Η κατάρρευση της απριλιανής χούντας μετά την προδοσία της Κύπρου τον Ιούλιο του 1974 οδηγεί Ελλάδα και Κύπρο στην κορυφαία μεταπολεμική δοκιμασία τους να διαθέτουν δύο ανίκανους «πρωθυπουργούς» (Ανδρουτσόπουλος – Σαμψών) αλλά καμία κυβέρνηση.
Ο Αμερικανός υφυπουργός Εξωτερικών, Τζόζεφ Σίσκο, ψάχνοντας συνομιλητές για να διαπραγματευθεί την οπερετική ανακωχή με τους Τούρκους εισβολείς, παίρνει τελικά έγκριση από τον ναύαρχο Πέτρο Αραπάκη στις 22 Ιουλίου. Η δικτατορία αποσύνθετε μέσω φημών για κάθοδο του Γ’ Σώματος Στρατού στην Αθήνα και στις 23 Ιουλίου οι αρχηγοί των τριών Σωμάτων Στρατού παραδίδουν το χάος που δημιούργησαν στους αποδιοπομπαίους παλαιούς πολιτικούς, με μόνο διαφωνούντα τον αμετανόητο Δημήτρη Ιωαννίδη. Την ίδια στιγμή στις Ηνωμένες Πολιτείες ο «μάγος» Χένρι Κίσινγκερ «προφητεύει» άμεση πολιτική αλλαγή στην Ελλάδα…
Η παράδοση εξουσίας γίνεται το μεσημέρι της 23ης Ιουλίου στη σύσκεψη μεταξύ του χουντικού Προέδρου της Δημοκρατίας, στρατηγού Φαίδωνα Γκιζίκη, των αρχηγών Ενόπλων Δυνάμεων και των πολιτικών Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Γεωργίου Μαύρου, Ευάγγελου Αβέρωφ, Στέφανου Στεφανόπουλου, Γεωργίου Αθανασιάδη-Νόβα, Ξενοφώντος Ζολώτα και Σπύρου Μαρκεζίνη. Η πρόταση του τελευταίου για υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον χουντικό υπουργό Ξανθόπουλο για να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές απορρίπτεται, όπως και αυτή του Ευάγγελου Αβέρωφ για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή γιατί βρίσκεται μακριά.
Τελικά, δίνεται εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, που θα ανακοινώσει τη συγκρότησή της μέχρι τις 8 το βράδυ. Τον ρου της Ιστορίας αλλάζει η στάση του Ευάγγελου Αβέρωφ, που παραμένοντας μετά την αποχώρηση των υπολοίπων πείθει τον Γκιζίκη να τηλεφωνήσει στον Κωνσταντίνο Καραμανλή ζητώντας την άμεση επιστροφή του.Ο τελευταίος βρίσκεται στο Παρίσι αποκλεισμένος από τις εξελίξεις, αφού η επικοινωνία με την Ελλάδα είναι κομμένη. Σύμφωνα με τον συνεργάτη του τα χρόνια της εξορίας, Κωνσταντίνο Χρυσοστάλη, επειδή την ώρα του τηλεφωνήματος ο πρώην πρωθυπουργός κοιμάται, απαντά ο ίδιος και ακολουθεί ο εξής διάλογος και έπειτα από έναν σύντομο διάλογο ξυπνά τον Καραμανλή λέγοντας: «Κύριε πρόεδρε, σας ζητάνε από την Αθήνα. Φοβάμαι ότι είναι φάρσα. Μου λένε ότι θέλει να σας μιλήσει ο στρατηγός Γκιζίκης».
Στο δεκάλεπτο αυτό τηλεφώνημα, που αλλάζει τη σύγχρονη Ιστορία της χώρας, ο Καραμανλής, παρά τις αρχικές ενστάσεις του, πείθεται από την περιγραφή της τραγικής κατάστασης από τους Αβέρωφ – Γκιζίκη και τους αρχηγούς των Επιτελείων για την αναγκαιότητα γρήγορης επιστροφής του στην καταρρέουσα χώρα. Βγαίνοντας από το δωμάτιο λέει στους ανθρώπους του: «Ετοιμάστε μου ένα βαλιτσάκι, βάλτε μου μέσα δέκα αλλαξιές και κανένα δυο πουκάμισα, γιατί φεύγουμε για Αθήνα». Στους συνεργάτες του αναφέρει ότι αναχωρούν με αεροπλάνο της Ατλαντικής Συμμαχίας, ζητώντας στα τηλεφωνήματα που ακολουθούν να επιβεβαιώνουν το γεγονός της επιστροφής, αλλά να του περνούν μόνο τα τηλεφωνήματα από την Ελλάδα. Λίγα λεπτά αργότερα δέχεται κλήση από τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, ο οποίος του παραχωρεί το προεδρικό αεροσκάφος για την επιστροφή στη χώρα.
