Μετά την Θεία Λειτουργία στον Ι.Ν του Αγίου Ιωάννη, ακολούθησε ομιλία στο Πνευματικό Κέντρο Δερβενίου, από τον Δρ. Ιστορίας του Πανεπιστημίου Στρασβούργου και καθηγητή Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Γεώργιο Νικολάου.
Η ομιλία του Δρ. Γεωργίου Νικολάου, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ( στο Δερβένι, 22. 1. 2023)
Η μάχη στα Μαύρα Λιθάρια (4-6 Ιανουαρίου 1823)
Αιδεσιμώματε, κύριε υπουργέ, κύριε υφυπουργέ, κύριε δήμαρχε, κύριε βουλευτά, κυρίες και κύριοι, θα ήθελα καταρχάς να ευχαριστήσω τον δήμο Ξυλο-κάστρου - Ευρωστίνης για την ευγενική πρόσκληση που μου απηύθηνε να μιλήσω σήμερα για τη μάχη που έλαβε χώρα στα Μαύρα Λιθάρια, πριν από 200 ακριβώς χρόνια, τον Ιανουάριο του 1823, σ’ αυτή την εκδήλωση η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων που οργανώνονται από το 2021 στη χώρα μας και στον απόδημο Ελληνισμό για να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την έναρξη της εθνικο-απελευρωτικής Επανάστασης του 1821. Είναι γεγονός ότι αυτή η μάχη δεν είναι τόσο γνωστή στο ευρύ κοινό, παρόλο που η σημασία της είναι, αναμφίβολα, μεγάλη. Ίσως τούτο να οφείλεται στο ότι από πολλούς θεωρείται πως η μεγάλη απειλή που συνιστούσε για την επανάσταση στην Πελοπόννησο η εκστρατεία του Δράμαλη εξέλειπε με τις νίκες που πέτυχαν οι ελληνικές δυνάμεις στα Δερβενάκια και στο Αγιονόρι, στις 26 και 28 Ιουλίου 1822. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη σημασία που έχουν αυτές οι νίκες, δεν συνεπάγονταν την οριστική ήττα της στρατιάς του Δράμαλη, αφού όσοι Τούρκοι γλίτωσαν εξακολουθούσαν να αποτελούν έναν μεγάλο κίνδυνο για πορεία της Επανάστασης. Μπορούμε να πούμε ότι η νίκη των Ελλήνων στα Δερβενάκια είναι η αρχή του τέλους της εκστρατείας του Δράμαλη στον Μοριά, με την οποία ο Σουλτάνος Μαχμού Β΄ πίστευε ότι θα κατέπνιγε οριστικά την Επανάσταση, όμως η μάχη στα Μαύρα Λιθάρια και η νίκη που πέτυχαν οι Έλληνες αποτελεί την οριστική εξουδετέρωση αυτής της απειλής, εξ ου και η μεγάλη σημασία της.
Ενδεικτικό της σημασίας που είχε για την Επανάσταση η μάχη στα Μαύρα Λιθάρια είναι το ότι αναφέρονται σ’ αυτήν όλοι οι αγωνιστές του Εικοσιένα που μας άφησαν απομνημονεύματα, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο υπασπιστής του Φωτάκος, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο Παναγιώτης Παπατσώνης, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Νικόλαος Σπηλιάδης και άλλοι, αλλά και φιλέλληνες, όπως ο Σκωτσέζος Τόμας Γκόρντον στην πολύτιμη ιστορία που έγραψε για την Ελληνική Επανάσταση. Το ότι αφιερώνουν σ’ αυτό το γεγονός μία ή περισσότερες σελίδες των έργων τους δείχνει ότι του αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία για την ολοκληρωτική ήττα της στρατιάς του Δράμαλη. Μελετώντας δε κανείς, συγκριτικά, αυτές τις πηγές διαπιστώνει ότι όσα γράφουν συμφωνούν, σε γενικές γραμμές, μεταξύ τους αν και εντοπίζονται και αποκλίσεις, δηλαδή ορισμένες διαφορές, οι οποίες ερμηνεύονται αν λάβουμε υπόψη μας το ότι δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες αυτού του γεγονότος και έτσι στηρίχθηκαν σε μαρτυρίες ατόμων που συμμετείχαν σ’ αυτή τη μάχη, αλλά και το ότι μεταξύ τους υπήρχαν ιδεολογικές διαφορές και διαφορετικές εκτιμήσεις για το ποιοι ήταν οι πρωταγωνιστές στις νίκες των Ελλήνων ή οι υπεύθυνοι για τις ήττες τους κ.λπ. Η παρατήρηση αυτή ισχύει για όλα σχεδόν τα στρατιωτικά γεγονότα της Επανάστασης.
