Το Βατικανό ανακοίνωσε πως ο πρώην Πάπας Βενέδικτος εξέπνευσε σε ηλικία 95 ετών.
Ο Βενέδικτος ΙΣΤ’ πέθανε σήμερα στις 9:34, το πρωί στη Μονή Mater Ecclesiae στο Βατικανό, όπως ανακοίνωσε γραπτώς ο επικεφαλής υπηρεσιών Τύπου της Αγίας Έδρας, Ματέο Μπρούνι.
Μετά την ξαφνική «επιδείνωση της υγείας του λόγω προχωρημένης
ηλικίας» τη νύχτα μεταξύ Τρίτης και Τετάρτης, ο Πάπας Φραγκίσκος ζήτησε από τους πιστούς «μια ειδική προσευχή για τον Επίτιμο Πάπα Βενέδικτο που σιωπηλά υποστηρίζει την Εκκλησία», λέγοντας χαρακτηριστικά: «Θυμηθείτε τον, είναι πολύ άρρωστος, παρακαλεί τον Κύριο να τον παρηγορήσει και να τον στηρίξει σε αυτή τη μαρτυρία αγάπης για την Εκκλησία, μέχρι τέλους».Από το πρωί της Δευτέρας 2 Ιανουαρίου 2023, η σορός του Πάπα Βενέδικτου – κατά κόσμον- Γιόζεφ Άλοϊς Ράτσινγκερ- θα βρίσκεται στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό, όπου οι πιστοί θα μπορούν να του αποτίσουν το ύστατο «χαίρε».
Ο Βενέδικτος ο 16ος, ο οποίος έγινε το 2013 ο πρώτος Ποντίφικας που παραιτήθηκε έπειτα από 600 χρόνια, λάμβανε θεραπεία σε πρώην μοναστήρι στο Βατικανό, όπου ζούσε έκτοτε.
Ο Βενέδικτος, ο πρώτος Γερμανός πάπας εδώ και 1.000 χρόνια, εξελέγη στις 19 Απριλίου του 2005 για να διαδεχθεί τον πολύ δημοφιλή πάπα Ιωάννη Παύλο Β’, που έμεινε στην κεφαλή της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας για 27 χρόνια.
Ο Βενέδικτος ανακοίνωσε την πρόθεσή του να παραιτηθεί στις 11 Φεβρουαρίου του 2013. Δήλωσε ότι δεν είχε πια τη σωματική και ψυχική δύναμη να ηγηθεί της εκκλησίας. Στις 28 Φεβρουαρίου της ίδιας χρονιάς παραιτήθηκε επίσημα και μετακινήθηκε προσωρινά στη θερινή παπική κατοικία, νότια της Ρώμης, ενώ καρδινάλιοι από όλο τον κόσμο συγκεντρώθηκαν στη Ρώμη για να εκλέξουν τον διάδοχό του. Ο Φραγκίσκος, ο πρώτος πάπας από τη Λατινική Αμερική, εξελέγη διάδοχός του στις 13 Μαρτίου του 2013.
Ο επίτιμος πάπας Βενέδικτος, Γιόζεφ Ράτσινγκερ, είχε γεννηθεί στις 27 Απριλίου του 1927 στο Πασάου της Γερμανίας. Ο πατέρας του προερχόταν από οικογένεια αγροτών και ήταν μέλος της τοπικής χωροφυλακής, ενώ η μητέρα του, πριν παντρευτεί, είχε δουλέψει ως μαγείρισσα σε διάφορα ξενοδοχεία.
Ο Ράτσινγκερ πέρασε τα εφηβικά του χρόνια σε μικρή απόσταση από τα σύνορα με την Αυστρία, κοντά στο Σάλτζμπουργκ. Όπως είχε πει ο ίδιος, γνώρισε την εχθρική στάση του ναζισμού προς την Καθολική Εκκλησία και ήταν αυτόπτης μάρτυρας την ημέρα που ο ιερέας της ενορίας του ξυλοκοπήθηκε από τους ναζί.
Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κατετάγη στις εφεδρικές αντιαεροπορικές δυνάμεις και στην συνέχεια, από το 1946 μέχρι το 1951, σπούδασε θεολογία και φιλοσοφία στο Μόναχο. Στις 29 Ιουνίου του 1951 χειροτονήθηκε ιερέας και άρχισε αμέσως να διδάσκει θεολογία, μαζί με γνωστούς καθηγητές της εποχής, στην Βόννη. Πήρε μέρος, ως ειδήμων, στην Δεύτερη Σύνοδο του Βατικανού , από το 1962 μέχρι το 1965. Το 1977 ο πάπας Παύλος ο Έκτος τον διόρισε αρχιεπίσκοπο Μονάχου και, την ίδια χρονιά, ορίσθηκε καρδινάλιος από τον ίδιο ποντίφικα.
Το 1981, ο πάπας Ιωάννης Παύλος ο Δεύτερος διόρισε τον Γιόζεφ Ράτσινγκερ επικεφαλής του «υπουργείου» του Βατικανού για την ορθότητα της πίστεως και όπως έχει υπογραμμίσει το ίδιο το Βατικανό «το συνολικό έργο του, ως συνεργάτη του πάπα Ιωάννη Παύλου του Δεύτερου, ήταν διαρκές και πολύτιμο». Λίγο πριν από τον θάνατό του, ο Πολωνός ποντίφικας του ζήτησε να γράψει τους στοχασμούς της Καθολικής Οδού του μαρτυρίου, (Via Crucis) για το Πάσχα του 2005, στο Κολοσσαίο.
Στις 19 Απριλίου του 2005, ο Βενέδικτος εξελέγη ποντίφικας από το Κονκλάβιο των καρδιναλίων. Κύριο σημείο αναφοράς του, η ανάγκη για επίτευξη της ειρήνης σε όλες τις περιοχές του πλανήτη. Παράλληλα, προσπάθησε να περιορίσει τη γραφειοκρατική ισχύ αρκετών ανώτατων υπηρεσιών του Βατικανού με επικεφαλής κληρικούς και έδωσε έμφαση και στον διαθρησκευτικό διάλογο, ιδίως με τους Ορθόδοξους. Δεν έλειψαν οι αναλυτές που υπογράμμισαν ότι ο Βενέδικτος θέλησε να αναβιώσει κάποια τυπικά στοιχεία της παράδοσης, αρχίζοντας από τα ίδια του τα άμφια: για παράδειγμα, φόρεσε και πάλι κόκκινη κάπα και σκούφο, τα καρμάουρο και ταμπάρο και κόκκινα υποδήματα.
Όπως γράφει ο ιταλικός Τύπος, ήταν και ο πρώτος ποντίφικας ο οποίος ζήτησε συγγνώμη από τα θύματα παρενοχλήσεων και σεξουαλικών κακοποιήσεων για τις οποίες ευθύνονταν κληρικοί. Συνάντησε, δε πολλά από τα θύματα των καταδικαστέων και τραυματικών αυτών συμπεριφορών. Για παράδειγμα, σε ότι αφορά την Ιρλανδία, το 2006 ο πάπας ζήτησε την παραίτηση επισκόπων της που δεν είχαν καταπολεμήσει με αρκετή αποφασιστικότητα κρούσματα παιδεραστίας μέσα στην Καθολική Εκκλησία.
Το 2011, όμως, κάποιοι από τους συνδέσμους θυμάτων κακοποιήσεων από κληρικούς προσέφυγαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, κατηγορώντας τον Γερμανό πάπα και άλλους υψηλόβαθμους κληρικούς του Βατικανού για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και συγκάλυψη των σεξουαλικών κακοποιήσεων. Το 2012, η προσφυγή και οι κατηγορίες αποσύρθηκαν από τους ίδιους τους δικηγόρους των συνδέσμων.
Στις 28 Φεβρουαρίου του 2013, ο Βενέδικτος παραιτήθηκε επίσημα από ποντίφικας, προκαλώντας τεράστια έκπληξη στους πιστούς καθολικούς και όχι μόνο. Αιτία της απόφασής του αυτής, όπως υπογράμμισε ο ίδιος, τα προβλήματα υγείας του, που είχαν επιδεινωθεί.
Κατά πολλούς, η ιστορική παραίτηση του Βενέδικτου ΙΣΤ’ -και έκτοτε «Ομότιμου Πάπα»- ήταν επιβεβλημένη υπό το βάρος πλείστων όσων σοβαρών σκανδάλων…Μετά την εκλογή του Φραγκίσκου, ο Βενέδικτος ονομάσθηκε «επίτιμος ποντίφικας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας».