Την ίδια ώρα στην Αθήνα ο κόσμος βρίσκεται στους δρόμους πανηγυρίζοντας την πτώση της δικτατορίας, αλλά πάντα με το τρανζιστοράκι στο αυτί αγωνιώντας για το κυπριακό δράμα. Η είδηση της επιστροφής του Καραμανλή αρκεί, ώστε να κατακλυστούν οι δρόμοι προς το αεροδρόμιο από αυτοκίνητα που κορνάρουν και κόσμο που κρατά ελληνικές σημαίες και, επιτέλους, ελπίζει. Ο όγκος και το πάθος του λαού που υποδέχεται τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στις 2.00 τα μεσάνυχτα προσδιορίζουν το μέγεθος των ευθυνών που αναλαμβάνει, όπως θα πει ο ίδιος αργότερα. Και δεν είναι λίγες…
Τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, που ορκίζεται εσπευσμένα στις 4 τα ξημερώματα και συγκροτείται σε δύο δόσεις στις 24 και τις 26 Ιουλίου, είναι το κλείσιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης, η άμεση απελευθέρωση όλων των πολιτικών κρατουμένων, η γενική αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων, καθώς και η απόδοση ιθαγένειας και διαβατηρίων που αφαιρέθηκαν στην επταετία. Η σημαντικότερη όμως πρόκληση του πρωθυπουργού εκείνες τις κρίσιμες ώρες είναι η παγίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος, με τους Τούρκους να προελαύνουν στην Κύπρο, τη χώρα απαξιωμένη στο εξωτερικό και στελέχη της δικτατορίας να διαθέτουν ακόμα την ουσιαστική εξουσία στα χέρια τους.
Η πλήρης πολεμική ετοιμότητα στην οποία βρίσκεται ο Στρατός δεν επιτρέπει τη γρήγορη αποχουντοποίησή του, κάτι που επιχειρείται αρχικά με νομοθετικά μέτρα. Την 1η Αυγούστου επανέρχεται σε ισχύ το Σύνταγμα του 1952, που επιστρέφει τη διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων στην πολιτική εξουσία, ενώ στις 7 Αυγούστου οι αρχές των ατομικών δικαιωμάτων και της ανεξάρτητης δικαιοσύνης. Υπάρχει τέτοια ανασφάλεια στις σχέσεις κυβέρνησης – Στρατού, που πολλές φορές το Εθνικό Τυπογραφείο βρίσκεται σε επιφυλακή, ώστε οι αποφάσεις αλλαγών στη στρατιωτική ηγεσία να δημοσιεύονται γρήγορα και να τίθενται άμεσα σε ισχύ, υπό τον φόβο ακραίων αντιδράσεων.
Η πρώτη δύσκολη περίοδος
Οι πληροφορίες περί νέου ιωαννιδικού πραξικοπήματος οδηγούν σε έκτακτη σύσκεψη με τη στρατιωτική ηγεσία στις 11 Αυγούστου. Σε αυτήν, ο οργισμένος Κων/νος Καραμανλής απαιτεί τον απόλυτο έλεγχο του Στρατού, αλλιώς ή θα παραιτηθεί ή θα καλέσει παλλαϊκό αντιχουντικό συλλαλητήριο στο Σύνταγμα. Η επίδειξη πρωθυπουργικής ισχύος εκείνη την ημέρα αποδεικνύεται καθοριστική για την παγίωση της Δημοκρατίας. Το πρώτο μεγάλο χτύπημα στη νεοσύστατη Δημοκρατία έρχεται στις 14-16 Αυγούστου με την προέλαση του δεύτερου Αττίλα στην Κύπρο. Ο Καραμανλής, μπροστά στην αδιαφορία των υπουργών Εξωτερικών των νατοϊκών χωρών, που αρνούνται να συνεδριάσουν, ώστε να μην τροποποιήσουν το πρόγραμμα των διακοπών τους, εξαγγέλλει την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ: «…κατόπιν της αποδειχθείσης ανικανότητος της Ατλαντικής Συμμαχίας να αναχαιτίσει την Τουρκίαν από του να δημιουργήσει κατάστασιν συρράξεως μεταξύ των δύο συμμάχων». Ο εθνικός ακρωτηριασμός της Κύπρου αποτελεί το βαρύτερο τίμημα στην κατάκτηση της μεταπολιτευτικής Δημοκρατίας μας.
Μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου γυρίζουν οι πολιτικοί ηγέτες από το εξωτερικό, η Αριστερά επιστρέφει στη νομιμότητα, δημιουργούνται νέα κόμματα, ενώ στις εκλογές που ορίζονται για τις 17 Νοεμβρίου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής παίρνει τα εύσημα της τιτάνιας προσπάθειας των τελευταίων μηνών, κερδίζοντας με το νεοσύστατο κόμμα της Ν.Δ. με το συντριπτικό 54,37% των ψήφων, έναντι 20,42% της Ενωσης Κέντρου, 13,58% του ΠΑΣΟΚ και 9,45% της Ενωμένης Αριστεράς. Εναν μήνα μετά, το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου θέτει τη βασιλεία εκτός πολιτειακού χάρτη της χώρας.
Σήμερα, φίλοι και αντίπαλοι αναγνωρίζουν ότι χωρίς την εγγύηση σταθερότητας ενός στιβαρού πολιτικού ηγέτη όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής η γοργή αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών με τον διψασμένο λαό να πιέζει για περισσότερη ελευθερία, τιμωρία των ενόχων θα ήταν από δύσκολη έως αδύνατη.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου