Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία οργάνωσε την Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021 εκδήλωση αφιερωμένη στον εξέχοντα Έλληνα διπλωμάτη Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, με τίτλο «Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος, το Υπουργείο Εξωτερικών και η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ». Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά, από την Αίθουσα της Γερουσίας της Βουλής των Ελλήνων.
O Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων και Πρόεδρος του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων κ. Κωνσταντίνος Τασούλας, στον χαιρετισμό του, τόνισε ότι ο Βύρων Θεοδωρόπουλος υπήρξε κορυφαίος εκπρόσωπος της ελληνικής διπλωματίας, όχι απλώς γνώστης, αλλά μύστης των ελληνοτουρκικών σχέσεων και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης, συνέχισε, ο Θεοδωρόπουλος πρωταγωνίστησε σε δύο σπουδαία πεδία, την ασφάλεια της χώρας και την είσοδό της στην ΕΟΚ. Οι διεθνείς επαφές του, η ολόπλευρη γνώση, η διορατικότητα, η εργατικότητα, η εκτίμηση που έχαιρε εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας αποδείχθηκαν ανεκτίμητα εργαλεία για την επιτυχή δράση του, όπως τόνισε ο Πρόεδρος της Βουλής. Η παρακαταθήκη του, κατέληξε, είναι πολύτιμη στην εξωτερική πολιτική, τη διπλωματία και τις διεθνείς σχέσεις, τόσο στην πράξη όσο και στη θεωρία.
Την πρώτη συνεδρία, με γενικό τίτλο «Ο διπλωμάτης Βύρων Θεοδωρόπουλος», άνοιξε ο Γενικός Γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ο οποίος μίλησε με θέμα «Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος και οι ελληνικές εμπειρίες της μεταπολεμικής Ανατολικής Μεσογείου». Αναφέρθηκε στα θέματα της Ανατολικής Μεσογείου με τα οποία ασχολήθηκε ο Θεοδωρόπουλος στην αρχή της διπλωματικής του καριέρας, τη δεκαετία του 1950, όπως οι διωγμοί των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη και η έξωσή τους από την Αίγυπτο, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο αυτά διαμόρφωσαν τη συνολική οπτική και τη δημόσια παρέμβασή του. Η τραυματική εμπειρία της καταστροφής ελληνικών κοινοτήτων της Ανατολικής Μεσογείου αναδείκνυε στο μυαλό της νέας γενιάς διπλωματών –της οποίας επρόκειτο να ηγηθεί ο Θεοδωρόπουλος στη δεκαετία του 1960– τη σημασία του λειτουργικού πλαισίου της ευρωπαϊκής ενοποίησης και των υπερβάσεων με τις οποίες αυτό συνδεόταν.
Ο πρέσβης επί τιμή και πρώην Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών κ. Γεώργιος Σαββαΐδης ανέπτυξε το θέμα «Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος και το Υπουργείο Εξωτερικών: η θεσμική διάσταση». Αναφέρθηκε αρχικά στη συμβολή του Θεοδωρόπουλου στη σύνταξη του Οργανισμού του Υπουργείου το 1976. Στη συνέχεια, επικεντρώθηκε στη συμμετοχή του στη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θαλάσσης του ΟΗΕ το 1974, ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του διεθνούς οργανισμού. Αντλώντας στοιχεία από την πολύχρονη και στενή του σχέση με τον Θεοδωρόπουλο, ο ομιλητής ανέπτυξε τους λεπτούς χειρισμούς του στα ζητήματα του δικαίου της θαλάσσης, καθώς συνδύαζε τη γνώση, την ικανότητα, την αφοσίωση στην πατρίδα και την πολυεδρική προσέγγιση της εξωτερικής πολιτικής.
Το θέμα της ομιλίας του υποψήφιου διδάκτορα στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Φλωρεντίας - EUI κ. Ιωάννη Χάλκου ήταν: «Στη δεκαετία του 1970: από το ΝΑΤΟ στη Γενική Γραμματεία του Υπουργείου των Εξωτερικών». Αναφέρθηκε στη συμβολή του Θεοδωρόπουλου στην εξομάλυνση των σχέσεων με το ΝΑΤΟ κατά το κρίσιμο διάστημα που ακολούθησε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό του σκέλος. Τον χαρακτήρισε ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής Καραμανλή για τη ένταξη στην ΕΟΚ, πεδίο στο οποίο διαδραμάτισε βαρύνοντα ρόλο στην επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων και την τελική επιτυχία. Τόνισε, τέλος, ότι ενώ οι γεωγραφικές πραγματικότητες αποτελούν σημείο εκκίνησης στην ανάλυσή του, δεν παγιδεύεται σε αυτές, αλλά επιδιώκει μια εξωστρεφή και πολυδιάστατη διπλωματία.
