Είναι απόλυτα διαφανή, κινούνται με τα ρεύματα της θάλασσας και συμβαίνει να εντοπίζονται κατά εκατοντάδες.
Σε πολύτιμο εργαλείο για τους λουόμενους έχει εξελιχθεί η πλατφόρμα καταγραφής iNaturalist, αλλά για τους λάθος λόγους: δεν είναι η ξαφνική ευαισθησία για τη θαλάσσια πανίδα που ξύπνησε στον συλλογικό νου, όσο «το άγχος μη χάσει ο κόσμος τα μπάνια του», όπως εξηγεί ο διαχειριστής από το Ελληνικό Παρατηρητήριο Βιοποικιλότητας, Χρήστος Τσακλής, μετά την έξαρση που παρατηρήθηκε στις μωβ μέδουσες και την κινδυνολογία που έσπειραν τα δημοσιογραφικά Μέσα.
Ένα παρόμοιο είδος πρωταγωνιστεί στις αναφορές της πλατφόρμας, κατά τις τελευταίες εβδομάδες του Αυγούστου: είναι απόλυτα διαφανή, κινούνται με τα ρεύματα της θάλασσας και συμβαίνει να εντοπίζονται κατά εκατοντάδες, μέσα στο νερό είτε ξεβρασμένα από τα νυχτερινά κύματα στις ακτές.
Όπως φαίνεται από τον χάρτη της πλατφόρμας, οι περισσότερες καταγραφές συγκεντρώνονται μέσα στον Κορινθιακό κόλπο, ενώ φωτογραφίες με ζελατινοειδή πλάσματα έχουν αναρτηθεί επίσης στη Χαλκιδική, τις Κυκλάδες και νότια της Πελοποννήσου.
«Κανένας λόγος για ανησυχία», απαντάει ο κύριος Τσακλής σε όσους
σπεύδουν να βγουν απ’ το νερό, είτε να απομακρύνουν τα πολύτιμα ετούτα
πλάσματα απ’ το φυσικό τους περιβάλλον. Πρόκειται για ολοπλαγκτονικούς
οργανισμούς χωρίς τοξικές κύστες και πλοκάμια,, οι οποίοι πρακτικά
αποτελούν έναν από τους αποδοτικότερους τρόπους αυτοκαθαρισμού των
θαλασσών – λέγονται σάλπες (αλλιώς «γυαλάκια») και είναι ακίνδυνες.
Πώς να τις ξεχωρίσεις από τις μέδουσες
«Ουσιαστικά δεν είναι πρόκειται για ένα μόνο οργανισμό αλλά για μια σειρά από συγγενικά είδη της οικογένειας των κτενοφόρων», αναφέρει στο OneMan ο Χρήστος Τσακλής. Τα πιο διαδεδομένα εξ αυτών στα ελληνικά ύδατα είναι τα Salpa Maxima και Salpa Fusiformis, χωρίς να είναι αντιληπτές οι διαφορές τους παρά στα μάτια των θαλάσσιων βιολόγων.
Το χαρακτηριστικό εκείνο που τα διακρίνει είναι μια κοκκινωπή κοιλότητα στο κατά τα άλλα διαφανές σώμα τους – ένα μικρό μπαλάκι, μέσω του οποίου αναπαράγονται. «Ωστόσο είναι εύθραυστη η σύσταση αυτής της κοιλότητας και εύκολα καταστρέφεται, όταν στρεσάρεται (π.χ. σε περίπτωση πίεσης), οπότε είναι ακόμη πιο δύσκολη η αναγνώρισή τους μέσα στο νερό», όπως παρατηρεί ο έμπειρος βιολόγος.
Το βασικό είναι ότι δεν διαθέτουν πλοκάμια, το σχήμα τους είναι σφαιρικό και παραμένουν μικρά σε μέγεθος, με διάμετρο έως 10 εκατοστά.
Ανάμεσα στις σάλπες υπάρχουν είδη που αναπτύσσουν ευθύγραμμες αποικίες, έτσι που μοιάζουν με μεγάλες ουρές μέσα στα νερά. Η καθημερινή ρουτίνα τους λέει ότι το βράδυ ανεβαίνουν στην επιφάνεια της θάλασσας για να τραφούν, ενώ το πρωί επιστρέφουν στα βαθύτερα σημεία (εντοπίζονται μέχρι και σε 800 μ. βάθους), προκειμένου να αποφύγουν το φως του ήλιου. Αυτή είναι και η μοναδική ενεργητική μετακίνηση που πραγματοποιούν, αφού κατά τα άλλα μεταφέρονται από τα ρεύματα της θάλασσας, προτιμώντας κατά βάση της θερμότερες ζώνες.
Έτσι οδηγήθηκαν και στον Κορινθιακό κόλπο – μια μεγάλη δεξαμενή, η οποία λογικό είναι να παρουσιάζει υψηλότερες θερμοκρασίες σε σχέση με το ανοιχτό πέλαγος.
Γιατί είναι πολύτιμα για τη θαλάσσια ζωή
«Η εμφάνισή τους το καλοκαίρι δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, όσο το γεγονός ότι η έξαρσή τους είναι σημαντικά μεγαλύτερη φέτος», παρατηρεί ο κύριος Τσακλής.
Οι ίδιοι παράγοντες που πυροδότησαν την έξαρση στις μέδουσες (τόσο στις μωβ όσο και στις ακίνδυνες Rhizostoma pulmo, που πρόκειται να μας απασχολήσουν το προσεχές διάστημα, σύμφωνα με τον βιολόγο) ευθύνονται για τις εκατοντάδες διάφανες σάλπες, οι οποίες παρατηρούνται αυτές τις μέρες: η υψηλότερη θερμοκρασία λόγω της κλιματικής αλλαγής, όσο και οι συνέπειες στην τροφική αλυσίδα των βυθών από την ανεξέλεγκτη αλιεία.
Τα διαφανή τούτα πλάσματα, βέβαια, είναι σύμμαχοι στην ησυχία και την ασφάλεια των λουόμενων:
«Είναι πολύ βοηθητικά στην ισορροπία της θαλάσσιας βιοποικιλότητας: αυτοί οι οργανισμοί τρέφονται με φυτοπλαγκτόν και ζωοπλαγκτόν, καθώς φιλτράρουν το θαλάσσιο νερό, και δεδομένου ότι σχηματίζουν μεγάλες αποικίες, αντίστοιχα μεγάλο είναι και το θετικό τους αποτύπωμα – μέσα στους οργανισμούς που καταναλώνουν περιλαμβάνονται και μικρές-μικρές μέδουσες, οι οποίες προκαλούν φαγούρα στον άνθρωπο, ακόμη κι αν δεν γίνονται αντιληπτές».
Οπότε, ας αφήσουμε –έστω και καθυστερημένα– τη φύση να κάνει το έργο της.