Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2022

Πέθανε "Έφυγε" από τη ζωή ο πατριάρχης της αθλητικής δημοσιογραφίας Γιάννης Διακογιάννης

  

Πέθανε σε ηλικία 91 ετών ο Γιάννης Διακογιάννης δημοσιογράφος, συγγραφέας, ραδιο-σχολιαστής και παρουσιαστής αθλητικών εκπομπών της τηλεόρασης

Γεννήθηκε στη Αθήνα όπου και ασχολήθηκε με τον αθλητισμό από την εφηβική ηλικία, με ιδιαίτερη αδυναμία στον στίβο. Σπούδασε μουσική στη Γαλλία, όμως τελικά τον κέρδισε η δημοσιογραφία. 

Ως έφηβος, ο Γιάννης Διακογιάννης έπαιζε μπάσκετ, ως αθλητής της Ένωσης Παγκρατίου και ταυτόχρονα έκανε στίβο, ως δρομέας 100 και 200 μ. καθώς και ως άλτης εις μήκος. Κάλυψε με ανταποκρίσεις του πάρα πολλές κορυφαίες διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων Παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαίρου (ξεκινώντας από αυτό του 1954 στην Ελβετία και τερματίζοντας με αυτό του 1998 στη Γαλλία), διεθνείς

αγώνες και παγκόσμια πρωταθλήματα στίβου, τελικούς αγώνες διασυλλογικών ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων (όπως του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 μεταξύ Άγιαξ και Παναθηναϊκού) και άλλα. Το 2004 υπήρξε σχολιαστής στους αγώνες της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου ανδρών στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου όταν και το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα κατέκτησε το τρόπαιο.

Με τη δημοσιογραφία άρχισε να εμπλέκεται στη Γαλλία, όπου είχε μεταβεί για σπουδές. Διέμενε στο Παρίσι επί 6 χρόνια, γεγονός που εξηγεί την άριστη γνώση της γαλλικής και την προφορά του στα γαλλόφωνα ονόματα. Πέραν αυτού όμως, ο ένας εκ των παππούδων του ήταν Γάλλος.

Όπως προαναφέρθηκε, η αρχική επιθυμία του ήταν να γίνει επαγγελματίας μουσικός, καθώς η μητέρα του έπαιζε πιάνο στην οικογενειακή οικία, όπου υπήρχε ακόμη και άρπα, με την οποίαν ασχολείτο ο παππούς του. Όμως, μια οικογενειακή τραγωδία ανάγκασε τον Γιάννη Διακογιάννη να εγκαταλείψει τα όνειρά του για μια καριέρα στην όπερα. Το 1942, εν μέσω Κατοχής, ο πατέρας του πέθανε από καρκίνο στον εγκέφαλο. Ο Γιάννης ήταν τότε μόλις 11 ετών, πολύ μικρός αλλά και αρκετά μεγάλος ώστε να θυμάται για πάντα ότι η μητέρα του δεν είχε άλλη επιλογή από το να πουλήσει το πιάνο, και μαζί ένα οικόπεδο, προκειμένου να ζήσει την οικογένειά της. Η μουσική ήταν μια απαγορευμένη πολυτέλεια. Η δημοσιογραφία, έστω και η αθλητική, ίσως δεν εγγυόταν την άμεση επαγγελματική αποκατάσταση, τουλάχιστον όμως ήταν πιο άμεσα προσοδοφόρα από τη μουσική.

Εργάσθηκε επίσης σε ιδιωτικό κέντρο αθλητικού ρεπορτάζ, ως καθηγητής δημοσιογραφίας. Από τα έργα του ξεχωρίζουν το τετράτομο «100 Χρόνια Ποδόσφαιρο» (Μίλητος, 2006), το «60 Χρόνια Μουντιάλ» (Λιβάνης, 1990), το «Οι Μεγάλες Μορφές του Αθλητισμού» (Κάκτος, 1979) κ.α. Ήταν, ακόμη, παραγωγός μουσικών ραδιοφωνικών εκπομπών.