Ας δούμε όμως πως εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα στη βόρεια Πελοπόννησο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1822 πριν φθάσουμε στη μάχη που διεξήχθη στα Μαύρα Λιθάρια. Μετά τη μεγάλη νίκη που πέτυχαν τα ελληνικά στρατεύματα εναντίον της στρατιάς του Δρά-μαλη στα Δερβενάκια, ο Κολοκοτρώνης και άλλοι οπλαρχηγοί τον πολιόρκησαν στην Κόρινθο ώστε να αποτρέψουν τη φυγή του προς τη δυτική Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα. Ταπεινωμένος από τη ήττα που είχε υποστεί, αφού ανασύνταξε κάπως τις δυνάμεις του, δοκίμασε να σπάσει την πολιορκία, ώστε να διαφύγει με όσους στρατιώτες είχαν απομείνει προς τη δυτική Πελοπόννησο, αλλά η προσπάθειά του απέτυχε. Στη μάχη που έγινε στο Βασιλικό, στις 12 Αυγούστου, οι Έλληνες απέκρουσαν μία απόπειρα των Τούρκων να κινηθούν προς τα δυτικά, αν και είχαν σημαντικές απώλειες. Στα μέσα Σεπτεμβρίου 2.000 περίπου Τούρκοι επιχείρησαν να περάσουν μέσα από τα Γεράνεια προς τη Στερεά, αλλά εκεί τους αντιμετώπισαν με επιτυχία ο Νικηταράς και άλλοι οπλαρχηγοί. Οι Τούρκοι που ήταν αποκλεισμένοι στην Κόρινθο υπέφεραν από μεταδοτικές ασθένειες και από την πείνα, ύστερα και από αποτυχημένες προσπάθειες τουρκικών πλοίων να τους ανεφοδιάσουν με τρόφιμα. Στα τέλη Οκτωβρίου, ο Δράμαλης, στον οποίο ο σουλτάνος είχε στηρίξει τις ελπίδες για κατάπνιξη της Επανάστασης στην Πελοπόννησο, πέθανε στην Κόρινθο από τη μεγάλη στενοχώρια ή, κατ’ άλλους, από τύφο.
Μετά τον θάνατό του ανέλαβε την αρχηγία του τουρκικού στρατεύματος ο Ντελή Αχμέτ πασάς, έως τότε διοικητής του ιππικού. Η θέση των Τούρκων στρατιωτών επιδεινωνόταν διαρκώς, εφόσον ο Κορινθιακός κόλπος ελεγχόταν από υδραίικα και σπετσιώτικα πλοία και έτσι ήταν αδύνατος ο ανεφοδιασμός τους. Αρκετοί πέθαναν από την πείνα και ως τα τέλη Δεκεμβρίου είχαν απομείνει μόνο 6.000 με 7.000 άνδρες. Ο Ντελή Αχμέτ, για να σώσει όσους άνδρες είχαν απομείνει, αποφάσισε να τους οδηγήσει στην Πάτρα καταμερίζοντάς τους σε δύο τμήματα: ένα μικρό τμήμα θα μεταφερόταν με πλοία στο Ρίο, ενώ ο ίδιος με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού θα κατευθυνόταν στην Πάτρα από την ξηρά. Στην Κόρινθο παρέμειναν μόνο οι άρρωστοι και η φρουρά του Ακροκορίνθου. Οι Τούρκοι που επιβιβάστηκαν στα πλοία έφθασαν στην Πάτρα, χωρίς να συναντήσουν καμία αντίσταση, αφού ο ελληνικός στόλος είχε αποχωρήσει από τον Κορινθιακό, λόγω του χειμώνα. Το σώμα του Ντελή Αχμέτ, αποτελούμενο από 4.000 περίπου χιλιάδες άνδρες (ορισμένες πηγές κάνουν λόγο για μεγαλύτερο αριθμό), αναχώρησε από την Κόρινθο στις 4 Ιανουαρίου 1823, μέσω της παραλιακής οδού, θεωρώντας πως δεν θα συναντούσε κανένα εμπόδιο, γιατί οι Τούρκοι είχαν πληροφορίες ότι ο δρόμος δεν κατεχόταν πουθενά από ελληνικά στρατεύματα. Μετά όμως από μια διήμερη πορεία υπέστησαν αιφνίδια επίθεση στα Μαύρα Λιθάρια και στην Ακράτα. Το γεγονός αυτό έχει σχέση με μία δυσμενή αρχικά, αλλά ευνοϊκή, όπως φάνηκε μετά, συγκυρία.