Τον Ιανουάριο του 2022, ο Πάπας Βενέδικτος είχε προχωρήσει σε μια συγκλονιστική παραδοχή, όταν αναγνώρισε ότι είχε βρεθεί σε μια συνάντηση το 1980, με θέμα μια υπόθεση σεξουαλικής κακοποίησης από μεριάς ενός ιερέα σε βάρος παιδιών. Ο Βενέδικτος είχε νωρίτερα αρνηθεί ότι παρευρέθηκε στη συνάντηση ή ότι γνώριζε ήδη από τότε για την υπόθεση κακοποίησης.
Μια έκθεση που είχε κυκλοφορήσει στα τέλη του Δεκέμβρη του 2021 σχετικά με την κακοποίηση ανηλίκων, που λάμβανε χώρα στην αρχιεπισκοπή του Μονάχου από το 1945 έως το 2019, ανέφερε ότι ο καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσινγκερ (μετέπειτα Πάπας Βενέδικτος) «απέτυχε να αναλάβει δράση κατά των κληρικών σε τέσσερις περιπτώσεις φερόμενης κακοποίησης, όταν ήταν αρχιεπίσκοπος Μονάχου μεταξύ 1977-1982».
Στη συνέντευξη Τύπου της Πέμπτης στο Μόναχο, οι δικηγόροι που ερεύνησαν τα περιστατικά κακοποίησης αμφισβήτησαν τον ισχυρισμό του Βενέδικτου, ο οποίος δήλωνε ότι δεν θυμόταν να έχει συμμετάσχει στη συνάντηση του 1980, όπου συζητήθηκε η υπόθεση ενός θύματος του «ιερέα Χ». Είπαν ότι αυτό ήταν αντίθετο με έγγραφα που είχαν στην κατοχή τους, όπως τα πρακτικά της συγκεκριμένης συνάντησης, στα οποία αναφερόταν ότι ο Βενέδικτος ήταν παρών.
Σε δήλωσή του τον Ιανουάριο του 2022, ο προσωπικός γραμματέας του πρώην Πάπα, Αρχιεπίσκοπος Γκέοργκ Γκανσβάιν, είχε πει ότι ο Βενέδικτος παρευρέθηκε στη συνάντηση, αλλά η παράλειψή του να το αναφέρει «ήταν αποτέλεσμα παράβλεψης στην επεξεργασία της δήλωσής του» και «δεν έγινε από κακή πίστη». Ο Γκανσβάιν είχε πει ότι δεν ελήφθη καμία απόφαση στη συνάντηση του 1980 σχετικά με την ανάληψη νέων καθηκόντων από τον ιερέα, αλλά ότι εξετάστηκε μόνο ένα αίτημα για να του παρασχεθεί κατάλυμα κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής.«Ο πρώην πάπας λυπάται πολύ για αυτό το λάθος και ζητά να τον συγχωρέσουν», δήλωσε ο εκπρόσωπός του.
Είπε ότι ο Βενέδικτος σχεδίαζε να εξηγήσει πώς συνέβη το σφάλμα αφού ολοκλήρωνε την εξέταση της έκθεσης, σχεδόν 2.000 σελίδων, που του είχε σταλεί.«Διαβάζει προσεκτικά τις δηλώσεις που αναφέρονται εκεί, που τον γεμίζουν ντροπή και πόνο για τα βάσανα που υπέστησαν τα θύματα», είχε πει ο Γκανσβάιν. Μια πλήρης ανασκόπηση «θα πάρει κάποιο χρόνο λόγω της ηλικίας και της υγείας του», προσέθετε.
Παρουσιάζοντας την έκθεση, ο δικηγόρος Μάρτιν Πους είχε δηλώσει ότι ο
Βενέδικτος δεν είχε κάνει τίποτα κατά της κακοποίησης σε τέσσερις
υποθέσεις και δεν φαινόταν να εκδηλώνει ενδιαφέρον για τα θύματα. «Σε σύνολο τεσσάρων υποθέσεων, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο τότε
Αρχιεπίσκοπος Καρδινάλιος Ράτσινγκερ μπορεί να κατηγορηθεί για ανάρμοστη
συμπεριφορά σε περιπτώσεις σεξουαλικής κακοποίησης», υποστήριζε ο Πους.
«Εξακολουθεί να ισχυρίζεται άγνοια, ακόμη κι αν, κατά τη γνώμη μας,
αυτό είναι δύσκολο να συμβαδίζει με τα ευρήματά μας».