Τη δεύτερη συνεδρία, με γενικό τίτλο «Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος ως διανοούμενος των διεθνών σχέσεων» άνοιξε ο αν. καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Διεθνούς Πολιτικής και Ευρωπαϊκής Ενοποίησης στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου κ. Σωτήρης Ντάλης, ο οποίος μίλησε με θέμα «Η ευρωπαϊκή ενοποίηση και η διεθνής πολιτική στο έργο του Βύρωνα Θεοδωρόπουλου». Ξεκινώντας από την πολιτική διορατικότητα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος έκανε την καίρια επιλογή της Σύνδεσης με την ΕΟΚ το 1959, ο ομιλητής επισκόπησε την πολύχρονη σχετική ενασχόληση του Θεοδωρόπουλου, τον οποίο και χαρακτήρισε αφανή πρωταγωνιστή της ένταξης το 1979. Αναφέρθηκε, τέλος, στον «εξωστρεφή πατριωτισμό» που τον διέκρινε και στον επιτυχή συγκερασμό της εθνικής κυριαρχίας με το ευρωπαϊκό σχέδιο.
Ο επικ. καθηγητής Ιστορίας Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Μανόλης Κούμας μίλησε με θέμα «Η ιστορία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στο έργο του Βύρωνα Θεοδωρόπουλου». Αναφέρθηκε στο πλούσιο συγγραφικό έργο του Θεοδωρόπουλου και στη σημασία που απέδιδε στη γνώση της Ιστορίας για την κατανόηση της εξωτερικής πολιτικής. Όπως εξήγησε, ο Θεοδωρόπουλος έδινε έμφαση στο γιατί συνέβη κάτι, ενώ μέσα από τις μελέτες του ανέδειξε την επιτυχή εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος ως βασικού στόχου της διπλωματίας. Ο συγγραφέας εξετάζει, πρόσθεσε, τους βαθύτερους παράγοντες που διαμορφώνουν την εξωτερική πολιτική (λ.χ. γεωγραφία, οικονομία, αλληλεπίδραση με άλλα κράτη), ενώ προσεγγίζει με στοχαστικό τρόπο ζητήματα που εμπλέκονται σε αυτές, όπως τα περιθώρια ανεξαρτησίας και ο ρόλος της προσωπικότητας.
Τη βραδιά έκλεισε ο Γενικός Γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ο οποίος, αφού ευχαρίστησε τους ομιλητές, τόνισε ότι η εκδήλωση αποτελεί απόδοση φόρου τιμής προς τρεις κατευθύνσεις: προς το πρόσωπο του Βύρωνα Θεοδωρόπουλου, προς το μείζον γεγονός της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ (από το οποίο φέτος συμπληρώθηκαν σαράντα χρόνια), αλλά και προς στο Υπουργείο Εξωτερικών και τη συμβολή του στη διαμόρφωση των μειζόνων αποφάσεων που αφορούν το μέλλον της χώρας.
Στις συνεδρίες προήδρευσε η καθηγήτρια και τ. πρύτανις του Παντείου Πανεπιστημίου κυρία Ισμήνη Κριάρη, η οποία, με τα περιεκτικά της σχόλια έπειτα από κάθε ομιλία, αναδείκνυε τα κεντρικά τους σημεία.
Στην αίθουσα της Γερουσίας παρευρέθησαν, παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς την εκδήλωση, ο βουλευτής Δωδεκανήσου, κοσμήτωρ της Βουλής κ. Βασίλειος Υψηλάντης και ο Ειδικός Γραμματέας της Βουλής κ. Βασίλειος Μπαγιώκος.
Ομιλία του Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων
κ. Κωνσταντίνου Αν. Τασούλα
στην εκδήλωση του Ιδρύματος της Βουλής
για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία
με θέμα
«Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος, το Υπουργείο Εξωτερικών
και η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ»
Αίθουσα Γερουσίας της Βουλής των Ελλήνων, 8 Δεκεμβρίου 2021
Κυρίες και κύριοι,
Το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία σήμερα, πολύ καταλλήλως και πολύ σωστά, αφιερώνει την εκδήλωσή του σε έναν κορυφαίο εκπρόσωπο της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τον αείμνηστο Βύρωνα Θεοδωρόπουλο.