Υπήρξε ο πρώτος που τιμήθηκε για την εν γένει προσφορά του με το βραβείο «Ελένη Βλάχου» το 2003, ως δημοσιογράφος των «Νέων». Αποτελεί πιθανότατα τον μοναδικό Έλληνα αθλητικό δημοσιογράφο του οποίου το επώνυμο περιλήφθηκε σε στίχο τραγουδιού, συγκεκριμένα στο «Αρχίζει το ματς» σύνθεσης και εκτέλεσης του Λουκιανού Κηλαηδόνη το 1979. 

Για τον ίδιο τον Γιάννη Διακογιάννη, το σουξέ του Λουκιανού Κηλαηδόνη με το στίχο-κλισέ πλέον «πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί/του Διακογιάννη η φωνή» ήταν ταυτόχρονα τιμή αλλά και σαρκασμός. Διότι το δικό του όνειρο, η μεγάλη φιλοδοξία του, δεν ήταν το να γίνει τραγούδι, αλλά να ερμηνεύει τραγούδια. Και συγκεκριμένα άριες, εφόσον το πάθος του Γιάννη Διακογιάννη ήταν η μουσική. Ήθελε να γίνει ένας σπουδαίος τενόρος, κάτι σαν τον Λουτσάνο Παβαρότι ή τον Πλάθιντο Ντομίνγκο, εν τέλει όμως η αγάπη για τον αθλητισμό (αλλά και πάλι τον κλασικό, όχι πρωτίστως το ποδόσφαιρο), έσυρε τον Γιάννη Διακογιάννη προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Ωστόσο, με κάποιον παράξενο τρόπο, η μουσική που παρέμενε ως ανεκπλήρωτος πόθος και αιώνιος έρωτας μέσα του, έκανε τη διαφορά. Διότι, καθώς είχε αρχίσει να σπουδάζει μουσική, πριν αλλάξει κατεύθυνση ύστερα από τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του, η αντίληψη του Γιάννη Διακογιάννη για τις ποδοσφαιρικές μεταδόσεις δεν περιοριζόταν στα αμιγώς αθλητικά. Το βασικό συστατικό του θρύλου που δημιουργήθηκε γύρω από το τι ήταν ο Διακογιάννης, δεν είχε να κάνει τόσο με την πάντοτε άψογη προετοιμασία και την ικανότητά του να εμπλουτίζει τις περιγραφές των αγώνων με συμπληρωματικά στοιχεία, στατιστικά κ.λπ. Η διαφορά του Διακογιάννη από οποιονδήποτε άλλον sports caster ήταν κυρίως η μοναδική ικανότητά του να προσθέτει επιπλέον, εγκυκλοπαιδικές διαστάσεις στο εκάστοτε αθλητικό γεγονός. Με άλλα λόγια, να ταξιδεύει τον τηλεθεατή, όχι μόνο μέσα στο γήπεδο και την καθαυτό δράση, αλλά και πολύ πέρα από αυτό.

Τον Ιανουάριο του 2017 ο Διακογιάννης παραδέχθηκε για πρώτη φορά δημόσια ότι είναι οπαδός του Παναθηναϊκού, σε εκδήλωση του Δήμου Βύρωνα για την παρουσίαση του βιβλίου του παλαιού ποδοσφαιριστή Δημήτρη Θεοφάνη. Ο Διακογιάννης δήλωσε: «Παναθηναϊκός είμαι, Αθηναίος είμαι, Παναθηναϊκός είμαι. Έχω γνωρίσει τον Απόστολο Νικολαΐδη.»

Σε ανταποκρίσεις του πάρα πολλές κορυφαίες διοργανώσεις, μεταξύ των οποίων Παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαίρου (ξεκινώντας από αυτό του 1954 στην Ελβετία και τερματίζοντας με αυτό του 1998 στη Γαλλία), διεθνείς αγώνες και παγκόσμια πρωταθλήματα στίβου, τελικούς αγώνες διασυλλογικών ευρωπαϊκών ποδοσφαιρικών διοργανώσεων (όπως του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971 μεταξύ Άγιαξ και Παναθηναϊκού) και άλλα. Το 2004 υπήρξε σχολιαστής στους αγώνες της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου ανδρών στο Πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου όταν και το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα κατέκτησε το τρόπαιο.

