Περίπου 2.000 άνθρωποι μιλάνε μέχρι και σήμερα την αρχαιότερη γλώσσα της Ευρώπης, με ιστορία 3.000 χρόνων.
Στο μέρος όπου μέχρι και 2.400 χρόνια πριν άκμαζε η πόλη-κράτος της Σπάρτης, η εκδοχή της ελληνικής γλώσσας την οποία μιλάγανε οι κάτοικοί της κρατιέται ακόμη ζωντανή.
Πρόκειται για τα «τσακώνικα», μια διάλεκτο των ελληνικών σχεδόν ακατανόητη από τους περισσότερους σύγχρονους Έλληνες, η οποία ομιλείται σε περιοχές της Λακωνίας και της Κυνουρίας όπως το Λεωνίδιο και διάφορα γειτονικά χωριά, κυρίως από ηλικιωμένους.
Για πολλούς γλωσσολόγους, μάλιστα, τα τσακώνικα διαφοροποιούνται από τα νέα ελληνικά σε σημείο που να καθίστανται ξεχωριστή γλώσσα, και όχι διάλεκτος, η οποία βέβαια ανήκει στην ίδια γλωσσική οικογένεια με την ελληνική.
Η ονομασία «τσακώνικα» φαίνεται πως αποδόθηκε στη γλώσσα αυτή κατά τα βυζαντινά χρόνια.
Τα τσακώνικα αποτελούν άμεσο απόγονο της δωρικής διαλέκτου της αρχαίας ελληνικής, σε αντίθεση με τα νέα ελληνικά που κατάγονται από την αττική-ιωνική διάλεκτο.
Μάλιστα, τα τσακώνικα βρίσκονται γλωσσικά πιο κοντά στον αρχαίο πρόγονό τους απ’ ό,τι τα νέα ελληνικά στην αττική διάλεκτο του 5ου π.Χ. αιώνα.
Η επιβίωση της γλώσσας οφείλεται πιθανότητα στην απομόνωση των τοπικών κοινοτήτων λόγω των συνθηκών που επικράτησαν στην περιοχή από τον Μεσαίωνα και μετά.
Μετά την επιδρομή των Βησιγότθων στην Σπάρτη το 396 μ.Χ., οι πληθυσμοί της περιοχής μετατοπίστηκαν στα πιο ορεινά της τμήματα, «σπάζοντας» σε μικρές αγροτικές κοινότητες που διατηρούσαν ελάχιστη επαφή με τον έξω κόσμο.
Έτσι, η γλώσσα που μιλούσαν πέρασε αθόρυβα από γενιά σε γενιά, με την επιβίωσή της να γίνεται ευρύτερα γνωστή μετά το πέρας της Τουρκοκρατίας και τη βελτίωση των υποδομών σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.
«Η κατασκευή δρόμων και λιμανιών έδωσαν διέξοδο σε πολλούς κατοίκους, οι οποίοι δεν επέστρεψαν ποτέ», λέει η Θωμαΐς Κούνια, κάτοικος του χωριού Πέρα Μελανά στην Κυνουρία και «Αυτοκράτειρα των τσακώνικων», όπως την αποκαλούν οι συντοπίτες της, λόγω των εξαιρετικών γνώσεών της γύρω από τη γλώσσα.
Από την δεκαετία του ’50 και έπειτα, η άφιξη του ηλεκτρισμού και της τηλεόρασης στην περιοχή έφερε τους ντόπιους σε ακόμα μεγαλύτερη επαφή με τον έξω κόσμο.
Πολλοί από αυτούς εγκατέλειψαν την Λακωνία αναζητώντας εργασία αλλού, με αποτέλεσμα, όπως ήταν αναμενόμενο, την μείωση των ομιλητών της ιδιαίτερης γλώσσας τους.
«Μέχρι και το 1970 που έφυγα και εγώ για τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι κάτοικοι του Τυρού και των υπόλοιπων χωριών της περιοχής όπου μεγάλωσα μιλούσαν όλοι τσακώνικα. Αλλά, κάθε χρόνο που επέστρεφα, όλο και λιγότεροι μιλούσαν τη γλώσσα και αυτό με ενόχλησε. Ο δρόμος από το Άστρος στο Λεωνίδιο χτίστηκε το 1958. 20 χρόνια μετά, οι άνθρωποι σχεδόν σταμάτησαν να μιλούν τα τσακώνικα», λέει ο Πάνος Μαρνέρης, ο οποίος πλέον είναι δάσκαλος των τσακώνικων και ιδιοκτήτης της σελίδας Τσακώνικα στο διαδίκτυο.
Τα τελευταία χρόνια έχουν ενταθεί οι προσπάθειες διατήρησης της γλώσσας, η οποία μέχρι και την δεκαετία του ’90 διδασκόταν στα σχολεία της περιοχής μαζί με τα νέα ελληνικά.
Στο Λεωνίδιο μπορεί κανείς να συναντήσει πινακίδες και στις δύο εκδοχές της ελληνικής, ενώ έχει ιδρυθεί και μουσείο αφιερωμένο στη γλώσσα και τον πολιτισμό της περιοχής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το φεστιβάλ «Μελιτζάζζ», το οποίο διοργανώνεται στο Λεωνίδιο κάθε χρόνο με στόχο την ανάδειξη της τσακώνικης κληρονομιάς.
Το μέλλον της γλώσσας είναι ακόμη αμφίβολο.
Παρόλα αυτά, η προθυμία – ειδικά της νέας γενιάς- να διατηρήσει επαφή με τις ρίζες της φέρνει σίγουρα αισιοδοξία για την επιβίωση μιας γλώσσας που αποτελεί μνημείο της ελληνικής ιστορίας εν γένει.
ΠΗΓΗ: Leonidion.gr, Melitzazz, BBC Travel