Η εκδήλωση του Ιδρύματος της Βουλής αφορά τη συμβολή του στην ευρωπαϊκή πορεία της χώρας, χωρίς αυτό να εξαντλεί την προσφορά του. Διότι ο Βύρων Θεοδωρόπουλος υπηρέτησε στο Υπουργείο Εξωτερικών και απετέλεσε έναν αποφασιστικό παράγοντα διαχειρίσεως όχι μόνο της εντάξεως της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες αλλά και των ελληνοτουρκικών σχέσεων, των οποίων θεωρείται όχι απλώς γνώστης αλλά μύστης.
Η ελληνική εξωτερική πολιτική βασικά είχε σταθερό προσανατολισμό μετά την θεμελιώδη επιλογή από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στα τέλη της δεκαετίας του ’50,για την ένταξη της χώρας στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες, που δεν ήταν απλή επιλογή, γιατί δεν ήταν μονόδρομος, διότι υπήρχε και ο πειρασμός της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) που είχε σημαντικές χώρες ως μέλη, τη Μεγάλη Βρετανία κυρίως, και που κανείς δεν ήξερε στα τέλη της δεκαετίας του ’50ποια από τις δύο οντότητες θα είχε και διάρκεια και προσφορότητα και χρησιμότητα. Ωστόσο η επιλογή του να ακολουθηθεί η πορεία προς τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και όχι προς την ΕΖΕΣήταν μία επιλογή όχι κληρώσεως, αλλά συνειδήσεως και βαθύτατα πολιτική, που δικαιώθηκε, κι αυτή η πολιτική ήταν συναρτημένη τότε με την αγχώδη προσπάθεια της χώρας να επιτύχει την οικονομική ανάπτυξη, ένα θέμα το οποίο βασάνιζε τους ταγούς της εξωτερικής πολιτικής, υπηρεσιακούς και πολιτικούς, ιδίως καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50, όταν το κυπριακό ζήτημα είχε σχεδόν απορροφήσει όλη την ικμάδα της εξωτερικής μας πολιτικής, η οποία ήθελε να επιλύσει αυτό το σοβαρό εθνικό θέμα και για τον πρόσθετο λόγο της απερίσπαστης ενασχόλησης της χώρας, μετά απ’ αυτό, με την επίτευξη της περιπόθητης οικονομικής ανάπτυξης.
Η πορεία της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες είχε την γνωστή περιπέτεια του «παγώματος» κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας και εν συνεχεία την προσπάθεια το χαμένο έδαφος να κερδηθεί, ιδίως διότι μετά τη μεταπολίτευση υπήρχαν και άλλες χώρες μεσογειακές, της Ιβηρικής Χερσονήσου, οι οποίες, λίγο-πολύ με τις ίδιες εμπορικές και γεωργικές επιτεύξεις της Ελλάδος, διεκδικούσαν την είσοδο και η χώρα έπρεπε να πάρει μια προτεραιότητα, την οποία και τελικώς πήρε μαζί με επαρκή μεταβατική περίοδο προσαρμογής.
Στη Μεταπολίτευση, δύο ήταν τα κυρίαρχα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, η ασφάλεια της χώρας εν σχέσει με την ελληνοτουρκική κρίση και η είσοδος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Ο Βύρων Θεοδωρόπουλος χειρίστηκε και τα δύο θέματα. Είναι γνωστό ότι μετά τη συνάντηση Καραμανλή-Ετσεβίτ στο Μοντραί, το 1978, έγινε μία προσπάθεια που δεν καρποφόρησε, να διευθετηθεί το θέμα της υφαλοκρηπίδος με την Τουρκία, μετά την ανεπιτυχή έκβαση της Χάγης, λόγω του ότι δεν υπεγράφη συνυποσχετικό.Αυτή η προσπάθεια δεν ευδοκίμησε, αλλά ο Βύρων Θεοδωρόπουλος ήταν κι εδώ πρωταγωνιστής, σε αυτή τη σοβαρή απόπειρα, μαζί με έναν γνωστό Τούρκο διπλωμάτη, τον Σουκρού Ελεγκτάγκ(Şükrü Elekdağ). Κι ενώ είχε αυτές τις αρμοδιότητες, λόγω γνώσεων και πείρας και αρμοδιότητος περί τα ελληνοτουρκικά, ήταν ταυτόχρονα και επικεφαλής της ΚΕΔ –όπως ελέγετο τότε– της Κεντρικής Επιτροπής Διαπραγματεύσεων για την ένταξη της χώρας μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες.
