Παρεπόμενο του ιδεολογικού παρασιτισμού της χώρας είναι η απώθηση της μακράς εθνικής συλλογικής μνήμης και η, συνακόλουθη, απουσία στέρεων κριτηρίων στην προσέγγιση της οικείας πραγματικότητας. Το κενό συμπληρώνεται με την πρόσληψη εξωγενών εργαλειακών θεωρήσεων που μοιραία οδηγούν σε επαναλαμβανόμενες αυτοδιαψεύσεις. Αυτό αποτυπώνεται κατ’ εξοχήν στις σχέσεις μας με τη Τουρκία, οι οποίες βρίσκονται για ακόμη μια φορά σε τροχιά ευθείας σύγκρουσης. Τα διάφορα εισαγόμενα ιδεολογικά σχήματα οικονομικο-πολιτικής και πολιτισμικής προσέγγισης με την γείτονα, που προβλήθηκαν και επιβλήθηκαν κατά κόρον στο παρελθόν αποτελώντας την πυξίδα των εγχώριων ελίτ, αποδείχθηκαν αυτοκαταστροφικές πλάνες. Κι αυτό διότι επιμένουν να αγνοούν τις βαθύτερες αιτίες του φαινομένου, προτιμώντας ουτοπικές προβολές του «τέλους της ιστορίας», που προσδίδουν την ανακουφιστική αίσθηση της διαιώνισης των κοινωνικών και οικονομικών προνομίων των φορέων τους.
Γράφει ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ*
Η ελληνοτουρκική διένεξη δεν είναι μια συγκυριακή συνθήκη, ούτε απότοκο
εσωτερικών φαντασιακών φανατισμών, που μπορούν να απαλειφθούν με την εξάλειψη των αφορμών της. Πρόκειται για μια σταθερά επαναλαμβανόμενη εκδήλωση της μακροϊστορικής αντιπαράθεσης του ελλαδικού κορμού με την μικρασιατική υποήπειρο, που εμπεριέχει διαστήματα επιφανειακής νηνεμίας ή χαμηλής / λανθάνουσας αντιπαλότητας, ιδιαίτερα όταν και στις δυο πλευρές του Αιγαίου κυριαρχεί μια ενιαία εσωτερική ή εξωτερική εξουσία.
Ως εκ τούτου, το αβυσσαλέο βάθος της ανιχνεύεται όχι μόνον την επαύριον του Ματζικέρτ, αλλά πολύ παλαιότερα, όπως, τουλάχιστον, καταδεικνύουν οι περσικές εκστρατείες, η αντεπίθεση του Αλεξάνδρου και τα αλλεπάλληλα «αιρετικά» κύματα που απείλησαν την ενότητα και την φυσιογνωμία του Βυζαντίου, ως εύθραυστη αλλά και υπεργόνιμη σύζευξη του ανατολικού μυστικισμού με την ελληνικό σκέψη, που γέννησαν την Ορθοδοξία.
Κύματα τα οποία, τελικώς, υπό κεντροασιατική οθωμανική ηγεσία
και το λάβαρο του Ισλάμ πέτυχαν όχι μόνον την ανατροπή της χιλιόχρονης
αυτοκρατορίας αλλά και τον σφετερισμό της, υποβιβάζοντας σε υπηκόους
δεύτερης κατηγορίας όσους παρέμειναν πιστοί στις χριστιανικές αρχές και
στην μνήμη της απωλεσθείσας ηγεμονίας τους.
Η διαρκής ελληνική επανάσταση, από τον 18ο αιώνα μέχρι το 1922, ως Μεγάλη Ιδέα, επανέφερε τον ελληνισμό ως αυτόνομο διεθνή δρώντα και, συνάμα, το αρχέγονο σχίσμα στις δυο πλευρές του Αιγαίου, το οποίο θα μπορούσε να κλείσει μόνον εάν πετύχαινε η μικρασιατική εκστρατεία. Τόσο, όμως, η δεδομένη διεθνής συγκυρία, όσο και η αναμενόμενη συμμαχία που συγκρότησε η τουρκική ελίτ με τις μάζες στις εχθρικές για τον παλαιοελλαδικό στρατό αχανείς εκτάσεις της Ανατολίας, δεν επέτρεψαν την συγκρότηση ενός νέου αυτοκρατορικού χώρου με ελληνική ταυτότητα.
