Τέσσερα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι, που είχε ως αποτέλεσμα 102 άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους, και οι μνήμες από την τραγωδία είναι ακόμα νωπές.
Η φωτιά, που ξεκίνησε το απόγευμα της Δευτέρας, 23 Ιουλίου 2018, στο Νταού Πεντέλης, έμελλε να είναι η φονικότερη στην ιστορία του ελληνικού κράτους και η δεύτερη πιο φονική παγκοσμίως, τον 21ο αιώνα, μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές το 2007 στην Αυστραλία, που είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 180 ανθρώπων.
Ήταν περίπου 17:00 το απόγευμα της 23ης Ιουλίου, όταν ξέσπασε η πυρκαγιά στο Νταού Πεντέλης (σ.σ. μία ακόμα μεγάλη πυρκαγιά μαινόταν από το μεσημέρι της ίδιας ημέρας στα Γεράνεια όρη, στην περιοχή της Κινέττας). Οι ισχυροί άνεμοι που έπνεαν εκείνη την ημέρα και έφτασαν ως και τα 124 χιλιόμετρα την ώρα (12 μποφόρ), σε συνδυασμό με τις πολύ υψηλές θερμοκρασίες, έκαναν τη φωτιά ανεξέλεγκτη.
Η πυρκαγιά μέσα σε λίγα λεπτά κατέκαψε τη βόρεια πλευρά του χωριού του Νταού και κινήθηκε δια μέσου της Ιεράς Μονής Παντοκράτορος, προς την ευρύτερη περιοχή της Ραφήνας, αρχικά στον οικισμό Νέο Βουτζά και στη συνέχεια σε Κόκκινο Λιμανάκι και Μάτι. Λίγο μετά τις 18:00 το απόγευμα , η φωτιά είχε φτάσει στη θάλασσα.
Δεκάδες κάτοικοι, αλλά και άλλοι άνθρωποι που παραθέριζαν στο Μάτι ή είχαν πάει για μπάνιο, σε έναν πανικό για να μπορέσουν να ξεφύγουν από την πύρινη λαίλαπα, παγιδεύτηκαν πεζή ή μέσα στα αυτοκίνητά τους και κάηκαν ζωντανοί. Άλλοι δεν μπόρεσαν να φύγουν από τα σπίτια τους και βρήκαν εκεί τραγικό θάνατο.
Είκοσι έξι άνθρωποι βρέθηκαν νεκροί στο «οικόπεδο της φρίκης», όπως χαρακτηρίστηκε. Εκεί, σε εκείνο το οικόπεδο στο Μάτι, στον περιβάλλοντα χώρο ενός σπιτιού, γράφτηκε το πιο μοιραίο κεφάλαιο της τραγωδίας.
Από τη φωτιά στο Μάτι, κάηκαν τεράστιες εκτάσεις πευκοδάσους, ενώ οι υλικές ζημιές ήταν καταστροφικές, αφού περισσότερα από 1.500 κτήρια καταστράφηκαν ολοσχερώς ή μερικώς.