Η ένταξη της χώρας μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες δεν ήταν ακριβώς μόνο πολιτική. Είχε και βαθιά υπηρεσιακή προεργασία. Μπορεί το επιστέγασμα των λόγων της εντάξεως να είχε έντονη πολιτική και προσωπική χροιά, εν σχέσει με την παρέμβαση, την προσωπικότητα και τις διεθνείς σχέσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή, αλλά εάν δεν υπήρχε ένα υπόβαθρο που προετοιμάστηκε υπηρεσιακά από ανθρώπους κυρίως σαν τον Θεοδωρόπουλο, η πολιτική παρέμβαση δεν θα είχε αυτή την λυσιτελή έκβαση. Και οφείλουμε εδώ να θυμηθούμε ότι όλη αυτή η προεργασία έγινε χάρη στο νόμο 445 του 1976, ο οποίος αφεώρα την εκπροσώπηση της χώρας μας στις τότε Ευρωπαϊκές Κοινότητες, και στη διοικητική προετοιμασία της χώρας, όπου καθορίστηκε ως αρμόδιο το Υπουργείο Συντονισμού, στο οποίο εδόθησαν σημαντικές εξουσίες, και οργανώθηκε η Κεντρική Επιτροπή Διαπραγματεύσεων. Και οφείλουμε εδώ να πούμε ότι πρόσωπα όπως ο Θεοδωρόπουλος, κορυφαία, υπήρξαν επίσης δίπλα του οι αείμνηστοι Κυριαζίδης, Ευρυγένης, Βάρφης, Ανδρεόπουλος, Κοντογεώργης, άνθρωποι οι οποίοι, όπως ο Πρέσβης Τρανός πριν τη δικτατορία, σε συνεργασία με τα συναρμόδια Υπουργεία Γεωργίας, Εμπορίου και Οικονομικών, προετοίμασαν την ευδοκίμηση της εντάξεως της χώρας, η οποία προφανώς στηρίχτηκε τελικά στο ότι όταν κόπηκε το νήμα, το στέρνο που έκοψε αυτό το νήμα ήταν του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Ο Άγγελος Βλάχος, ένας άλλος διακεκριμένος διπλωμάτης και λογοτέχνης, γράφει στα βιβλία του ότι τρεις είναι οι υπηρεσίες στο Κράτος που δουλεύουν κατ’ εξοχήν: το Γενικό Επιτελείο Στρατού, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και το Υπουργείο Εξωτερικών. Ήθελε να πει μ’ αυτό ότι είναι αυτό το τρίπτυχο των υπηρεσιών οι κατ’ εξοχήν υπηρεσίες, που λόγω παραδόσεως, λόγω δομής, λόγω καθημερινής ανάγκης να ανταποκριθούν σε ένα σημαντικό έργο, που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή απόδοσης των κρατικών υπηρεσιών.
Ένας από τους λόγους που το Υπουργείο Εξωτερικών έχει αυτή την αναγνώριση –και μετέπειτα και σήμερα– είναι γιατί αποτελείται από εξέχουσες προσωπικότητες, οι οποίες συνεχίζουν μια λαμπρή παράδοσηστελεχών όπως ο Θεοδωρόπουλος. Θυμάμαι ότι στο περίφημο βιβλίο που έγραψε με τον Αλεξανδράκη και τον Σταθάτο για το Κυπριακό, με τον τίτλο «Ενδοσκόπηση», ο Θεοδωρόπουλος μιλάει για την ανακίνηση του Κυπριακού το 1950 –ήταν τότε Γραμματεύς στη Μόνιμη Αντιπροσωπεία της Ελλάδος στον ΟΗΕ– και ανήσυχος γι’ αυτή την ανακίνηση εκείνη την εποχή –η Ελλάδα ήταν ακόμη ασταθής– ρώτησε τον προϊστάμενό του Πρέσβη πώς θα αντιδράσει η Τουρκία σ’ αυτή την απόπειρα. Ήταν τότε που έγινε το δημοψήφισμα και εν συνεχεία ησκούντο πιέσεις για προσφυγή στον ΟΗΕ. Και ο προϊστάμενός του του είπε: «Ποια Τουρκία; Τι δουλειά έχει η Τουρκία με το Κυπριακό;»
