Με την έκρηξη της επανάστασης Τούρκοι και Αλβανοί κλείστηκαν στον βράχο της Ακροκορίνθου. Στις 10 Ιανουαρίου 1822 οι Αλβανοί συνθηκολόγησαν με τους Έλληνες και αποχώρησαν. Στις 14 του ίδιου μήνα οι πολιορκούμενοι Τούρκοι, πιεζόμενοι από τον λοιμό και μην έχοντας καμιά ελπίδα βοήθειας παραδόθηκαν στον Κολοκοτρώνη, ο οποίος πήρε την ελληνική σημαία, σταύρωσε με αυτή την πύλη, μπήκε στο φρούριο και το κατέλαβε.
Σαν έπεσε η Ακροκόρινθος στους Έλληνες ο Θάνος Κανακάρης ( Ρούφος) αντιπρόεδρος του εκτελεστικού διέταξε κανείς να μην πειράξει από τα πολύτιμα λάφυρα. Θα τα καταγράφανε και θα τα πουλούσανε ύστερα σε δημοπρασία. Τα χρήματα θα έμπαιναν στο φτωχό τότε δημόσιο ταμείο. Στην πολιορκία έτυχε να πολεμάει και ο γιος του Θάνου ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο οποίος αφού έπεσε η Ακροκόρινθος έφυγε για την Πάτρα. Φεύγοντας διάλεξε ένα μαλαμοκαπνισμένο καριοφίλι από τα δάχτυλα και το πήρε μαζί του. Το έμαθε ο πατέρας του και χωρίς να χάσει καιρό στέλνει δύο καβάλαρέους να πιάσουν τον γιο του και να τον γυρίσουν πίσω. Ή προσταγή εκτελέστηκε, τον πρόφτασαν στα Ζαχουλίτικα Καλύβια και το γύρισαν πίσω. Αφού ο Κανακάρης μάλωσε το γιο του γιατί παράκουσε τη διαταγή του κι άπλωσε στα λάφυρα του πήρε το καριοφίλι και τον έδιωξε να ξαναφύγει για την Πάτρα. Το ντουφέκι ο Θάνος Κανακάρης όταν έγινε η δημοπρασία πήγε ο αντιπρόεδρος του εκτελεστικού και το αγόρασε. με μιας ύστερα έστειλε δώρο το τουφέκι αυτό στον γιό του Μπενιζέλο που τόσο το είχε λαχταρισει