Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2019

Ομιλία του Προέδρου της Βουλής στη συζήτηση επί των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος

https://i1.prth.gr/images/963x541/files/2019-07-09/kostas-tasoulas.jpg 
Η Συνταγματική Αναθεώρηση, ενώπιον της οποίας καλούμαστε να αποφασίσουμε σύντομα, είναι μια αναθεώρηση η οποία δεν εκπληροί τις φιλοδοξίες για τις οποίες ξεκίνησε», τόνισε ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων Κωνσταντίνος Τασούλας, στην ομιλία του στην Ολομέλεια της Βουλής κατά τη συζήτηση επί των αναθεωρητέων διατάξεων του Συντάγματος.
Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τασούλας «όπως και να το δει κανείς, είτε με τα μάτια της προηγούμενης Πλειοψηφίας είτε με τα μάτια της προηγούμενης Μειοψηφίας, οι ποσοτικές και ποιοτικές φιλοδοξίες της Αναθεωρήσεως δεν εκπληρώνονται».
«Ωστόσο», πρόσθεσε στη συνέχεια ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων «έστω και αυτός ο μικρός αριθμός άρθρων είναι ικανός, με την κατάλληλη νομοθετική και κυβερνητική εφαρμογή εν συνεχεία, να αποφέρει καρπούς. Να μην είμαστε συνεχώς μίζεροι και να λέμε ότι δεν είχε νόημα να γίνει αυτή η Αναθεώρηση και ότι θα ήταν προτιμότερο να την ακυρώσουμε και να ξεκινήσουμε πάλι από το μηδέν».

Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας στην Ολομέλεια της Βουλής (18/11/2019):

