Ο Ιουλιανός στο πανηγυρικό του για την Ευσέβεια (362-363 μ.Χ.), απευθυνόμενος πιθανώς στο Πραιτέξτατο, προκόνσουλα της Αχαΐας, αποκάλεσε την Κόρινθο «κέντρο μάθησης της φιλοσοφίας». Αντίστοιχη αναφορά έχουμε από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο «Ην δε και ρητόρων πολλών έμπλεως η πόλις και φιλοσόφων».
Ο Ιουλιανός ήταν συνδεδεμένος θετικά με την Κόρινθο, μια και ο πατέρας του είχε βρει καταφύγιο εκεί καταδιωκόμενος από τον Κωνσταντίνο. Φαίνεται ότι υπήρχε νεοπλατωνική Σχολή στην Κόρινθο, όπως θεωρείται σίγουρο ότι υπήρχε αντίστοιχη στις Κεγχρεές, πιθανότατα στον χώρο του Νυμφαίου στο νότιο μόλο του λιμανιού. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την αποκαλυφθείσα σειρά από 120 μεγάλους πίνακες, opus sectile, έργα του τέλους του 4ου μ.Χ. αιώνα, που απεικονίζουν, μεταξύ των ποικίλων θεμάτων, προσωπογραφίες των Ομήρου, Πλάτωνος, Θεοφράστου.
Οι παραστάσεις αυτές επιβεβαίωναν την κλασική ελληνική κληρονομιά. Αυτοί οι πίνακες μάλλον προορίζονταν να τοποθετηθούν στη Σχολή, στους χώρους διδασκαλίας των μαθημάτων. Οι Κεγχρεές είχαν συνδεθεί νωρίτερα με τη δραστηριότητα του Αποστόλου Παύλου. Εδώ δημιουργήθηκε μια από τις πρώτες Εκκλησίες (Επισκοπή), γνωστή από την προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου, στην οποία συστήνει τη διάκονο της Εκκλησίας Φοίβη. Από αυτό το λιμάνι απέπλευσε για την Έφεσο ο Απόστολος Παύλος το 52 μ.Χ. και μέσω αυτού επέστρεφε στη Κόρινθο. Και μετά τον εκχριστιανισμό των Κεγχρεών η πόλη παρέμεινε ακμαία, με ανθηρό εμπόριο, με δραστήριο το λιμάνι της, στο νότιο μόλο του οποίου δέσποζε μεγάλη Βασιλική, κατασκευή του 6ο μ.Χ. αιώνα. Η Επισκοπή των Κεγχρεών παρέμεινε γνωστή μέχρι τον 7ο μ.Χ. αιώνα.