Έτυχε να βρίσκονται εκείνες της ημέρες εκεί, όχι για να εμποδίσουν ενδεχόμενη διάβαση των Τούρκων αλλά γιατί αντιμάχονταν μεταξύ τους, ο μεγαλοπρούχοντας των Καλαβρύτων Σωτήρης Χαραλάμπης με ισχυρή στρατιωτική δύναμη και οι Πετμεζαίοι με τους άνδρες τους. Οι αντιζηλίες και οι διαφορετικές αντιλήψεις των προυχόντων και των παλαιών κλεφτών και τώρα οπλαρχηγών για την αρχηγία των όπλων της επαρχίας, προκάλεσαν αυτή τη διαμάχη του Χαραλάμπη με τους Πετμεζαίους, κάποιοι από τους οποίους είχαν υπηρετήσει προεπαναστατικά ως κάποι, δηλαδή σωματοφύλακες της οικογένειάς του. Δεν είναι όμως ξεκάθαρο αν αυτή η διαμάχη είχε να κάνει μόνο με την αρχηγία των στρατευμάτων της περιοχής, αν οφειλόταν και σε προεπαναστατικές αντιπαλότητες ή αν η αιτία της ήταν το ποιος θα εισέπραττε τα εισοδήματα από τις σταφίδες της Αιγιαλείας, τον «πακτωλό» αυτής της περιοχής, όπως τα χαρακτηρίζει ο Παπατσώνης. Όποια κι αν ήταν η αιτία, γεγονός είναι ότι αυτή η διαμάχη είχε οξυνθεί πολύ και έβαινε προς ένοπλη σύγκρουση. Αυτόν τον κίνδυνο τον πληροφορήθηκε έγκαιρα ο γέροντας προύχοντας Ασημάκης Ζαΐμης και για να μη χυθεί αδελφικό αίμα, έσπευσε με τους άνδρες του σ’ αυτή την περιοχή, στέλνοντας το παρακάτω μήνυμα συμφιλίωσης στους δύο άνδρες, με το οποίο τους καλούσε να πολεμήσουν ενωμένοι εναντίον των Τούρκων: «Συμπατριώται! Οι εκ Κορίνθου εχθροί διαβαίνουν δια τας Πάτρας και ήδη διανυκτερεύουν εις τα Ζαχολίτικα. Ημείς ταύτην την στιγμήν κινούμεθα κατ’ αυτών παραδίδοντες εις την παντοτινήν λήθη τα μεταξύ μας. Φρονούμεν ότι και υμείς έχετε τα αυτά αισθήματα με ημάς υπέρ πατρίδος. Σας περιμένομεν λοιπόν εις την Ακράταν, προτού ξημερώσει, δια να πολεμήσωμεν τους κοινούς εχθρούς της πατρίδος. Και αφού καταστρέψωμεν αυτούς, εάν έχετε όρεξιν, ξεμπερδεύομεν έπειτα και τα μεταξύ μας». Τα λόγια του βρήκαν ανταπόκριση. Μπρος στον άμεσο και κοινό κίνδυνο οι δύο αντίπαλοι συμφιλιώθηκαν. Ταυτόχρονα, κινούνταν προς τα κει για τη αποσόβηση μιας επαπειλούμενης σύγκρουσης οι οπλαρχηγοί Θεοχαρόπουλος και Σολιώτης, οι οποίοι είχαν ειδοποιηθεί γι’ αυτή τη διαμάχη. Στο μεταξύ, ένας από τους καπετάνιους της περιοχής, ο Παναγιωτάκης Γεραρής, ο οποίος είχε λάβει πριν μέρος και στη μάχη των Δερβενακίων, πήρε εντολή από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη να πιάσει τα στενά των Μαύρων Λιθαριών, μαζί με τον Γεωργάκη Χελιώτη, ώστε να ανακόψουν την πορεία των Τούρκων προς την Πάτρα. Πράγματι, ο Γεραρής έσπευσε αμέσως και έπιασε, μαζί με τον Χελιώτη, τον Γεώργιο Λύκο και άλλους πλαρχηγούς τα στενά από το Δερβένι ως τα Μαύρα Λιθάρια. Μάλιστα, έβαλε στα υψώματα της Λυγιάς, της Εκτενής και της Ψωροσπηλιάς άνδρες του να παρατηρούν αν έρχονταν Τούρκοι και να ειδοποιήσουν τους Ζαχολίτες και τους αγρότες άλλων κοντινών χωριών που εργάζονταν στα πεδινά, μαζεύοντας τις ελιές.
