Η εκπληκτική ιστορία των 730 Μανιατών που μετανάστευσαν στην Κορσική και διατήρησαν για δυο αιώνες την ελληνική και ορθόδοξη συνείδηση τους, αλλά και την γλώσσα τους. Απομονωμένοι σε εχθρικό περιβάλλον που τους θεωρούσε σχισματικούς, σε συνεχή προστριβή και πολέμους με τους ντόπιους κορσικανούς, διατήρησαν με αξιοθαύμαστο τρόπο ήθη και έθιμα καθώς και την ανάμνηση της πατρίδας που άφησαν.
Το 1675, ένα Γαλλικό πλοίο
που ονομαζόταν «Σωτήρας», φόρτωσε από Οίτυλο της Μάνης 730 Μανιάτες και
απέπλευσε για τη Δύση. Ήταν εθελοντές
πρόσφυγες, που ένιωθαν ανήμποροι να παραμείνουν πια στον γενέθλιο τόπο τους καθώς το συνεχές κυνηγητό από τους Τούρκους, οι φοβερές βεντέτες ανάμεσα στις οικογένειες και ο υπερπληθυσμός σε μια πάμφτωχη γη που δε μπορούσε να θρέψει πολλούς, είχαν μετατρέψει τη ζωή τους σε κόλαση.
Οι 730 έφυγαν μαζί με τους επικεφαλείς της οικογένειας των Στεφανόπουλων, με τον επίσκοπο Οιτύλου Παρθένιο Καλκανδή, πέντε παπάδες, δώδεκα μοναχούς και λίγες καλόγριες. Οι Στεφανόπουλοι είχαν έρθει σε συνεννόηση με τους Γενοβέζους, οι οποίοι υποσχέθηκαν να τους εγκαταστήσουν σε κάποιο ελεύθερο τόπο. Στο ταξίδι από τη Μάνη στη Γένοβα πέθαναν 120 άτομα, ενώ οι υπόλοιποι μετά από μικρή παραμονή στη Γένοβα μεταφέρθηκαν στην Κορσική που ήταν Γενοβέζικη κτήση. Τους παραχώρησαν ένα ξερό και άνυδρο τόπο του νησιού που έμοιαζε καταπληκτικά με τη Μάνη, τον οποίον οι ίδιοι οι πρόσφυγες ονόμασαν Παόμια.
Η ιστορία της Παόμια και της κοινότητας αυτής των Μανιατών στην Κορσική, είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Οι σκληροτράχηλοι αυτοί άνθρωποι κράτησαν επί οκτώ γενιές την εθνική τους συνείδηση, τη γλώσσα, τη διαφορετικότητα τους καθώς και την Ορθόδοξη πίστη τους. Αν και όρος για να μεταναστεύσουν ήταν ν’ αποδεχτούν την καθολική εκκλησία και τα πρωτεία του Πάπα, πράγμα που έκαναν εξ’ ανάγκης, συνέχισαν να τηρούν το Ορθόδοξο τυπικό για δύο ολόκληρους αιώνες. Οι ντόπιοι Κορσικανοί ήταν επίσης ένας σκληροτράχηλος και λιτοδίαιτος λαός, με τους οποίους οι λιγοστοί Μανιάτες από την πρώτη στιγμή ήρθαν σε αντιπαράθεση, που συνεχίστηκε στο διηνεκές.
Μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα οι δυο πληθυσμοί έγιναν ένα, καθώς μέχρι τότε οι περίκλειστες κοινωνικές δομές και των Μανιατών και των Κορσικανών δεν επέτρεπαν τον συγχρωτισμό μεταξύ τους, αντιθέτως έκαναν εύκολους τους πολέμους και τις αντιπαραθέσεις. Οι Κορσικανοί επαναστατούσαν τακτικά εναντίον των Γενοβέζων, αλλά οι Μανιάτες νιώθοντας ευγνωμοσύνη που οι Γενοβέζοι τους έσωσαν και τους παραχώρησαν γη, τάσσονταν πάντα με το μέρος τους.
Η Παόμια κάηκε και λεηλατήθηκε από τους ντόπιους στην επανάσταση του 1729, τα γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα του νησιού Αιάκειο, ενώ δυο χρόνια αργότερα 90 Μανιάτες αντιστάθηκαν σε 5000 Κορσικανούς και σώθηκαν κάνοντας ηρωική έξοδο από ένα μικρό φρούριο όπου είχαν καταφύγει. Όταν η Κορσική πέρασε στους Γάλλους, τους παραχωρήθηκε ένα άλλο κομμάτι γης όπου χτίστηκε το Καργκέζε. Κι αυτό όμως κάηκε κατά το ήμισυ από τους ντόπιους το 1795, καθώς αυτή τη φορά οι Κορσικάνοι επαναστάτησαν εναντίον των Γάλλων, αλλά οι Μανιάτες δεν τους ακολούθησαν. Στα τέλη του 1700, για πρώτη φορά εγκαταστάθηκαν στο Καργέζε λίγες Κορσικανές οικογένειες και άρχισε ο εντονότερος συγχρωτισμός των δύο κοινοτήτων.
Όποιος σήμερα επισκεφθεί την πόλη θα διαπιστώσει ότι στην κεντρική της πλατεία έχει δύο εκκλησίες που βρίσκονται αντικριστά η μια στην άλλη: Η λατινική Κοίμηση της Θεοτόκου των ντόπιων Κορσικανών και η ελληνική του Αγίου Σπυρίδωνα. Τα πράγματα άρχισαν να εξομαλύνονται μετά το 1830, όταν η Γαλλική παιδεία ομογενοποίησε σιγά-σιγά το νησί, δημιουργώντας στους κατοίκους Γαλλική εθνική συνείδηση. Ο τελευταίος ελληνόφωνος της Κορσικής πέθανε το 1930.
Παρά
ταύτα, οι ντόπιοι δεν έπαψαν ποτέ να βλέπουν τους Μανιάτες ως ξένους
και κυρίως ως σχισματικούς, καθώς αυτοί συνέχιζαν να θρησκεύονται κατά
το Ορθόδοξο τυπικό. Η καθολική εκκλησία προσπαθούσε με μανία να τους
προσηλυτίσει στον καθολικισμό, κάτι που επετεύχθη μόνο στις αρχές του
προηγούμενου αιώνα. Σήμερα, μόνο κάποιες παλιές μνήμες των γερόντων και
ονομασίες δρόμων στο Καργέζε θυμίζουν τους 600 Μανιάτες που έφθασαν
κάποτε στο νησί και άντεξαν ολομόναχοι για δυο και πλέον αιώνες.
Το γεγονός πάντως ότι ο Ναπολέων Βοναπάρτης ήταν Κορσικανός,
δημιούργησε τον ελληνικό αστικό μύθο ότι ο Μέγας Ναπολέων (όπως και κάθε
μεγάλος αυτού του πλανήτη) ήταν Έλληνας Μανιάτης. Φυσικά, τα χαρτιά των
ληξιαρχείων και το καταγεγραμμένο παρελθόν του μεγάλου στρατηλάτη
δείχνουν ότι ήταν ντόπιος, αλλά εμείς δεν δίνουμε σημασία σε κάτι
τέτοια. Σωστά;
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.
newsit.gr
πρόσφυγες, που ένιωθαν ανήμποροι να παραμείνουν πια στον γενέθλιο τόπο τους καθώς το συνεχές κυνηγητό από τους Τούρκους, οι φοβερές βεντέτες ανάμεσα στις οικογένειες και ο υπερπληθυσμός σε μια πάμφτωχη γη που δε μπορούσε να θρέψει πολλούς, είχαν μετατρέψει τη ζωή τους σε κόλαση.