Από το Σεπτέμβριο του 1966 έως το 1983 ήταν ο βασικός παρουσιαστής της εβδομαδιαίας αθλητικής τηλεοπτικής εκπομπής «Αθλητική Κυριακή» (αρχικά «Αθλητικά Νέα»), ενώ το Σεπτέμβριο του 1969 είχε παρουσιάσει το 9ο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Αθλητισμού, που διεξήχθη στο Στάδιο «Γεώργιος Καραϊσκάκης» και αποτέλεσε την πρώτη μετάδοση αγώνων στίβου από ελληνικό τηλεοπτικό συνεργείο. 

Υπήρξε νυμφευμένος με τη Βαρβάρα Δράκου, υιοθετώντας την κόρη της (από το γάμο με το δημοσιογράφο Οδυσσέα Ζούλα), Ρίκα Βαγιάνη. Η Ρίκα Βαγιάνη έφυγε από τη ζωή, πρόωρα, στις 7 Αυγούστου 2018 από καρκίνο και λάτρευε τον πατριό της, Γιάννη Διακογιάννη, ο οποίος την μεγάλωσε σαν κόρη του. Συνήθιζε να μιλά δημόσια για εκείνον με τα καλύτερα λόγια και έδειχνε πόσο πολύ τον αγαπούσε με την πρώτη ευκαιρία. 

Ο επί χρόνια συνεργάτης του, Νίκος Κατσαρός, έκανε  γνωστό ότι τους τελευταίους μήνες, ο Γιάννης Διακογιάννης νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Ερρίκος Ντυνάν, αλλά και ότι ο χαμός της συζύγου του Βαρβάρας και της κόρης του Ρίκας Βαγιάνη, τον είχαν… παραιτήσει από τη ζωή.  

“Στον Γιάννη χρωστάμε πάρα πολύ οι δημοσιογράφοι και οι αθλητικοί και όλοι. Και εγώ του χρωστάω πολύ περισσότερα. ”Συζήσαμε” μαζί για 4 Μουντιάλ, ένα μήνα από το πρωί έως το βράδυ μαζί. Ήταν πρότυπο επαγγελματία και αποτέλεσε σημείο αναφοράς για όλους εμάς τους αθλητικούς συντάκτες. Τρεις ήταν οι μεγάλοι του έρωτες. Η γυναίκα του η Βαρβάρα, η κόρη του η Ρίκα και ο αθλητισμός.

Ο Γιάννης δεν ήταν μόνο ποδοσφαιρικός αθλητικός συντάκτης, ήταν λάτρης του στίβου, του αθλητισμού γενικότερα. Οι μεταδόσεις του αποτέλεσαν πρότυπο, δηλαδή όποιος έπιανε μικρόφωνο να κάνει μετάδοση είχε να συγκριθεί με τον Γιάννη τον Διακογιάννη. Και βέβαια ακόμα και σήμερα προσωπική μου άποψη, τολμώ να πω ότι η σύγκριση ήταν πάντα υπέρ του Γιάννη. Ήταν πρότυπο επαγγελματισμού , προετοιμαζόταν πάρα πολύ εντατικά ακόμα και αν χρειαζόταν να βγει ένα δεκάλεπτο στον αέρα, οι γνώσεις του ήταν τεράστιες . Είχε μία ευρύτερη κουλτούρα, αγαπούσε την τέχνη την μουσική, την λογοτεχνία. Ήταν μισός Γάλλος, μισός Έλληνας, η μητέρα του ήταν Γαλλίδα, ο πατέρας του στρατιωτικός ακόλουθος στο Παρίσι και ο Γιάννης ήρθε στην Ελλάδα στα 16 του χρόνια.

Κατά την άποψή μου ο Γιάννης από την στιγμή που έχασε τις δύο γυναίκες της ζωής του, την γυναίκα του και την κόρη του ουσιαστικά παραιτήθηκε. Μιλούσαμε μέχρι τελευταία στιγμή μαζί τους, δηλαδή πριν τρεις μήνες από τότε που μπήκε στο Ντυνάν, είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση. Η γυναίκα του έφυγε πρώτη και ύστερα από δύο χρόνια έφυγε και η Ρίκα”.