Ωστόσο,
καθότι οι δαπάνες για ενέργεια παραμένουν ένα από τα σημαντικότερα βάρη
τόσο για τα νοικοκυριά, όσο και για τις επιχειρήσεις -με προφανείς
επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά τους, οι ερευνητές υπολόγισαν
τις επιπτώσεις που θα είχε μια μείωση στο κόστος της ηλεκτρικής
ενέργειας και του φυσικού αερίου στην ελληνική οικονομία. Εκτιμούν, λοιπόν, ότι μια μείωση 10% στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου θα είχε θεαματική θετική επίδραση στην οικονομία, προσθέτοντας σχεδόν 1 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ και 21.500 νέες θέσεις εργασίας.
Πώς
όμως φτάνει το ηλεκτρικό ρεύμα από την παραγωγή στην κατανάλωση; Στο
πρώτο στάδιο στην Ελλάδα υπάρχει ένα κεντρικό Εθνικό Διασυνδεδεμένο
Σύστημα (ΕΔΣ) με 12 χιλιάδες χιλιόμετρα καλώδια και 356 υποσταθμούς, το
οποίο διαχειρίζεται η ανώνυμη εταιρεία ΑΔΜΗΕ και το οποίο συνδέεται με
το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Σύστημα (μέσω Ιταλίας, Αλβανίας, Βουλγαρίας,
Βόρειας Μακεδονίας και Τουρκίας). Υπάρχουν επίσης και 29 αυτόνομα δίκτυα
στα μη-διασυνδεδεμένα νησιά (όπου, όπως είπαμε, κυρίως παράγεται
ενέργεια με καύση μαζούτ και ντίζελ, και πλέον και από ΑΠΕ). Αξίζει να
αναφέρουμε, εξάλλου, πως παρόλο που η παραγωγή ενέργειας στα νησιά αυτά
έχει πολύ υψηλότερο κόστος, οι πολίτες εκεί πληρώνουν τα ίδια για
ηλεκτρικό ρεύμα με τους υπόλοιπους Έλληνες. Η διαφορά καλύπτεται από τις
χρεώσεις για "ΥΚΩ" στους λογαριασμούς όλων των νοικοκυριών της χώρας.
Αυτό προγραμματίζεται να αλλάξει, βεβαίως, με την ολοκλήρωση της
διασύνδεσης των νησιών με το ΕΔΣ τα επόμενα χρόνια.
Από
εκεί και πέρα, από τους υποσταθμούς του ΑΔΜΗΕ το ηλεκτρικό ρεύμα φτάνει
στα σπίτια με ένα δίκτυο διανομής που έχει καλώδια μήκους 240 χιλιάδων
χιλιομέτρων και εξυπηρετεί 7,6 εκατομμύρια πελάτες. Αυτό το δίκτυο το
διαχειρίζεται ένας άλλος οργανισμός, ο Διαχειριστής Ελληνικού Δικτύου
Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας, γνωστός ως ΔΕΔΔΗΕ. Μία από τις
σημαντικότερες προτεραιότητες για τα επόμενα χρόνια είναι η μετατροπή
αυτού του δικτύου σε "έξυπνο δίκτυο" με 13 συγκεκριμένα έργα
ψηφιοποίησης και αναβάθμισης των υποδομών, όπως η αντικατάσταση όλων των
παλαιών μετρητών με ηλεκτρονικούς, "έξυπνους" μετρητές.
Αυτές
οι δομές και όλα αυτά τα αρκτικόλεξα δεν υπήρχαν πριν από δεκαπέντε
χρόνια. Ο ΑΔΜΗΕ ιδρύθηκε το 2011, ο ΔΕΔΔΗΕ το 2012. Αν και δεν έχει
γίνει ευρέως αντιληπτό από την κοινωνία, ολόκληρη η δομή και η λειτουργία του δικτύου ηλεκτροδότησης της χώρας έχει αλλάξει ριζικά στη χώρα μας μετά
τη μεγάλη οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας. Πριν από μόλις
λίγα χρόνια η ΔΕΗ είχε το απόλυτο μονοπώλιο στην παραγωγή, μεταφορά,
διανομή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Αυτό έχει
αλλάξει. Βεβαίως, η ΔΕΗ ακόμα ελέγχει περίπου το 50% της συνολικής
παραγωγής και το 67,7% της προμήθειας ηλεκτρικού ρεύματος, αλλά το
σύστημα μεταφοράς και τα δίκτυα διανομής πλέον έχουν διαχωριστεί
ιδιοκτησιακά, και δεκάδες ιδιωτικές εταιρείες ανταγωνίζονται πλέον στην
παραγωγή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.