Οι 730 έφυγαν μαζί με τους επικεφαλείς της οικογένειας των Στεφανόπουλων, με τον επίσκοπο Οιτύλου Παρθένιο Καλκανδή, πέντε παπάδες, δώδεκα μοναχούς και λίγες καλόγριες. Οι Στεφανόπουλοι είχαν έρθει σε συνεννόηση με τους Γενοβέζους, οι οποίοι υποσχέθηκαν να τους εγκαταστήσουν σε κάποιο ελεύθερο τόπο. Στο ταξίδι από τη Μάνη στη Γένοβα πέθαναν 120 άτομα, ενώ οι υπόλοιποι μετά από μικρή παραμονή στη Γένοβα μεταφέρθηκαν στην Κορσική που ήταν Γενοβέζικη κτήση. Τους παραχώρησαν ένα ξερό και άνυδρο τόπο του νησιού που έμοιαζε καταπληκτικά με τη Μάνη, τον οποίον οι ίδιοι οι πρόσφυγες ονόμασαν Παόμια.
Η ιστορία της Παόμια και της κοινότητας αυτής των Μανιατών στην Κορσική, είναι πολύ ενδιαφέρουσα. Οι σκληροτράχηλοι αυτοί άνθρωποι κράτησαν επί οκτώ γενιές την εθνική τους συνείδηση, τη γλώσσα, τη διαφορετικότητα τους καθώς και την Ορθόδοξη πίστη τους. Αν και όρος για να μεταναστεύσουν ήταν ν’ αποδεχτούν την καθολική εκκλησία και τα πρωτεία του Πάπα, πράγμα που έκαναν εξ’ ανάγκης, συνέχισαν να τηρούν το Ορθόδοξο τυπικό για δύο ολόκληρους αιώνες. Οι ντόπιοι Κορσικανοί ήταν επίσης ένας σκληροτράχηλος και λιτοδίαιτος λαός, με τους οποίους οι λιγοστοί Μανιάτες από την πρώτη στιγμή ήρθαν σε αντιπαράθεση, που συνεχίστηκε στο διηνεκές.
Μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα οι δυο πληθυσμοί έγιναν ένα, καθώς μέχρι τότε οι περίκλειστες κοινωνικές δομές και των Μανιατών και των Κορσικανών δεν επέτρεπαν τον συγχρωτισμό μεταξύ τους, αντιθέτως έκαναν εύκολους τους πολέμους και τις αντιπαραθέσεις. Οι Κορσικανοί επαναστατούσαν τακτικά εναντίον των Γενοβέζων, αλλά οι Μανιάτες νιώθοντας ευγνωμοσύνη που οι Γενοβέζοι τους έσωσαν και τους παραχώρησαν γη, τάσσονταν πάντα με το μέρος τους.
Η Παόμια κάηκε και λεηλατήθηκε από τους ντόπιους στην επανάσταση του 1729, τα γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στην πρωτεύουσα του νησιού Αιάκειο, ενώ δυο χρόνια αργότερα 90 Μανιάτες αντιστάθηκαν σε 5000 Κορσικανούς και σώθηκαν κάνοντας ηρωική έξοδο από ένα μικρό φρούριο όπου είχαν καταφύγει. Όταν η Κορσική πέρασε στους Γάλλους, τους παραχωρήθηκε ένα άλλο κομμάτι γης όπου χτίστηκε το Καργκέζε. Κι αυτό όμως κάηκε κατά το ήμισυ από τους ντόπιους το 1795, καθώς αυτή τη φορά οι Κορσικάνοι επαναστάτησαν εναντίον των Γάλλων, αλλά οι Μανιάτες δεν τους ακολούθησαν. Στα τέλη του 1700, για πρώτη φορά εγκαταστάθηκαν στο Καργέζε λίγες Κορσικανές οικογένειες και άρχισε ο εντονότερος συγχρωτισμός των δύο κοινοτήτων.
Όποιος σήμερα επισκεφθεί την πόλη θα διαπιστώσει ότι στην κεντρική της πλατεία έχει δύο εκκλησίες που βρίσκονται αντικριστά η μια στην άλλη: Η λατινική Κοίμηση της Θεοτόκου των ντόπιων Κορσικανών και η ελληνική του Αγίου Σπυρίδωνα. Τα πράγματα άρχισαν να εξομαλύνονται μετά το 1830, όταν η Γαλλική παιδεία ομογενοποίησε σιγά-σιγά το νησί, δημιουργώντας στους κατοίκους Γαλλική εθνική συνείδηση. Ο τελευταίος ελληνόφωνος της Κορσικής πέθανε το 1930.
Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.
newsit.gr