Εν συνεχεία, η ελληνοτουρκική αντιπαράθεση επιβραδύνθηκε για μερικές δεκαετίες λόγω των αναταράξεων που έφερνε και στις δύο χώρες η εμπέδωση των νέων εσωτερικών πραγματικοτήτων, ο παγκόσμιος πόλεμος και η μετέπειτα ένταξη στον ίδιο στρατιωτικό συνασπισμό. Πολύ σύντομα, ωστόσο, με αφορμή την Κύπρο, θα εκδηλωθεί μια νέα μακρά συγκρουσιακή φάση, με τον ελληνισμό αμυνόμενο απέναντι στις σταθερά διευρυνόμενες τουρκικές διεκδικήσεις.
Η πίεση εξ ανατολών θα καταλήξει στη συγκρότηση ενός διακριτού και ισχυρού στην επιρροή του ρεύματος ελληνικού ενδοτισμού, αδέξια κεκαλυμμένου υπό την αύρα είτε του αριστερού διεθνισμού είτε του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού. Οι στόχοι αυτής της τάσης δεν θα επιτευχθούν λόγω της ενστικτώδους αντίδρασης του εθνικού σώματος σε Ελλάδα και Κύπρο, που εξακολουθεί να φέρει, έστω και ως μακριά ανάμνηση, ριζωμένες τις αντιοθωμανικές μνήμες.
Ο θρίαμβος των Ανατολιτών και η επιστροφή του οθωμανισμού
Η αυγή του 21ου αιώνα θα φέρει την οριστική νίκη των μαζών της Ανατολίας, που στο μεσοδιάστημα της ύπαρξης της τουρκικής δημοκρατίας θα σημειώσουν ραγδαία δημογραφική αύξηση. Στην ουσία έλαβε χώρα μια πραγματική «ειρηνική» επανάσταση, και όχι μια απλή πολιτική μεταβολή. Η κατίσχυση των Ανατολιτών έναντι της κεμαλικής ελίτ θα είναι πλήρης, που θα εφαρμόσουν όχι μόνον τον εσωτερικό μετασχηματισμό της χώρας αλλά και την «μεγάλη ιδέα» τους για την ανασύσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, που υπερβαίνει κατά πολύ τις φιλοδοξίες των αντιπάλων τους.
Μπορεί για την εκπλήρωση του οράματός τους να απώλεσαν τον κουρδικό πληθυσμό, που συμμετείχε ενεργά στις εκκαθαρίσεις των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα κατά των χριστιανών γειτόνων τους, αλλά διαθέτουν ένα τεράστιο βάθος δυνητικών συμμάχων που ξεκινά από το Πακιστάν και το κινεζικό ανατολικό Τουρκεστάν και φθάνει στις Ηράκλειες Πύλες, κυρίως ανάμεσα σε προλεταριακά σουνιτικά στρώματα.
Η συνείδηση αυτής της ισχύος ώθησε τους νέους ηγεμόνες της Τουρκίας να επιδιώξουν την διάσπαση του πλαισίου που από τη Δύση προοριζόταν να παίζει η χώρα στο διεθνές και περιφερειακό ισοζύγιο. Δηλαδή, α) να παραμένει ανάχωμα στην ρωσική κάθοδο στις θερμές θάλασσες και στη Μέση Ανατολή, β) να λειτουργεί ως πρότυπο κοσμικού μουσουλμανικού κράτους, τοποτηρητής του ατλαντισμού, για όλο τον ισλαμικό κόσμο, γ) να προσφέρει ασπίδα προστασίας στο Ισραήλ και δ) να λειτουργεί ως κερδοφόρα αγορά για τα δυτικά οικονομικά συμφέροντα.
