«Η εικόνα της Ελλάδας όλων των εποχών», όπως πολύ εύστοχα τήν χαρακτήρισε ο Πορτογάλος σκηνοθέτης Μανοέλ ντε Ολιβιέρα, η «ζωντανή Καρυάτιδα» κατά τον Αλέκο Σακελλάριο, «η σπουδαιότερη ηθοποιός που υπήρξε» σύμφωνα με τον Φεντερίκο Φελίνι και τον Μάρλον Μπράντο. Αλλά και μια γυναίκα σπάνιας ομορφιάς, που όμως ποτέ δεν στηρίχθηκε στην εξωτερική της εμφάνιση. 'Ενα ατίθασο αγρίμι που πίστευε μόνο στην ελευθερία και την αριστοκρατία του πνεύματος. Αυτή ήταν η Ειρήνη Παπά που εγκατέλειψε σήμερα τα εγκόσμια, σε ηλικία 96 ετών, αφήνοντας πίσω ένα τεράστιο μύθο που ταξίδεψε την Ελλάδα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
Η ψηλή μελαχρινή γυναικεία φιγούρα, με τη δωρική μορφή, τα κατάμαυρα μαλλιά, τα σπινθηροβόλα μάτια, την επιβλητική φωνή, μια παρουσία περήφανη, γεμάτη λεβεντιά, είχε μια μοναδική δύναμη να αιχμαλωτίζει τους πάντες στο πέρασμά της. Μια μελαχρινή μάγισσα, μια ανυπότακτη σειρήνα, με μια ομορφιά άγρια, σχεδόν πρωτόγονη, σαν ηρωίδα αρχαίας τραγωδίας, που σε μαγνήτιζε και την ίδια στιγμή σε απωθούσε σαν κάτι άπιστο και απαγορευμένο. Κι όλα αυτά χωρίς ποτέ να υιοθετήσει, στη ζωή, στη σκηνή και στο πανί, το προφίλ του ερωτικού συμβόλου. «Ποτέ δεν θέλησα να παίξω αισθησιακούς ρόλους ή ρόλους επιθυμητών γυναικών. Αυτό που ήθελα πάντα είναι να παίζω εμένα, δηλαδή την ανεξάρτητη αγωνίστρια».
Έτσι μεγάλωσαν την Ειρήνη Λελέκου, την μικρότερη από τις τρεις κόρες της οικογένειας, οι δάσκαλοι γονείς στο Χιλιομόδι, ένα μικρό χωριό έξω από την Κόριθνο. Με παραμύθια, ιστορία και αρχαίους μύθους αλλά και με την πεποίθηση πως η καταγωγή και το φύλλο δεν καθορίζει την αξία του ανθρώπου. «Ο πατέρα μου με έμαθε ότι υπάρχει μόνο μία αριστοκρατία, του πνεύματος. Δεν υπάρχουν κύριοι και επίσημοι, αλλά άνθρωποι. Με έμαθε ότι ο σεβασμός με υποτιμά, ενώ η αγάπη με εξυψώνει» είχε εξομολογηθεί η ίδια σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της.
Το μυημένο από νωρίς στην ελευθερία αυτό πλάσμα ήταν αυτονόητο πως
μεγαλώνοντας θα ακολουθούσε ότι τού έλεγε η καρδιά του. Κι όταν έφηβη
ακόμη νιώθει πως έλκεται από την μαγεία της υποκριτικής τέχνης, δεν
αφήνει κανένα περιθώριο για αντιρρήσεις στους προοδευτικούς μεν γονείς
της οι οποίοι ωστόσο δεν ήταν σύμφωνοι με το να ακολουθήσει η κόρη τους
αυτόν τον δρόμο.
