθάνει στη Ζάχολη, από το Μοναστήρι του
Προφήτη Ηλία του
Κούτου, ένοπλος ο ηγούμενος Γερμανός, με άλλους μοναχούς όπου μετά από
πανηγυρική δοξολογία στον ναό του Αγίου Γεωργίου, υψώνει την Σημαία της
Επαναστάσεως με τα σύμβολα της Φιλικής Εταιρείας και μαζί με τους
Ζαχολίτες οπλαρχηγούς Παναγιωτάκη Γεραρή και Χρήστο Ζίνη ή Ζαχολίτη
εκδιώκουν από την Ζάχολη τις τούρκικες οικογένειες, προς Κόρινθο.
Ταυτόχρονα εκτυπούσαν χαρμοσύνως οι καμπάνες του Αγίου Γεωργίου
κυρήσσοντας την επανάσταση και ρίγη συγκινήσεως είχον καταλάβει τους
κατοίκους.
Επίσης κατέφθαναν από τα γύρω χωριά Κούτο και Πύργο οι πιό θερμόαιμοι
μαζί με προύχοντες και δημογέροντες καθώς και οι οπλαρχηγοί και
ησπάζοντο αλλήλους λέγοντας το "Χριστός Ανέστη", με το σύνθημα
"Ελευθερία ή Θάνατος". Επίσης εδώ ο Γέρος του Μοριά Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προέδρευσε επαναστατικών συμβουλίων. Στο προαύλιο
του ναού βρίσκεται ο τάφος και η προτομή του οπλαρχηγού Παναγιωτάκη
Γεραρή.
Είναι γνωστό ότι η Ζάχολη πυρπολήθηκε από τον Ιμπραήμ και ότι οι Τούρκοι επιδρομείς έκαναν μεγάλες καταστροφές. Όμως, κατά τη ντόπια παράδοση, οι Ζαχουλίτες έτρεξαν γύρω από τα γύρω και έσβησαν έγκαιρα τη φωτιά που οι εχθροί έβαλαν στην εκκλησία. Μπορούμε να δεχθούμε ότι τότε (1826) κάηκε η ξύλινη στέγη της παλιάς βασιλικής χωρίς να βλαφτούν οι τοίχοι της. Πράγματι, μερικές ξυλοδεσιές φαίνονται καμένες και μία από αυτές, στο δεύτερο από δυτικά νότιο μικρό παράθυρο, είναι απανθρακωμένη. Η πραγματοποίηση της θολωτής κατασκευής, όπως την ξέρουμε σήμερα, πρέπει να έγινε γύρω στα 1830, αν κρίνουμε από τις χρονολογημένες εικόνες του τέμπλου και από τα πρώτα χρονολογημένα σπίτια της νεώτερης Ζάχουλης. Ένα αρκετά μεγάλο σπίτι στο χωριό (του Νικ. Παπανδρεάδη) έχει την επιγραφή «1833, Μαϊου 19». Μια σειρά ανανεώσεων και αλλαγών έγιναν γύρω στα 1840-1843. Λίγο αργότερα τοποθετείται η νεοκλασική αναμόρφωση του νότιου θυρώματος και στο δεύτερο ήμισυ του ΙΘ’ αιώνα οι στρογγυλοί φεγγίτες ψηλά στις δύο στενές πλευρές.
Στα 1917 λέγεται ότι εκπλειστηριάστηκε η μολυβένια επικάλυψη του κεντρικού τρούλλου βάρους 800 οκάδων και στα 1945-1950 κατασκευάστηκε το τσιμεντένιο υπέρθυρο της κυρίας εισόδου. Ανακεράμωση της στέγης έγινε το 1968 και το 1971. Τότε κατασκευάστηκε και η τσιμεντένια σκάλα με τα 173 σκαλοπάτια που από το χωριό ανεβάζει στη ΒΑ. γωνία του ναού. Η εκκλησία είχε ευθύς εξ αρχής τρεις προσβάσεις. Εκτός δηλ. από τη δυτική, από όπου έμπαιναν οι γυναίκες, υπήρχε και η βορεινή για να εξυπηρετούνται οι πλησιόχωροι Μαυριάνοι και Φιδακιάνοι και μια μεσημβρινή για την εξυπηρέτηση των κατοίκων των άλλων μαχαλάδων κι ακόμη για την έξοδο και συγκέντρωση του εκκλησιάσματος στην αυλή. Στο ίδιο χώρο υπήρχε άλλοτε και κτίριο σχολείου. Σημειώσαμε ήδη ότι στη δυτική όψη η στέγη δεν διαμορφώνεται σε αέτωμα (καλκάνι), όπως στην ανατολική, αλλά απολήγει σε απότμηση (μισοκάλκανο). Η παρουσία του τελευταίου στοιχείου, άγνωστου στα πελοποννησιακά οικοδομικά εργαστήρια, οδηγεί στην υπόθεση ότι η κατασκευή του ναού έγινε από βορειοελλαδικό οικοδομικό συνεργείο, από Ηπειρώτες. Πράγματι –αλλά αυτό έγινε αργότερα- Ηπειρώτες μαστόροι εργάστηκαν στο καμπαναριό της Αγίας Παρασκευής της Ζάχολης γύρω στα 1870 και συνέχιζαν να έρχονται και να χτίζουν έως το 1930. Από τότε τους διαδέχτηκαν οι Βαρβαρίτες μαστόροι από τα γειτονικά Κλουκινοχώρια. Η οικοδόμηση της εκκλησίας το 1811 ως μεγάλης βασιλικής, δείχνει την πληθυσμιακή ακμή και το επίπεδο ανάπτυξης της Ζάχολης.
Και αυτές μεν είναι σε ελεύθερη απόδοση οι διαπιστώσεις και οι εκτιμήσεις ενός ειδικού μελετητή. Έναν τώρα κοινό επισκέπτη ή προσκυνητή εντυπωσιάζουν κυρίως τα εξής τέσσαρα πράγματα:
Η εξαίσια πανοραμική θέση όπου υψώνεται περίοπτος ο ναός μέσα σ’ έναν περίγυρο φορτωμένο από τις μνήμες του ιστορικού παρελθόντος.
*Το μέγεθος και η επιβλητικότητα του ναού.
*Η πολυεπίπεδο και πολύτρουλλη στέγη με τους 17 τρούλλους της, που αντιστοιχούν σε τρία διαφορετική μεγέθη.
*Εσωτερικά οι 14 κολόνες τους (κίονες και πεσσοί) με την πολυθόλωτη οροφή και το εξαίρετο ξυλόγλυπτο τέμπλο.
Αν η Ζάχολη δεν είχε τίποτε άλλο εκτός από τον Αγιώργη της και πάλι θα άξιζε να την επισκεφθεί κανείς, γιατί είναι τόπος ευλογημένος με σπάνια φυσική ομορφιά.