 
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, παρά τις αιτιάσεις, παρά τις επιφυλάξεις, παρά τις δυσοίωνες επισημάνσεις ή τις επικρίσεις, επιτελούμε ένα σημαντικό και σπάνιο κοινοβουλευτικό και νομοθετικό γεγονός, που είναι η Συνταγματική Αναθεώρηση, η οποία εδώ και σαράντα πέντε χρόνια, από την εγκαθίδρυση του Συντάγματος του 1975, πραγματοποιείται ουσιαστικά για τρίτη φορά, δεδομένου του γλίσχρου περιεχομένου της Αναθεωρήσεως του 2008. Έχουμε συνεπώς την τρίτη ουσιαστική Συνταγματική Αναθεώρηση μετά εκείνης του 1985 και του 2001.
Πρέπει να αναλογιστούμε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ότι η συνταγματική ιστορία του τόπου μας δικαιούται να θεωρείται προνομιακή. Ο ελληνικός κόσμος είναι συνδεδεμένος με εκσυγχρονιστικά Συντάγματα. Ήδη από την εποχή των προεορτίων της Ελληνικής Επαναστάσεως, το Σύνταγμα του Ρήγα, το Σύνταγμα του 1797, με τα εκατόν είκοσι τέσσερα άρθρα του ήταν ένα μοντέρνο Σύνταγμα, το οποίο προέβλεπε ένα ενιαίο κράτος, για να λύσουμε αυτή την παρανόηση. Δεν προέβλεπε ομοσπονδιακό κράτος, προέβλεπε ενιαίο κράτος και είχε ενσωματώσει στο περιεχόμενό του όλα τα αξιώματα και όλες τις ελπίδες του Διαφωτισμού της εποχής εκείνης.
Ήταν ένα φιλελεύθερο Σύνταγμα και προσέξτε μια διατύπωση. Αποκαλούσε τον λαό όχι «κυρίαρχο», όπως τον αποκαλούν τα σύγχρονα Συντάγματα, αλλά «αυτοκράτορα» λαό, κύριε Σκανδαλίδη. Ο λαός ήταν «ο αυτοκράτωρ λαός» σύμφωνα με το Σύνταγμα του Ρήγα, το οποίο ήθελε να υποδηλώσει την ισχύ του αντιπροσωπευτικού συστήματος, αλλά και την ευθύνη εκείνου ο οποίος επιλέγει τους αντιπροσώπους του.
Εν συνεχεία, είχαμε τα Συντάγματα του 19ου αιώνος. Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι το δοτό Σύνταγμα, που καθιέρωσε τη Συνταγματική Μοναρχία του 1844, για την εποχή του -και όχι για την εποχή μας, διότι πρέπει να τα κρίνουμε με βάση την εποχή τους- ήταν ένα προχωρημένο Σύνταγμα, παρά τον συντηρητικό του χαρακτήρα, διότι πρόλαβε κατά τέσσερα χρόνια τη «συνταγματική θεομηνία», όπως την αποκάλεσε ο Μέτερνιχ το 1848, που συνέβη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, με ένα γενικό ξεσηκωμό, ο οποίος προκάλεσε μεγάλες υποχωρήσεις της μοναρχίας και μεγάλες ανατάσεις του δικαιώματος του λαού να αυτοκαθορίζεται.
Η Ελλάδα προηγήθηκε τέσσερα χρόνια της συνταγματικής ή φιλελεύθερης «θεομηνίας», κατά τον ορισμό του Μέτερνιχ, που σάρωσε τις ευρωπαϊκές μοναρχίες σε Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, το 1848. Αυτό είναι κάτι το οποίο πιστώνεται η συνταγματική παράδοση της χώρας μας και η συνταγματική παράδοση της χώρας μας έχει σχέση με το σήμερα, γιατί πατάμε πάνω σε αυτήν. Δεν βαδίζουμε εκ του μηδενός.
Ο επόμενος αιώνας, ο 20ος αιώνας ήταν ο αιώνας ο οποίος δοκίμασε τα Συντάγματά του και τα δοκίμασε, γιατί αντίκρισαν διάφορες κρίσεις. Είναι ο αιώνας που είχαμε τις δύο δικτατορίες και είχαμε πάρα πολλές πολιτικές κρίσεις. Απεδείχθη από αυτές τις κρίσεις ότι τα Συντάγματα επιβιώνουν μεν, αλλά ασφυκτιούν, όταν αντιμετωπίζουν διχασμούς και βαρύτατες πολιτικές κρίσεις. Γιατί τα Συντάγματα, για να αναπνεύσουν, χρειάζονται όχι μόνο τα κείμενά τους, αλλά χρειάζονται και ένα πνεύμα το οποίο συνάδει με τη συναίνεση και την ελάχιστη παραδοχή των κανόνων του παιχνιδιού από το σύνολο των πολιτικών εμπλεκομένων.
Ο 19ος αιώνας, ξέχασα να πω, ήταν η εποχή όπου τα Συντάγματα προηγούντο της κοινωνικής πραγματικότητος. Όπως πολύ σωστά αναφέρει ο καθηγητής Νικόλαος Αλιβιζάτος, ήταν η εποχή όπου εις το συνταγματικό κείμενο έβλεπε κανείς τη νεωτερικότητα σε μια κοινωνία που ήταν ακόμη προνεωτερική.
Ο 21ος αιών εις τον οποίον ζούμε και το Σύνταγμα του οποίο ετοιμάζουμε, είναι ο αιών με τα πολλά ερωτηματικά. Χρέος μας είναι, παρά τις διαφωνίες μας και τις επιφυλάξεις μας και τις κριτικές μας προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, να προετοιμάσουμε ένα Σύνταγμα προσαρμοσμένο κατά το δυνατόν στις τεράστιες ανάγκες και στην τεράστια ρευστότητα του 21ου αιώνα και βεβαίως γι’ αυτό θα κριθούμε αργότερα.