Από αντίδραση, βέβαια, πήγε και γράφτηκε στη δραματική σχολή του
Εθνικού Θεάτρου. Ήθελε να αποδείξει σε μια φίλη της, μεγαλύτερη σε
ηλικία που σπούδαζε ηθοποιός, πως δεν παίζει σωστά τον ρόλο της
Μργαρίτας στον «Φάουστ», δεν κλαίει όσο πειστικά, όσο αληθινά θα έπρεπε…
Κάπως έτσι θα βρεθεί δίπλα στα ιερά τέρατα του ελληνικού θεάτρου τον
Ροντήρη, τον Γληνό, τον Λουκά Καρυντινό, τον Πέλο Κατσέλη και θα μυηθεί
στα μυστικά της υψηλής τέχνης τους. Κι όταν μια μέρα ο Αλέκος Σακελλάριος
θα τη δει να περπατά στον Σύνταγμα, με το μακρύ αέρινο φόρεμά της, την
αγέρωχη κορμοστασιά της και το κοφτερό βλέμμα της, σαν άλλη Καρυάτιδα,
ολοκληρωτικά παραδομένος στην απαράμιλλη γοητεία της, θα το βάλει σκοπό
να αποτυπώσει αυτή την σπάνια ύπαρξη στο κινηματογραφικό πανί. Τήν
συστήνει λοιπόν στον Φίνο και εκείνος της δίνει τον πρώτο
κινηματογραφικό της ρόλο, το 1948, στους «Χαμένους αγγέλους» του Νίκου
Τσιφόρου.
Μέσα από τις εκατό διεθνείς παραγωγές στις οποίες συμμετέχει έρχεται σε επαφή με τους μεγαλύτερους σταρ του πλανήτη, από τον Γκρέγκορι Πεκ και τον Μάρλον Μπράντο μέχρι τον Ιβ Μοντάν, τον Άντονι Κουίν και την Κάθριν Χέμπορντ. Όλοι υποκλίνονται στο μεγαλείο της!
Οι έρωτες της ζωής της
Κάποιοι από αυτούς, μάλιστα, δεν κατάφεραν να αντισταθούν στην αρχέτυπη γοητεία της και την ερωτεύτηκαν παράφορα. Ανάμεσά τους και ο μυθικός Μάρλον Μπράντο, με τον οποίο μοιράστηκε μια παθιασμένη σχέση, όταν ήταν 24 χρονών και δούλευε στη Ρώμη. «Ήταν το μεγάλο πάθος της ζωής μου» θα παραδεχτεί η ίδια σε μια από τις σπάνιες προσωπικές εξομολογήσεις της. Δεκαετίες αργότερα, το 1999, όταν εκείνος θα βρεθεί στην Αθήνα, η Ειρήνη Παπά θα σπεύσει να τον συναντήσει.
Οι φήμες γύρω από τις σχέσεις της με διάσημους ηθοποιούς οργίαζαν όσο η ίδια κατακτούσε τον κόσμο. Ανάμεσα στα ονόματα που είχαν ακουστεί κατά καιρούς πως συνδέθηκαν ερωτικά μαζί της ήταν ο Άντονι Κουίν, ο βαθύπλουτος, άλλοτε σύζυγος της Ρίτα Χέιγουορθ, Αγά Χαν αλλά και ο βραβευμένος με Νόμπελ Κολομβιανός συγγραφέας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Τον γάμο τον δοκίμασε μόνον μια φορά, πολύ νωρίς, στα 18 της, με τον συγγραφέα Άλκη Παπά. Μπορεί να μην κράτησε αλλά έμελλε να τής χαρίσει το επώνυμο με το οποίο καταξιώθηκε διεθνώς.
Η Ειρήνη Παπά έζησε μια ζωή μυθιστορηματική, γεμάτη ταξίδια, εμπειρίες πολύτιμες και στιγμές μοναδικές. Δυστυχώς, όμως, τα τελευταία χρόνια της ζωής της ήταν πολύ δύσκολα. Χτυπημένη από τη νόσο Αλτσχάιμερ, έχανε σταδιακά τις μνήμες της υπέροχης αυτής ζωής αλλά και τη φωνή της. Γι’ αυτό και η είδηση θανάτου της, όσο θλιβερή κι αν είναι, δημιουργεί συνάμα και μια αίσθηση ανακούφισης. Η Ειρήνη Παπά δραπέτευσε από μια ζωή που δεν τής ταίριαζε και πετά πλέον ελεύθερη, περήφφανη κι ατίθαση προς το φως!