Εν μέσω του τοξικού κλίματος και της ακραίας πόλωσης που έχει «τυλίξει» τις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο στήνονται την Τρίτη, 8 Νοεμβρίου, οι κάλπες των ενδιάμεσων εκλογών.
Το ρεπουμπλικανικό «στρατόπεδο» προσβλέπει στην ενδιάμεση κάλπη για να «εξουδετερώσει» πολιτικές του Τζο Μπάιντεν εντός και εκτός συνόρων. Οι Δημοκρατικοί προειδοποιούν ότι διακυβεύεται η ίδια η Δημοκρατία.
Η πρώτη εκλογική αναμέτρηση μετά το βαθύ τραύμα που υπέστη η αμερικανική Δημοκρατία με την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου 2021 στο Καπιτώλιο δεν έρχεται να καθορίσει μόνο το υπόλοιπο της θητείας Μπάιντεν απέναντι σε ένα κατά πάσα πιθανότητα «εχθρικό» Κογκρέσο, ούτε και ο αντίκτυπος της ενδιάμεσης ψήφου των Αμερικανών «τελειώνει» την ημέρα της προεδρικής αναμέτρησης του 2024.
Η ενδιάμεση κάλπη των Ηνωμένων Πολιτειών θα μπορούσε να επιδράσει καταλυτικά στο ενδεχόμενο μίας νέας απόπειρας αμφισβήτησης της εκλογικής έκβασης, στα «πρότυπα» του 2020, και αυτό είναι το κρισιμότερο διακύβευμα.
Μεγάλος αριθμός «αρνητών των εκλογών», αξιωματούχοι που αμφισβήτησαν το αποτέλεσμα της προεδρικής μάχης του 2020, βρίσκονται σε τροχιά να κατακτήσουν αξιώματα που θα μπορούσαν να τους επιτρέψουν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο σε οποιεσδήποτε πολιτικές εξελίξεις μετά την κάλπη του 2024.
Οκτώ γερουσιαστές και 139 βουλευτές των Ρεπουμπλικανών συμμετείχαν στην προσπάθεια ανατροπής της εκλογικής έκβασης του 2020 στη βάση των ισχυρισμών του Ντόναλντ Τραμπ περί νοθείας. Πολλοί εξ αυτών είναι πιθανό να επανεκλεγούν και ενδέχεται να προστεθούν και νέα μέλη που επίσης έχουν εκφράσει αβάσιμες αμφιβολίες για το αδιάβλητο των εκλογών του 2020.
Μεταξύ των 597 υποψηφίων του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος που διεκδικούν πολιτειακό ή ομοσπονδιακό αξίωμα στην ενδιάμεση κάλπη, 308 αρνούνται ή αμφισβητούν τη νίκη Μπάιντεν το 2020, και σύμφωνα με ανάλυση του δικτύου CBS, όλες οι αμερικανικές πολιτείες εκτός από δύο -το Ρόουντ Άιλαντ και η Βόρεια Ντακότα- έχουν έναν υποψήφιο-«αρνητή των εκλογών».
«Η παρουσία τους στο Κογκρέσο αποτελεί κίνδυνο για τη Δημοκρατία, κάτι που θα πρέπει να έχει στη σκέψη του κάθε ψηφοφόρος», αναφέρεται στο κεντρικό άρθρο των New York Times εν όψει της ψηφοφορίας.
Η αμερικανική εφημερίδα επισημαίνει ότι επί της ουσίας ο μεγαλύτερος κίνδυνος μπορεί να προέλθει από τα αποτελέσματα των πολιτειακών και τοπικών εκλογών που θα καθορίσουν ποιοι θα είναι υπεύθυνοι για τη διεξαγωγή της εκλογικής διαδικασίας και την καταμέτρηση των ψήφων των προεδρικών εκλογών του 2024.
Τις κρίσιμες εβδομάδες που ακολούθησαν τις εκλογές του 2020, η απόπειρα του Ντόναλντ Τραμπ και των υποστηρικτών του να αμφισβητήσουν το εκλογικό αποτέλεσμα προσέκρουσε κυρίως σε δύο στοιχεία: Πρώτον, την αδυναμία τους να παράσχουν αξιόπιστες αποδείξεις ότι υπήρξε νοθεία, και δεύτερον στους εκλογικούς αντιπροσώπους που αρνήθηκαν να δεχθούν τα αβάσιμα επιχειρήματα.
Την τελευταία διετία, οι Ρεπουμπλικανοί σε δεκάδες πολιτείες προσπάθησαν να διαλύσουν αυτή την υποδομή, ιδιαίτερα καλύπτοντας βασικές θέσεις με υποστηρικτές του Ντόναλντ Τραμπ, επισημαίνουν οι ΝΥΤ -«αντί να απειλούν μέλη εκλογικών επιτροπών, θα είναι οι ίδιοι τα μέλη των εκλογικών επιτροπών».
Στις σημερινές εκλογές κρίνονται το σύνολο των εδρών της Βουλής των Αντιπροσώπων, το ένα τρίτο των εδρών της Γερουσίας, , οι θώκοι κυβερνητών και τοπικών αιρετών.Εάν οι «αρνητές των εκλογών» που διεκδικούν θέσεις κυβερνήτη ή πολιτειακών υπουργών Εσωτερικών στις πολιτείες-κλειδιά του 2020 -Αριζόνα, Μίσιγκαν, Νεβάδα, Πενσυλβάνια και Ουισκόνσιν- κερδίσουν στις 8 Νοεμβρίου, είναι πιθανό ότι οι πιστοποιήσεις σε επίπεδο πολιτείας για τις προεδρικές εκλογές του 2024 θα πέσουν στα χέρια αξιωματούχων που επιμένουν ότι ο Τζο Μπάιντεν δεν κέρδισε το 2020.