Στις 5 Ιανουαρίου οι συμφιλιωμένοι πλέον οπλαρχη-γοί, που βρίσκονταν με τα σώματά τους πάνω από τα Καλύβια της Ακράτας, είδαν να προχωρούν κάτω χαμη-λά τα στρατεύματα του Ντελή Αχμέτ. Αρκετοί Τούρκοι είχαν περάσει το ποτάμι της Ακράτας, ενώ άλλοι περίμεναν να το περάσουν, χωρίς να βιάζονται. Βλέποντας τους Τούρκους οι Έλληνες κινήθηκαν, χωρίς να τους αντιληφθούν οι εχθροί, ενώθηκαν με άλλους που είχαν φθάσει εκεί και κατέλαβαν έναν οχυρό τοίχο, πέρα από το ποτάμι προς τη Βοστίτσα, που τον είχαν φτιάξει το προηγούμενο έτος για να αναχαιτίσουν πιθανή εισβολή του Δράμαλη. Ταυτόχρονα, κατέλαβαν τη στενή διάβαση ανάμεσα στη θάλασσα και στο βουνό. Και επειδή όταν ξεκίνησαν από τα χωριά τους δεν περίμεναν μια πολυήμερη πολεμική επιχείρηση και γι’ αυτό δεν είχαν μαζί τους τρόφιμα, ο Ζαΐμης και ο Χαραλάμπης ζήτησαν εφόδια από τη μονή του Μεγάλου Σπηλαίου. Όντως, έφθασαν από τη μονή όχι μόνο εφόδια, αλλά και πενήντα ένοπλοι μοναχοί, με επικεφαλής τον ηγούμενο Δαμασκηνό, και ενώθηκαν με τα άλλα ελληνικά σώματα. Πρέπει να πούμε στο σημείο αυτό ότι οι πηγές που διαθέτουμε για να μελετήσουμε αυτό το γεγονός είναι, εν μέρει τουλάχιστον, αντιφατικές. Άλλοι συγγραφείς απομνημονευμάτων γράφουν ότι η μάχη ξεκίνησε στον Άγιο Σπυρίδωνα της Λυγιάς και επεκτάθηκε έπειτα στα Μαύρα Λιθάρια και άλλοι ότι η πρώτη σύγκρουση των Ελλήνων με τους Τούρκους έγινε στο ποτάμι της Ακράτας. Πάντως, όλοι συμφωνούν στο ότι η κυριότερη μάχη έγινε στα Μαύρα Λιθάρια. Ανεξάρτητα όμως από το που ρίχτηκαν οι πρώτες ντουφεκιές, πρέπει να τονίσουμε αυτό που γράφει στα απομνημονεύματά του ο Φωτάκος, δηλαδή ότι ο Αγώνας του Εικοσιένα ήταν πανεθνικός και παλαϊκός. Όλοι, άνδρες και γυναίκες, πολέμησαν απ’ άκρου σ’ άκρο της ελληνικής γης για να ρθει η ποθητή ελευθερία και να δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Αυτός ήταν ο στόχος των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας και όλων των διακηρύξεων των επαναστατημένων Ελλήνων.
