Είναι 4 Αυγούστου 1865 όταν με διάταγμα του βασιλιά Γεωργίου καθιερώνεται ως εθνικός ύμνος της χώρας ο «Ύμνος εις την Ελευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού σε μελοποίηση του Νικολάου Μάντζαρου. Ουσιαστικά μιλάμε για τη συνεργασία δύο Ελλήνων της διασποράς που επιστρέφουν στη χώρα ώστε να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση της.
Όταν ένα αντίγραφο του εμβληματικού έργου του Σολωμού φτάνει στα χέρια του Κερκυραίου μουσικού Νικολάου Χαλικιόπουλου Μάντζαρου, ο τελευταίος αρχίζει άμεσα τη μελοποίηση του για τετράφωνη ανδρική χορωδία που υπερβαίνει τη μία ώρα, το λαϊκό μοτίβο της οποίας συντελεί στην ευρεία διάδοσή και αποδοχή του ως άτυπου Επτανησιακού Εθνικού Ύμνου.
Η εγκατάσταση του Σολωμού στην Κέρκυρα και η γνωριμία του με τον Μάντζαρο, οδηγεί σε δεύτερη μελοποίηση του έργου ενώ η καλλιτεχνική παιδεία και η βαθιά αλληλοεκτίμηση που αναπτύσσεται μεταξύ τους, συντελεί στην αρτιότερη ολοκλήρωση του. Την συναισθηματική και καλλιτεχνική φόρτιση των κορυφαίων εκείνων στιγμών, περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο ο μαθητής του Μάντζαρου, Σπύρος Δε Βιάζης :«Ηκούσαμε τον Μάντζαρο λέγοντα ότι πολλάκις συνειργαζόταν αυτός και ο Σολωμός εις την μελοποίησιν και προ του πιάνου κατά την δοκιμήν εν άκρω ενθουσιασμώ δακρύοντες έψαλλον αμφότεροι». Οι δύο μεγάλοι άνδρες αλληλοσυμπληρώνονται σε αυτή την ιστορική συνεργασία με τον ποιητή να λέει χαρακτηριστικά στο συνθέτη :«Όσον περισσότερο εμβαθύνω εις την τέχνην σου, τόσον περισσότερον εμπνέομαι εις την ιδικήν μου».
Δε γνωρίζουμε πότε ολοκληρώνεται η συνεργασία τους, αλλά είναι δεδομένο ότι η πρώτη λαϊκή μελοποίηση του Μάντζαρου στους στίχους του Εθνικού μας ποιητή, ξεπερνά τα Επτανησιακά όρια φτάνοντας στην ελεύθερη και μη χώρα, ως η σύνθεση που συνεπαίρνει λαό και κυβερνώντες. Γράφει ο φίλος του Μάντζαρου Γ. Κασιμάτης :«Εις τα δεξιώσεις της Αυλής, και κατά την διαταγήν του βασιλέως Όθωνος, η στρατιωτική ορχήστρα πνευστών συχνά επαιάνιζε τεμάχια του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» προς ενθουσιασμόν των προσκεκλημένων». Ο Μάντζαρος συνεχίζει την ενασχόλησή του με το έργο επιχειρώντας και άλλες μελοποιήσεις του το 1837 και το 1839-1840. Τον Δεκέμβριο του 1844, υποβάλει την τέταρτη εκδοχή του έργου στον Όθωνα, ο οποίος τη χαρακτηρίζει «επιτυχή σύνθεση», αλλά όχι Εθνικό Ύμνο.
Όταν 1865 ο βασιλιάς Γεώργιος ακούει την μπάντα της Φιλαρμονικής Εταιρίας στη Κέρκυρα να παίζει την πρώτη εκτέλεση, που έχει επικρατήσει, εντυπωσιάζεται τόσο, που δίνει άμεση εντολή ανακήρυξης του έργου ως Εθνικού Ύμνου.
Έτσι, με βασιλικό διάταγμα του υπουργείου Ναυτικών χαρακτηρίζεται σαν «εθνικόν άσμα» και διατάσσεται η εκτέλεσή του «…κατά πάσας τας ναυτικάς παρατάξεις του Βασιλικού Ναυτικού». Παράλληλα, ενημερώνονται οι ξένοι πρέσβεις για την ανάκρουση του σε περιπτώσεις απόδοσης τιμών στον βασιλιά της Ελλάδας, ή της Ελληνικής σημαίας από ξένα πλοία. Το σύνολο της πρώτης μελοποίησης τυπώνεται σε 27 μέρη στο Λονδίνο μόλις το 1873, ένα χρόνο μετά το θάνατο του συνθέτη της. Ουσιαστικά ως Εθνικός Ύμνος καθιερώνονται οι 24 πρώτες στροφές του έργου, ενώ ανακρούονται μόνο οι δύο πρώτες, που συνοδεύουν την έπαρση και την υποστολή της σημαίας και ψάλλονται σε επίσημες στιγμές και τελετές.
ET