Στην Αριζόνα, όπου οι «αρνητές» διεκδικούν τις θέσεις κυβερνήτη, υπουργού Εσωτερικών και γενικού εισαγγελέα, η Ρεπουμπλικανή υποψήφια κυβερνήτης Κάρι Λέικ και ο υποψήφιος για πολιτειακός υπουργός Εσωτερικών Μαρκ Φίντσεμ θα μπορούσαν να έχουν τον τελευταίο λόγο για την πιστοποίηση των εκλογικών αποτελεσμάτων της πολιτείας το 2024. Αμφότεροι έχουν δηλώσει ξεκάθαρα ότι δεν θα είχαν αποδεχτεί τα αποτελέσματα της πολιτείας το 2020 αν ήταν οι ίδιοι αρμόδιοι.
Εφόσον, το Κογκρέσο «περάσει» σε ρεπουμπλικανικά χέρια, ανοίγει παράλληλα ο δρόμος για «μπαράζ» εξεταστικών επιτροπών -από τη χαοτική απόσυρση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, έως τη διαχείρηση της πανδημίας της Covid-19, αλλά και πιθανώς τις επιχειρηματικές συναλλαγές του γιου του Τζο Μπάιντεν. Παράλληλα, μπορεί να τερματιστεί η έρευνα της Επιτροπής της 6ης Ιανουαρίου για την εισβολή υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ στο Καπιτώλιο -αν και η έρευνα θα έχει ολοκληρωθεί έως τα τέλη του έτους.
Σε αποκλειστική συνέντευξή του στο CNNi, ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Κέβιν Μακάρθι, προϊδεάζει για τις κινήσεις τους εφόσον κατακτήσουν την πλειοψηφία -πιο ασφαλή σύνορα, περικοπή ομοσπονδιακών δαπανών και ευρείες έρευνες για τη διακυβέρνηση Μπάιντεν.
Ακραία πόλωση και φόβοι πολιτικής βίας
Δεκάδες εκατομμύρια Αμερικανοί -η πλειονότητα των υποστηρικτών των Ρεπουμπλικανών- πιστεύουν μέχρι και σήμερα τη θεωρία πως η ήττα του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2020 ήταν αποτέλεσμα νοθείας, παρότι δεν υπήρξε και δεν υπάρχει καμία απόδειξη επ' αυτού.
Ο ίδιος ο τέως πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών συμμετέχει ενεργά στην προεκλογική εκστρατεία υποψήφιων βουλευτών και γερουσιαστών που τον στηρίζουν, και αναμένεται προσεχώς να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του για την κάλπη του 2024.
Ο Ντόναλντ Τραμπ προτάσσει την οικονομία και την ασφάλεια απέναντι στον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος προειδοποιεί ότι στην κάλπη διακυβεύεται η Δημοκρατία και αναδεικνύει τον κίνδυνο διολίσθησης των ΗΠΑ σε πολιτική βία. «Δεν μπορούμε πλέον να θεωρούμε τη δημοκρατία δεδομένη», επαναλαμβάνει ο Αμερικανός πρόεδρος.
Μετά την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο, το μείγμα βίαιου λόγου, θεωριών συνωμοσίας και παραπληροφόρησης στο Διαδίκτυο, έχει καταστεί ακόμη πιο επικίνδυνο.
Η πρόσφατη επίθεση στον σύζυγο της Νάνσι Πελόζι από 42χρονο που ασπαζόταν και διακινούσε θεωρίες συνωμοσίας -και ο οποίος είχε στόχο την ίδια την πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων- έδειξε να επιβεβαιώνει τους χειρότερους φόβους για τον κίνδυνο που διατρέχει η ζωή και η ασφάλεια μελών του αμερικανικού Κογκρέσου εν μέσω ακραίας πόλωσης.
Αν και οι απειλές έχουν αυξηθεί από κάθε πλευρά του πολιτικού φάσματος, το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ έχει εδώ και καιρό προειδοποιήσει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζουν κίνδυνο από «βίαιους εγχώριους εξτρεμιστές» που έχουν «ενθαρρυνθεί» από την εισβολή της 6ης Ιανουαρίου και καθοδηγούνται από «ψευδή αφηγήματα».
Εν όψει της ενδιάμεσης κάλπης η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει αποστείλει ειδοποίηση προς όλες τις αρχές επιβολής του νόμου ανά τη χώρα, στην οποία γίνεται λόγος για «αυξημένη απειλή» εγχώριου βίαιου εξτρεμισμού κατά υποψηφίων και εκλογικών αντιπροσώπων.
Μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο, τα μέλη του αμερικανικού Κογκρέσου αναφέρουν ότι νιώθουν όλο και μεγαλύτερη ανασφάλεια τόσο στην Ουάσινγκτον, όσο και στις εκλογικές τους περιφέρειες.
Ο αριθμός των καταγεγραμμένων απειλών κατά βουλευτών και γερουσιαστών έχει υπερδεκαπλασιαστεί στα πέντε χρόνια κατόπιν της εκλογής του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, το 2016, βάσει των στοιχείων της Αστυνομίας του Καπιτωλίου. Μόνο τους τρεις πρώτους μήνες του 2022 καταγράφηκαν περισσότερα από 1.800 περιστατικά.
cnn.gr