Αλλά ας επανέλθουμε στο γεγονός που γιορτάζουμε σήμερα. Ο Ντελή Αχμέτ έφθασε στο μέρος που είχαν το καταλάβει οι Έλληνες στις 6 Ιανουαρίου και επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να παραβιάσει αυτό το πέρασμα. Οι Τούρκοι επιχείρησαν και δεύτερη έφοδο που αποκρούστηκε και αυτή με σημαντικές γι’ αυτούς απώλειες. Έτσι, ο Τούρκος στρατηγός αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Κατά την υποχώρηση οι Τούρκοι δέχθηκαν σφοδρή επίθεση στα Μαύρα Λιθάρια από τα σώματα του Νικόλαου Πετμεζά και του Παναγιώτη Γεραρή. Εδώ, λόγω και της διαμόρφωσης του εδάφους, έγινε η πιο σκληρή και πιο κρίσιμη μάχη, με πείσμα και από τις δύο πλευρές. Τελικά, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς την Ακράτα, κατέλαβαν το προ αυτής χάνι και οχυρώθηκαν εκεί. Οι πηγές μας πληροφορούν για την αποφασιστικότητα με την οποία πολεμούσαν άοπλοι Έλληνες εναντίον των καλά οπλισμένων Τούρκων. Για παράδειγμα, ένας αγωνιστής ονόματι Μεταξάς, από τη Ζάχολη, έχοντας ως μοναδικό όπλο ένα κλαδευτήρι σκότωσε έναν Τούρκο ιππέα και του πήρε τα όπλα του. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν μεγάλες. Εξακόσιοι όμως κατόρθωσαν να διαφύγουν προς την Πάτρα, γεγονός που ο Παπατσώνης το αποδίδει, πάλι, στις διχόνοιες μεταξύ των Ελλήνων «διότι είχον τον νουν τους ποιος να πρωταρπάξη τα εισοδήματα των σταφίδων της Βοστίτζης και ούτω πως άφησαν τους ολίγους Τούρκους να φύγουν». Νομίζω ότι ο προύχοντας της Μεσσηνίας απολυτοποιεί τον οικονομικό παράγοντα, θεωρώντας τον ως τη μόνη αιτία της διαφυγής των Τούρκων.
Σ’ αυτή τη μάχη, αλλά και σε άλλες, διακρίθηκε ο οπλαρχηγός της περιοχής Παναγιώτης Γεραρής. Αξίζει, λοιπόν, να πούμε δυο λόγια γι’ αυτόν τον αγωνιστή. Ο καπετάν Γεραρής καταγόταν από τη Ζάχολη (τη σημερινή Ευρωστίνη). Είναι ένας από τους πρώτους που επαναστάτησαν στην Πελοπόννησο. Κήρυξε την επανάσταση περί τα μέσα Μαρτίου στη μονή του Προφήτη Ηλία Ζάχολης, μαζί με τον ηγούμενό της Γερμανό. Έλαβε μέρος σε πολλές μάχες: στην πολιορκία του Κορίνθου, στα Δερβενάκια, και αλλού. Η σημαντικότερη όμως μάχη στην οποία συμμετείχε, στην έκβαση της οποίας έπαιξε σημαντικό ρόλο, ήταν αυτή που έγινε στα Μαύρα Λιθάρια, όπου πολέμησε επικεφαλής χωρικών της περιοχής. Μία μάχη στην οποία οι Έλληνες νίκησαν, αλλά χάθηκαν πολλοί. Ο λαός ύμνησε και θρήνησε, συνάμα, τη θυσία τους για την πατρίδα, με τραγούδια, πλασμένα με βάση το κοινό μοτίβο των ιστορικών δημοτικών τραγουδιών μας, που αναφέρονται στις μάχες των Ελλήνων το Εικοσιένα. Ένα από αυτά αναφέρεται στον θάνατο του Ζαχολίτη αγωνιστή Γιώργη Γκέκα, ο οποίος πολεμούσε με το σώμα του Γεραρή, και στον θρήνο για τον χαμό του:
-Θέλτε ν’ακούστε κλάματα, ν’ ακούστε μοιρολόγια,
περάστε από τη Ζάχολη κι από τον Άγιο Γιώργη,
Εκεί θ’ ακούστε κλάματα, θ’ ακούστε μοιρολόγια,
να δείτε την Πισιόπλαινα, τον άντρα της να κλαίει
σαν έμαθε πως έπεσε στα Μαύρα τα Λιθάρια.
Αγνάντια βγήκε και έκατσε, τους Έλληνες ρωτάει.
-Μην είδατε τον Γιώργη μου, τον δόλιο μου τον άντρα,
σε τι ταμπούρια πολεμά, σε ποια βαθιά λαγκάδια;
Στα Μαύρα Λιθάρια πήγανε, τους Τούρκους καρτεράνε,
Επιάσανε τον πόλεμο απ’ την αυγή ως το βράδυ
κι ο Γεραρής εφώναξε κι ο καπετάνιος λέει:
-Φυλάξου Γιώργη κι έρχονται οι Τούρκοι κατά σένα.
Κι ο Γιώργης δεν τον άκουσε κι οι Τούρκοι τον σκοτώσαν.
Όσοι είστε φίλοι κλάψατε και εσείς καλά παιδιά μου.
Ο Γιώργης μου σκοτώθηκε, τ’ άξιο το παληκάρι!
Τον κλαίνε χώρες και χωριά κι ούλοι οι Ζαχολίτες!
Στη μάχη αυτή διακρίθηκε και ένας άλλος οπλαρχηγός της περιοχής, ο Χρήστος Ζήνης ή Ζαχολίτης, οι στρατιώτες Χρήστος Κορδούλης, Μήτρος και Παναγιώτης Χίνος, Παναγιώτης Αναστασόπουλος, Αγγελής Παπαγγελόπουλος και πολλοί άλλοι. Ο Γεραρής τραυματίστηκε σοβαρά. Οι νεκροί Έλληνες ενταφιάστηκαν στον Άγιο Γεώργιο της Ζάχολης και στους τάφους τους φυτεύτηκαν εφτά κυπαρίσσια. Ας σημειωθεί ότι ο Γεραρής, ο οποίος έλαβε το 1823 τον βαθμό του εκατόνταρχου, θεωρείται ένας από τους πρώτους οικιστές του Δερβενίου, όπου απεβίωσε το 1864.
Τι έγινε μετά από αυτή τη σημαντική νίκη των Ελλήνων στα Μαύρα Λιθάρια; Στις 8 Ιανουαρίου έφθασαν στο πεδίο της μάχης με τα σώματά τους, επιστρέφοντας από το Μεσολόγγι, ο Ανδρέας Ζαΐμης και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος. Πήγαιναν στο Άστρος, όπου θα διεξαγόταν η Β΄ Εθνοσυνέλευση· κατέλαβαν τα νώτα των Τούρκων και έτσι αυτοί βρέθηκαν να πολιορκούνται και από τις δύο πλευρές. Ο Ντελή Αχμέτ, απομονωμένος, χωρίς τρόφιμα και μη μπορώντας να προχωρήσει μπροστά ούτε να οπισθοχωρήσει, έβλεπε το στράτευμά του να φθείρεται διαρκώς. Οι Τούρκοι άρχισαν να σκοτώνουν τα άλογά τους για να τρέφονται με το κρέας τους. Τελικά, αναγκάστηκαν να ρθουν σε διαπραγματεύσεις με τους αρχηγούς των Ελλήνων ζητώντας παράδοση. Ο Ντελή Αχμέτ έθετε ως μοναδικό όρο παράδοσης την ασφάλεια της ζωής των στρατιωτών του, ώστε να μπορέσουν να φύγουν, αφού θα έδιναν, σύμφωνα με τον Φωτάκο, ως ενέχυρο 600.000 γρόσια, καθώς και τα όπλα τους και τ’ άλογά τους. Αλλά η συμφωνία βράδυνε να υπογραφεί γιατί οι Τούρκοι ζητούσαν να παραδοθούν μόνο στον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που τον εμπιστεύονταν. Οι διαπραγματεύσεις παρατείνονταν γιατί υπήρχαν διχογνωμίες μεταξύ των Ελλήνων οπλαρχηγών. Ο Χαραλάμπης ζητούσε να προσκυνήσουν σ’ αυτόν οι Τούρκοι, ενώ οι Πετμεζαίοι απαιτούσαν να παραδοθούν σ’ αυτούς. Ο Φωτάκος αναφέρει ότι ο Λόντος παρήγγειλε στους Τούρκους να μην δεχθούν να παραδοθούν στον Οδυσσέα γιατί αυτό θα κακοφαινόταν στους Μοραΐτες και θα τους σκότωναν όλους. Ο Δεληγιάννης γράφει από την πλευρά του ότι οι προύχοντες ήθελαν να στείλουν τους Τούρκους στη Ζάκυνθο ή στην Πρέβεζα, αφού παρέδιδαν τα όπλα και τα άλογά τους και πλήρωναν 700.000 γρόσια ως έξοδα του πολέμου. Οι Τούρκοι τα δέχονταν όλα, εκτός από το να παραδώσουν τα όπλα. Τελικά, όπως γράφει, οι προύχοντες συγκατένευσαν να τους αφήσουν 500 έως 800 όπλα και να τους δώσουν ομήρους για την ασφάλειά τους. Ταυτόχρονα όμως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος άρχισε συζητήσεις με τους Τούρκους, πείθοντάς τους ότι αυτός θα τους έσωζε ως προσκυνημένους και όχι οι Μοραΐτες, χρησιμοποιώντας ως επιχείρημα το ότι δεν τηρούσαν τις συμφωνίες τους.