Μια άλλη εξαιρετικά σημαντική αλλαγή είναι το ότι τους τελευταίους μήνες -και πολύ καθυστερημένα-, η Ελλάδα άρχισε να εφαρμόζει το υπόδειγμα στόχος (target-model),
ενώ εντάχθηκε και στις ενιαίες αγορές των ευρωπαϊκών δικτύων που
ρυθμίζουν τις τιμές συντονισμένα από τον Δεκέμβριο του 2020, μέσω της
διασύνδεσης με την Ιταλία. Αυτή είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη.
Το άνοιγμα αυτών των νέων αγορών, που θα ρυθμίζουν καλύτερα τις τιμές
του ηλεκτρικού ρεύματος σε πραγματικό χρόνο ανάλογα με τις συνθήκες, την
προσφορά και τη ζήτηση έγινε πολύ καθυστερημένα, αλλά είναι ένα
απαραίτητο βήμα για τη διασύνδεση της απομονωμένης ελληνικής αγοράς με
τα ευρωπαϊκά δίκτυα.
3. Τα ορυκτά καύσιμα
Στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε προϊόντα πετρελαίου κυρίως για θέρμανση και για κίνηση οχημάτων. Περίπου η μισή τελική κατανάλωση ενέργειας προέρχεται από τα προϊόντα πετρελαίου (53%). Είναι ένα υψηλό ποσοστό -το 5ο υψηλότερο στην ΕΕ- αλλά στο παρελθόν ήταν ακόμα μεγαλύτερο: δέκα χρόνια πριν ήταν στο 63%.
Είναι
αξιοσημείωτο το ότι τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούν περισσότερα χρήματα
για καύσιμα κίνησης (το 4,4% των δαπανών του μέσου νοικοκυριού) από ότι
για ηλεκτρικό ρεύμα (3,1%) -κάτι το οποίο πιθανότατα σχετίζεται και με
το ότι έχουμε την 3η ακριβότερη αμόλυβδη βενζίνη στην ΕΕ.
Όπως
αναφέραμε, ο πολύ σημαντικός ρόλος των ορυκτών καυσίμων στην ελληνική
οικονομία αποτυπώνεται και από το μέγεθος των εξαγωγών προϊόντων
πετρελαίου (το 28% των εξαγωγών της χώρας - από 7% το 2000). Αυτός ο
τομέας, όμως, θα αντιμετωπίσει μεγάλες προκλήσεις στο μέλλον, καθώς η
χώρα τις επόμενες δεκαετίες θα κληθεί -όπως όλες οι χώρες του κόσμου- να
μειώσει ραγδαία τις εκπομπές διοξειδίου το άνθρακα. Σύμφωνα με
εκτιμήσεις, αν όντως ληφθούν σοβαρά μέτρα για την αντιμετώπιση της
κλιματικής κρίσης διεθνώς, η ζήτηση για πετρέλαιο θα κορυφωθεί μέσα στη δεκαετία του 2020 και
στη συνέχεια θα αρχίσει να υποχωρεί κατά περισσότερο από 50% μέχρι το
2040 στις ανεπτυγμένες οικονομίες (και κατά 10% στις αναπτυσσόμενες).
Η χώρα μας εισάγει σχεδόν όλο το πετρέλαιο που χρησιμοποιεί,
καθότι τα κοιτάσματα στην επικράτειά της παράγουν ελάχιστες ποσότητες
(το κεφάλαιο 4 αναφέρει αναλυτικά την ιστορία αναζήτησης κοιτασμάτων
πετρελαίου και φυσικού αερίου στη χώρα μας). Βεβαίως, το θέμα της
εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων που μπορεί να υπάρχουν στο Αιγαίο
επανέρχεται πολύ συχνά στον δημόσιο διάλογο. Η έρευνα υποστηρίζει ότι υπό προϋποθέσεις η εκμετάλλευση υδρογονανθράκων "δεν αντιτίθεται μεσοπρόθεσμα στη διακηρυγμένη πολιτική απο-ανθρακοποίησης" και ότι "δύναται να αποτελέσει μια δραστηριότητα που θα συμβάλει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας".
Τονίζει, δε, και τη γεωπολιτική σημασία μιας αναβάθμισης του
γεωπολιτικού ρόλου της χώρας στην περιοχή. Ωστόσο, υπογραμμίζει και τις
προοπτικές που διαμορφώνονται από την πολιτική αντιμετώπισης της
κλιματικής αλλαγής, οι οποίες εξασφαλίζουν ότι η ζήτηση για ορυκτά
καύσιμα στο μέλλον θα είναι, όπως είπαμε, αναπόφευκτα μικρότερη. Κάτι
που ασφαλώς θα επηρεάσει πιθανές μελλοντικές επενδύσεις που θα έχουν
ορίζοντα δεκαετιών.
Εκτός από το πετρέλαιο, όμως, υπάρχει και το φυσικό αέριο.
