(ΤΡΙΑ ΠΟΥΛΑΚΙΑ ΚΑΘΟΝΤΑΙ)
Τρία πουλάκια κάθονται μες στο Μοναστηράκι,
βρόντα το, βρ’ Αλή Φαρμάκη!
Το ’να τηράει την Ποταμιά, τ’ άλλο κατά του Λάλα,
βρόντα το, καημέν’ Αλμάγα!
Το τρίτο το καλύτερο μοιρολογά και λέει:
- Πού είστε, Κολοκοτρωναίοι;
Ήρθαν τα τόπια στο Ρουφιά, τα στήσανε στο Λάλα,
βρόντα το, καημένε Αλμάγα!
Έβγα, βρ’ Αλή, προσκύνησε, έβγα να προσκυνήσεις
και τα χέρια να φιλήσεις!
- Μήγαρις είμαι νιόνυφη να βγω να προσκυνήσω
και τα χέρια να φιλήσω;
Έχω συντρόφους διαλεχτούς και τον Κολοκοτρώνη,
Γιώργο, Κωσταντή κι Αντώνη.
Ο Αλή Φαρμάκης ήταν Τουρκαλβανός από του Λάλα, προσωπικός φίλος και αδελφοποιτός του Κολοκοτρώνη με μια φιλία που σφράγιζε τις δύο οικογένειες επί γενιές. Γύρω στο 1800 επέλεξε το Μοναστηράκι της Γορτυνίας για έδρα του, λόγω του ότι ήταν χτισμένο σε λόφο και δέσποζε των γύρω οικισμών. Όταν ανέλαβε ως αγάς τη διοίκηση της περιοχής, έχτισε στο πάνω μέρος του χωριού ισχυρότατο πύργο. Λέγεται ότι για να γίνουν πιο ισχυρά τα τείχη του πύργου, μέσα στη λάσπη που χρησιμοποιούσαν έριχναν και χιλιάδες ασπράδια αυγών, τα οποία έφερναν οι ραγιάδες. Έτσι, ο πύργος έγινε τέλειος και πολύ ισχυρός. Μετά την Απελευθέρωση ο πύργος γκρεμίστηκε. Σήμερα σώζονται μερικά τείχη και ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται πόσο γερός ήταν.
Κατά το έτος 1808, λόγω απειθαρχίας του Αλή Φαρμάκη προς τον Σουλτάνο, ο τελευταίος έστειλε τον Βελή Πασά, γιο του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, να τον καθυποτάξει. Ο Αλή Φαρμάκης συγκέντρωσε πολεμιστές για να αντιμετωπίσει τον Βελή. Ανάμεσά τους πολεμούσε και ο Κολοκοτρώνης με άλλα δεκαεφτά παλληκάρια του, εκ των οποίων και ο Νικηταράς.
Τα δύο αντίπαλα στρατεύματα έδωσαν μάχη στην περιοχή όπου σήμερα είναι το χωριό Βελημάχι, στην οποία ο Βελής χρησιμοποίησε κανόνια. Βλέποντας όμως ότι τα τείχη ήταν πολύ ισχυρά για να γκρεμιστούν από τους κανονιοβολισμούς, προέβη στο εξής τέχνασμα: άρχισε να σκάβει λαγούμια (υπόγειες στοές), οι οποίες θα έφθαναν μέχρι τα θεμέλια του πύργου, με σκοπό να βάλει κάτω από τον πύργο βαρέλια με μπαρούτι για να τον ανατινάξει.
Ωστόσο ένα βράδυ με φεγγάρι που είχαν ανέβει στην ταράτσα του πύργου, ο Κολοκοτρώνης διέκρινε τα βουνά με το φρεσκοσκαμμένο χώμα, αντιλήφθηκε το σχέδιο του εχθρού και άρχισε να σκάβει λαγούμι από τον πύργο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όταν ο Βελής τελείωσε τις στοές, προτού βάλει φωτιά στο μπαρούτι, κάλεσε τον Αλή Φαρμάκη να παραδοθεί.
Ο Αλή Φαρμάκης απάντησε αρνητικά και οι Τούρκοι έδωσαν διαταγή ν’ ανατινάξουν τον πύργο.
Ο πύργος δεν έπαθε τίποτε με την έκρηξη της πυρίτιδας, επειδή τα αέρια εκτονώθηκαν προς το λαγούμι που είχαν ανοίξει οι πολιορκούμενοι και έτσι η πολιορκία συνεχίστηκε για έξι μήνες περίπου, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Όμως, για να μην συνεχίζεται η αιματοχυσία, μεσολάβησαν οι συγγενείς του Αλή Φαρμάκη από του Λάλα και τον έπεισαν να παραδοθεί.
Ο Αλή δέχθηκε να συνθηκολογήσει, υπό τον όρο ότι ο αδελφοποιτός του και τα παλληκάρια του θα έφευγαν ασφαλείς στη Ζάκυνθο