Αλλά ενώ οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονταν, χωρίς τελειωμό, και οι Τούρκοι, που υπέφεραν από τις στερή-σεις, ετοιμάζονταν να παραδοθούν, έφθασαν στις 8 Φεβρουαρίου μπροστά από την Ακράτα 10 με 12 τουρκικά πλοία για να παραλάβουν όσους Τούρκους είχαν απομείνει. Κάμποσοι πνίγηκαν, στην προσπάθειά τους να επιβιβαστούν στα πλοία, γιατί η θάλασσα ήταν τρικυμισμένη και οι βάρκες δεν μπορούσαν να πλησιάσουν στην ακτή. Όμως, 1.000 με 1.500 περίπου κατόρθωσαν να επιβιβαστούν, ενώ οι Έλληνες τους πυροβολούσαν συνεχώς από την ακτή, και να φθάσουν στο φρούριο του Ρίου και από κει στην Πάτρα. Αυτή ήταν η κατάληξη της εκστρατείας του Δράμαλη στην Πελοπόννησο, η οποία απείλησε σοβαρά την Επανάσταση. Στα Μαύρα Λιθάρια και στη γύρω περιοχή οι Έλληνες πέτυχαν μια μεγάλη νίκη και χάθηκε ένας σημαντικός αριθμός των Τούρκων από τη στρατιά του Δράμαλη. Μόνο το ένα δέκατο περίπου του αρχικού αριθμού των ανδρών της διασώθηκε, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την πορεία της Επανάστασης.
Κυρίες και κύριοι, όπως είπαμε και στην αρχή, αναμφίβολα η μεγάλη νίκη των ελληνικών στρατευμάτων στα Δερβενάκια και στο Αγιονόρι ήταν καθοριστικής σημασίας για την εξουδετέρωση της μεγάλης απειλής που συνιστούσε για την Επανάσταση η εκστρατεία του Δράμαλη στην Πελοπόννησο. Η νίκη όμως των Ελλήνων στα Μαύρα Λιθάρια, έξι περίπου μήνες αργότερα, εναντίον των ισχυρών ακόμη υπολειμμάτων της μεγάλης στρατιάς του συνιστά την οριστική, ή σχεδόν οριστική, συντριβή της. Ο Τόμας Γκόρντον θεωρεί τη μάχη στα Μαύρα Λιθάρια ως το πρώτο, χρονικά, σημαντικό γεγονός της Επανάστασης που συνέβη το 1823. Αλλά και άλλοι σύγχρονοι των γεγονότων ή μεταγενέστεροι ιστορικοί εξαίρουν τη σημασία της. Αν και στην ιστορία δεν μπορούμε να κάνουμε (εύκολα) υποθέσεις, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς ποιες θα ήταν οι συνέπειες για τη συνέχεια της Επανάστασης αν όλες αυτές οι τουρκικές δυνάμεις περνούσαν ανενόχλητες στην Πάτρα ή στις απέναντι ακτές. Αυτό και μόνο δείχνει το πόσο μεγάλη σημασία είχε η αντίσταση και η νίκη που πέτυχαν σε τούτα τα μέρη, πριν από 200 ακριβώς χρόνια, οι πρόγονοί μας και η θυσία τόσων επώνυμων και ανώνυμων αγωνιστών. Γι’ αυτό τους αξίζει κάθε τιμή και δόξα. Ας είναι αιώνια η μνήμη τους· ας είναι αιώνια η μνήμη όλων των αθάνατων αγωνιστών του Εικοσιένα. Σας ευχαριστώ