Το 1954 πήγε Πρόξενος στην Κωνσταντινούπολη. Και εκεί διαπίστωσε κάτι το οποίο με την εμπειρία του και τις γνώσεις του το υποπτευόταν –γιατί δεν συμμεριζόταν εκείνη την καθησυχαστική ερώτηση του προϊσταμένου του στη Νέα Υόρκη– ότι δηλαδή όλη η υπερένταση του τουρκικού Τύπου εις βάρος της Κύπρου, της Ελλάδος, και όλο το απειλητικό ρεπερτόριο των τουρκικών πρωτοσέλιδων κατά της Ελλάδος καθοδηγείτο από το Γραφείο Τύπου του Προξενείου της Μεγάλης Βρετανίας. Κι είχε πολύ νωρίς κατανοήσει ότι όλη αυτή η ιστορία είχε τόσο δύσκολες διαστάσεις –όχι ακατάβλητες, αλλά εξαιρετικά δύσκολες– και ότι η εξέλιξη του Κυπριακού θα ήταν μέσα στις μυλόπετρες ή τις συμπληγάδες πέτρες και της αγγλικής αποικιοκρατίας, η οποία ήθελε να κρατήσει έστω το τελευταίο προπύργιο, αλλά και της τουρκικής αδιαλλαξίας, οι οποίες ήταν σε στενή συνεργασία. Είχε συνεπώς πλήρη επίγνωση όλων των μεγάλων θεμάτων της εξωτερικής πολιτικής. Και όταν του ανετέθη η διαχείριση της εντάξεως της χώρας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες, αντιλαμβανόταν πλήρως ότι αυτό αφεώρα και τα αγροτικά προϊόντα και τη βιομηχανία και την ανταγωνιστικότητα που θα επήρχετο αναγκαστικά λόγω του σταδιακού δασμολογικού αφοπλισμού, αλλά αφεώρα και την ασφάλεια της χώρας. Συνεπώς ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, όπου με την εργατικότητα, τις διεθνείς επαφές, τη διορατικότητα, την εκτίμηση που του είχε η τότε πολιτική ηγεσία, η οποία ΥΠΟΛΟΓΙΖΕ –και το λέω με κεφαλαία γράμματα– τις απόψεις των υπηρεσιακών παραγόντων, κάτι το οποίο δυστυχώςδεν είναι αυτονόητο, διαχρονικά στην Ελλάδα, κατάφερε να πρωτοστατήσει στη μεγάλη επιτυχία της πλήρους εντάξεως της χώρας μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες νωρίτερα από τις χώρες της Ιβηρικής Χερσονήσου, οι οποίες ήταν ανταγωνιστικές ως προς αυτό για τη χώρα μας.
«Αποφοίτησε» –για να δανειστώ πάλι μια λέξη του Άγγελου Βλάχου– από το Υπουργείο Εξωτερικών τριάντα χρόνια πριν πεθάνει. Αλλά συνέχισε μέσω των γραπτών του, της αρθρογραφίας του, των παρεμβάσεών του, να ασκεί στην ουσία εξωτερική πολιτική και να διδάσκει με την πλούσια και γόνιμη εμπειρία του όλους εμάς, και τους διαδόχους του στο Υπουργείο Εξωτερικών, για τα θέματα που αφορούσαν τις διεθνείς σχέσεις, τα ελληνοτουρκικά κυρίως, που τα ήξερε πολύ καλά –ήξερε πολύ καλά την Τουρκία και μας δίδαξε για την Τουρκία– αλλά και τα υπόλοιπα θέματα που αφορούσαν την εξωτερική πολιτική.
Το ότι το Ίδρυμα της Βουλής σήμερα κάνει αυτή την εκδήλωση είναι μια ένδειξη ελάχιστης τιμής στη μνήμη ενός από τους πιο ξεχωριστούς Έλληνες διπλωμάτες του προηγούμενου αιώνος, ο οποίος άσκησε τα καθήκοντά του με τρόπο παραγωγικό, αλλά και άφησε τις παρακαταθήκες του περί την εξωτερική πολιτική επίσης κατά τρόπο παραγωγικό. Μια σπαρακτική αποτίμηση κάθε ενός που αφήνει μια παρακαταθήκη η οποία δεν εισακούγεται περιγράφεται σε ένα απαισιόδοξο ποίημα του Καρυωτάκη: «Μόνο θα μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι, δέκα μονάχα στίχοι μας θα μείνουνε, καθώς τα περιστέρια που σκορπούν οι ναυαγοί στην τύχη, κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός». Η παρακαταθήκη του Βύρωνος Θεοδωρόπουλου δεν είχε αυτή την τύχη. Είχε την τύχη να προσεχθεί, να εκτιμηθεί και να αξιοποιηθεί. Και επειδή σήμερα το Ίδρυμα της Βουλής, κύριε Ευάνθη Χατζηβασιλείου, αγαπητοί και εκλεκτοί συνεργάτες και ομιλητές, συμβάλλει εις την περαιτέρω αξιοποίηση αυτής της πολύτιμης παρακαταθήκης για τον Βύρωνα Θεοδωρόπουλο, τον ιεροφάντη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, επιτρέψτε μου να σας ευχαριστήσω και να σας συγχαρώ.