Αντιθέτως, αντικατέστησαν και τα 4 αυτά δομικά χαρακτηριστικά του νέου τουρκικού κράτους – μια διαδικασία με μακρύτερη, ασφαλώς, προϊστορία από αυτήν της επικράτησης των νέο-οθωμανών, αλλά που πήρε σάρκα και οστά μόνον υπό την δική τους εξουσία.
Κατά πρώτον, αντί η Τουρκία να συνιστά τείχος αποτροπής της ρωσικής καθόδου την μετέτρεψαν σε διάδρομο εφόδου της αναπτερωμένης ρωσικής αυτοκρατορίας προς ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο, αλλά και υπονομευτικό εργαλείο της παραπαίουσας ατλαντικής συμμαχίας.
Δεύτερον, εγκαταλείπεται ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους, με κυνηγημένους τους εκπροσώπους του που δεν υποτάχθηκαν, για να επιβληθεί η ισλαμική νεο-οθωμανική ιδεολογία, ενώ επιχειρείται η κατάληψη του θρόνου της παγκόσμιας αντι-δυτικής ηγεμονίας για ολόκληρο τον σουνιτικό ισλαμικό κόσμο, ακόμη και εντός της Ευρώπης.
Τρίτον, ήλθαν
σε ρήξη με το Ισραήλ, σε βαθμό μάλιστα που αποτελούν άμεση απειλή για
την ασφάλειά του, και, ίσως, μόνον η προτεραιότητα του Ιράν έχει
καθυστερήσει μια ευθεία σύγκρουση μεταξύ τους. Τέλος, αν και η σύνδεση
με τα οικονομικά δυτικά συμφέροντα εξακολουθεί να είναι ισχυρή, η
Τουρκία αποκτά σταδιακά μια δική της οικονομική αυτοτέλεια, με
πολυδιάστατο προσανατολισμό.
Οι συγκεκριμένες επιλογές αντανακλούν τον ριζικό μετασχηματισμό του τουρκικού κράτους, και δεν περιορίζονται σε συγκυριακές, τακτικές κινήσεις, αλλά άπτονται στον πυρήνα της ταυτότητας των κυρίαρχων στρωμάτων της παρούσας Τουρκίας. Τούτο σημαίνει ότι σχεδόν αποκλείεται πλέον η στροφή της τουρκικής πολιτικής προς ένα δυτικό, κοσμικό πρότυπο, μια αναβίωση κεμαλικού τύπου.
Ο δρόμος δεν έχει επιστροφή, ακόμη κι αν υπάρξουν συμφωνίες τακτικού χαρακτήρα, προς εξυπηρέτηση συγκεκριμένων επιδιώξεων. Η Τουρκία θα συνεχίζει να διεκδικεί τον φαντασιακό οθωμανικό της χώρο για τις επόμενες δεκαετίες, εκτός κι αν βιώσει μια πολεμική ήττα μεγάλων διαστάσεων, που θα προκαλέσει εσωτερικό ρήγμα στη συμμαχία «κεμαλιστών» και νεο-οθωμανών και πιθανή εδαφική διάσπαση.
Αλλά πριν φθάσουμε εκεί, τίθεται το ερώτημα, για ποιο λόγο η Δύση και, κυρίως, η Ευρώπη δείχνουν να υποτιμούν την απειλή που αποτελεί η Τουρκία όχι μόνον για τα συμφέροντά της αλλά και για την ίδια την συνοχή της.
Πέρα από το σοβαρό οικονομικό διακύβευμα, οπωσδήποτε προβάλει πάντα ο φόβος της ρωσικής άρκτου. Το αμερικανικό βαθύ κράτος, βασικός προαγωγός της άνευ όρων παγκοσμιοποίησης, εξακολουθεί να θεωρεί την Μόσχα ως τον βασικό εμπόδιο για την επίτευξη των στόχων του και τη διατήρηση ενός είδους μονοπολικού κόσμου.
Ολόκληρη η Ευρώπη και οι κατεστημένες ελίτ ζεύονται στον ίδιο στόχο, σε μια περιττή, αντιπαραγωγική και βαθιά αντιευρωπαϊκή επανάληψη του ψυχρού πολέμου. Ο εμμονικός αυτός διχασμός, που πυροδοτήθηκε καταλυτικά με την εξέγερση της Μαϊντάν του Κιέβου για να λάβει την εκκωφαντική απάντησή της στα πολεμικά πεδία της Συρίας, συνιστά τον ευνοϊκότερο χώρο δράσης και ελιγμών του Ερντογάν και των νεο-οθωμανών.
Αντιθέτως, σε συνθήκες ύφεσης και συνεργασίας μεταξύ του ατλαντικού και του ρωσικού πόλου, με χειραφετημένη την ευρωπαϊκή συνιστώσα, η τουρκική αξία θα μειωνόταν ραγδαία, όπως και οι δυνατότητες της Άγκυρας να κινείται εκβιαστικά μεταξύ των δύο αντιπάλων στρατοπέδων.
Ο κυριότερος, όμως, λόγος της δυτικής ανοχής έναντι της Τουρκίας είναι πλέον η αλλαγή της ίδιας της ταυτότητας της Δύσης. Τα παραδοσιακά ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά έχουν ατονήσει και έχουν αντικατασταθεί από αποδομητικές αντιλήψεις, που επί δεκαετίες υπονομεύουν τον αυθεντικό της χαρακτήρα.
Η επιδείνωση προκαλείται από την ασφυκτική ατλαντική επιρροή επί των θεσμών παραγωγής ιδεολογίας και πολιτικής, καθώς και από την αθρόα μεταναστευτική ροή μουσουλμανικών πληθυσμών στον ευρωπαϊκό χώρο. Οι απλουστευτικές αντιχριστιανικές, αντεθνικές ιδέες λειαίνουν το έδαφος για την έφοδο της τουρκο-ισλαμικής επιρροής στην Ευρώπη και αφοπλίζουν τα αμυντικά της αντανακλαστικά.
Συμπερασματικά, επομένως, μπορούμε με βεβαιότητα να υποστηρίξουμε ότι, ανεξαρτήτως της κατάληξης που θα έχει η σοβούσα κρίση με την Τουρκία, αυτή δεν θα επιφέρει παρά μια παροδική ισορροπία, μέχρι την επόμενη. Η ψευδαίσθηση που καλλιεργείται για την πιθανότητα συνδιαλλαγής, συνιστά, όπως και στο παρελθόν, ευσεβή πόθο που εκ νέου θα διαψευσθεί οικτρά.
Για τον ελληνισμό η στάση του απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα θα καθορίσει και την πιθανότητα επιβίωσής του ως διακριτή ταυτότητα. Και αυτό συνεπάγεται έναν ριζικό επαναπροσανατολισμό των κρατικών δομών και των κοινωνικών και ιδεολογικών προτεραιοτήτων του, που δεν περιορίζεται σε τακτικές διπλωματικές κινήσεις ή κάποια επισπεύδουσα εξοπλιστική ενίσχυση.
Αν δεν συμβεί αυτό ήδη στον 21ο αιώνα είναι σοβαρή η πιθανότητα να επαναληφθεί η επιβολή της Ανατολίας στον ελλαδικό χώρο, και, ίσως αυτήν την φορά χωρίς ιστορική δυνατότητα επαναστατικής αποκατάστασης του ελληνισμού, λόγω της πληθυσμιακής αντικατάστασής του από ασιατικά φύλα.
*Ο Σωτήρης Δημόπουλος είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου & Πτυχιούχος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Κιέβου. Εργάζεται ως Πολιτικός Αναλυτής.
defence-point.gr
**Ο Σωτήρης Δημόπουλος είναι συνπολίτης μας με καταγωγή από το Πιτσά και το Χελυδόρι Κορινθίας