Η Συνταγματική Αναθεώρηση, ενώπιον της οποίας καλούμαστε να αποφασίσουμε σύντομα, είναι μια αναθεώρηση η οποία δεν εκπληροί τις φιλοδοξίες για τις οποίες ξεκίνησε. Όπως και να το δει κανείς, είτε με τα μάτια της προηγούμενης Πλειοψηφίας είτε με τα μάτια της προηγούμενης Μειοψηφίας, οι ποσοτικές και ποιοτικές φιλοδοξίες της Αναθεωρήσεως δεν εκπληρώνονται.
Ωστόσο, παρά ταύτα, η Συνταγματική Αναθεώρηση περιέχει διατάξεις οι οποίες έχουν ενδιαφέρον, διατάξεις οι οποίες ήταν ζητούμενο να αλλάξουν, όπως η περιστολή των δικαστικών προνομίων του πολιτικού προσωπικού, η πολιτική σταθερότητα δια της αποσείσεως της περίπτωσης εκλογών για μη εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, που τώρα αυτό λύνεται, όπως η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους με την αλλαγή που γίνεται στο άρθρο 21 και την πρόβλεψη για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, όπως η διευκόλυνση της ψήφου των ευρισκομένων στο εξωτερικό Ελλήνων και άλλες διατάξεις, οι οποίες όχι σωρηδόν, αλλά επιλεκτικά προωθούνται προς αναθεώρηση και ό,τι προκύψει θετικό θα είναι από τη συζήτηση που κάνουμε.
Οφείλω να πω, ως γενικός εισηγητής της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης της προτείνουσας Βουλής, ότι η φιλοδοξία που είχε η Νέα Δημοκρατία για αλλαγή πενήντα επτά άρθρων τα οποία είχαν τριπλό στόχο, δηλαδή την εγκαθίδρυση συνθηκών οικονομικής ανάπτυξης, τη διευκόλυνση της πολιτικής κανονικότητας και την εγκαθίδρυση δεδομένων κοινωνικής αλληλεγγύης, δεν επετεύχθη στην έκταση που φιλοδοξούσαμε, γιατί όντως η προηγούμενη Πλειοψηφία αποποιήθηκε αυτή την ευκαιρία. Ωστόσο, έστω και αυτός ο μικρός αριθμός άρθρων είναι ικανός, με την κατάλληλη νομοθετική και κυβερνητική εφαρμογή εν συνεχεία, να αποφέρει καρπούς. Να μην είμαστε συνεχώς μίζεροι και να λέμε ότι δεν είχε νόημα να γίνει αυτή η Αναθεώρηση και ότι θα ήταν προτιμότερο να την ακυρώσουμε και να ξεκινήσουμε πάλι από το μηδέν.
Στην πραγματικότητα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτό που έχουμε στα χέρια μας σήμερα είναι πραγματικό και σίγουρο και είναι στο χέρι μας ενδεχομένως να το επαυξήσουμε, ενώ αυτό που θα ξεκινούσαμε από το μηδέν δεν ξέραμε πως θα κατέληγε, όχι στην παρούσα Βουλή, αν την είχαμε μετατρέψει σε προτείνουσα, αλλά στην επόμενη Βουλή, την Αναθεωρητική, που θα προέκυπτε μετά από τέσσερα χρόνια.
Η φιλοδοξία να είχαμε μία ριζική και μαζική συνταγματική αναθεώρηση χάθηκε. Οι ευθύνες αυτής της απώλειας είναι συγκεκριμένες. Δεν αποποιούμαι την ιδιότητά μου ως εισηγητού της προηγούμενης μειοψηφίας για να καταλογίσω αυτές τις ευθύνες στην προηγούμενη πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ. 
Ωστόσο, έγινε μία εξαιρετική δουλειά οφείλω να πω στην Επιτροπή Αναθεώρησης, η οποία εισηγείται σε εμάς αυτές τις αλλαγές, οι οποίες μπορούν να διανθιστούν και με άλλες συγκλίσεις δύσκολες, σπάνιες, αλλά που μπορούν να συμβούν μέσα σε αυτό το πενθήμερο των συζητήσεων. Οπότε, είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσουμε μία θετική συνταγματική παράδοση με αυτές τις οκτώ ή εννέα αλλαγές, οι οποίες θα γίνουν και οι οποίες σωστά εφαρμοζόμενες εν συνέχεια μπορούν να οδηγήσουν σε μία βελτίωση της ζωής των Ελλήνων, σε μία επίτευξη καλύτερης κυβερνητικής σταθερότητας και σε μία ενίσχυση της πολιτικής αλληλεγγύης της πολιτείας έναντι των οικονομικά αδυνάμων.
«Έχει άτοπα πολλά,
βεβαίως και δυστυχώς, η Αποικία.
Όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;
Και τέλος πάντων,
να, τραβούμε’ εμπρός.»
Αυτό κάνουμε σήμερα εδώ. Αξίζει να τραβήξουμε εμπρός. Προφανώς, θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι καλύτερα, αλλά είμαι βέβαιος ότι και αυτές οι αλλαγές που η παρούσα Βουλή θα επιφέρει θα βελτιώσουν το συνταγματικό κείμενο και θα συνεισφέρουν, ώστε το Σύνταγμα του 2019 να βοηθήσει τη χώρα να προχωρήσει εμπρός.
Σας ευχαριστώ. 

Γραφείο Τύπου & Κοινοβουλευτικής Πληροφόρησης