Το φυσικό αέριο εκλύει λιγότερο CO2 και
προσφέρεται για μια γρήγορη μείωση των εκπομπών, όταν αντικαθιστά τη
χρήση άλλων ορυκτών καυσίμων. Στη χώρα μας μπήκε σχετικά πρόσφατα στο
ενεργειακό μείγμα (μόλις το 1996) και πλέον καλύπτει περίπου το 17,3% της ακαθάριστης εγχώριας κατανάλωσης,
ένα ποσοστό που αναμένεται να μείνει σταθερό μέχρι το 2030. Σημαντικά
έργα υποδομής (αγωγοί, υπόγεια αποθήκη Καβάλας, ΑΣΦΑ Αλεξανδρούπολης)
είναι επίσης υπό κατασκευή. Στη συνέχεια και η κατανάλωση αυτή θα πρέπει
να μειωθεί, βεβαίως -το φυσικό αέριο θεωρείται μόνο μεταβατικό καύσιμο.
Μολονότι όντως συνεισφέρει λιγότερο στο φαινόμενο του θερμοκηπίου από
την καύση προϊόντων πετρελαίου, η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη όσο
νομίζουν πολλοί. Η τιμή αναφοράς του συντελεστή εκπομπών διοξειδίου του
άνθρακα για το φυσικό αέριο είναι 44,6% μικρότερη από το λιγνίτη, 27,5% λιγότερη από το μαζούτ και 24,3% λιγότερη από το ντίζελ.
Προς το παρόν η κατανάλωσή του παγκοσμίως αυξάνεται -με την εξαίρεση
του 2020, λόγω πανδημίας-, αλλά σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις αναμένεται να κορυφωθεί μέχρι το 2040 (ή
ακόμα και μέχρι το 2030, αν ληφθούν πιο ριζοσπαστικά μέτρα για την
αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης από όσα είναι ήδη προγραμματισμένα)
και στη συνέχεια θα αρχίσει να μειώνεται ραγδαία. Στην Ευρώπη αυτή η
υποχώρηση αναμένεται να αρχίσει νωρίτερα, από την τρέχουσα δεκαετία.
4. Η ενεργειακή αποδοτικότητα
Ένα
από τα σημαντικότερα θέματα που αφορούν τόσο τον ενεργειακό τομέα εν
γένει όσο και τις πολιτικές για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης
είναι το θέμα της ενεργειακής αποδοτικότητας. Είναι ένα
κρίσιμο, σοβαρό πρόβλημα το οποίο συχνά περνά απαρατήρητο από τον
δημόσιο διάλογο, στο οποίο όμως υπάρχουν πολύ μεγάλα περιθώρια για
παρεμβάσεις και επενδύσεις, που όχι μόνο θα βελτίωναν τις προοπτικές
επίτευξης των στόχων για το 2030 και το 2050, αλλά θα προσέφεραν και μια
γερή τόνωση στην ελληνική οικονομία.
"Η βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας", γράφουν οι ερευνητές, "η
οποία υποστηρίζεται και προωθείται από την ενεργειακή πολιτική, απαιτεί
σημαντικές επενδύσεις, οι οποίες δημιουργούν θέσεις εργασίας και
προστιθέμενη αξία στην οικονομία. Παράλληλα, οδηγεί σε περιορισμό των
δαπανών των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για ενέργεια, ενισχύοντας
την ανταγωνιστικότητα και το διαθέσιμο εισόδημά τους, αντίστοιχα. Τα
οφέλη είναι σημαντικά και για την ενεργειακή ασφάλεια των δικτύων, τα
οποία θα είναι σε θέση να εξυπηρετούν τη ζήτηση πιο εύκολα. Επιπλέον, η
βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας είναι σημαντικό εργαλείο για τον
περιορισμό της ενεργειακής φτώχειας".
Αξίζει να θυμόμαστε ότι τα σπίτια στην Ελλάδα δαπανούν ενέργεια κυρίως για τη θέρμανση (60%) και για τη χρήση οικιακών συσκευών (20%). Το 55% των περίπου 6,4 εκατ. κατοικιών στην Ελλάδα (το 4,1 εκατ. από αυτές κατοικούνται) χτίστηκαν πριν από το 1981, οπότε έχουν χαμηλά επίπεδα θερμικής μόνωσης -ή και καθόλου. Μόλις το 6,4% των κατοικιών στην Ελλάδα ανήκουν στις ανώτερες ενεργειακές κλάσεις "Α" και "Β".
Χρειάζονται, λοιπόν, μεγάλης έκτασης επεμβάσεις για την αναβάθμιση
αυτού του κτηριακού αποθέματος (θερμομόνωση, αναβάθμιση συστημάτων
θέρμανσης/ψύξης, αντικατάσταση κουφωμάτων κλπ.). Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αν τα κτήρια κάθε είδους στην Ελλάδα πληρούσαν τις προδιαγραφές του νέου, εναρμονισμένου με τα ευρωπαϊκά πρότυπα Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτηρίων, τότε θα κατανάλωναν από 43% μέχρι 71% λιγότερη ενέργεια.
|