Στην ελληνική πολιτική σκηνή οι ψήφοι, όταν αθροίζονται και μετριούνται, αναφέρονται πολλές φορές ως «κουκιά». Κουκιά λοιπόν, ή αλλιώς ψήφους βουλευτών υπέρ ή κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών, μετρούν συνεχώς πολιτικοί παράγοντες και δημοσιογράφοι τα τελευταία 24ωρα στην Αθήνα. Είναι και αυτό ενδεικτικό της δύσκολης θέσης στην οποία έχει περιέλθει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ η οποία πόνταρε για τη
δημοσκοπική βελτίωση των επιδόσεων της στις εξαγγελίες που έχει κάνει τους τελευταίους μήνες και στα θέματα που έχει ορίσει για την ατζέντα της αντιπαράθεσης με τα άλλα κόμματα, αλλά βλέπει, σχεδόν μονοθεματικά, τις τελευταίες εβδομάδες να πιέζεται από το θέμα των Σκοπίων. Και δεν είναι μόνο επικοινωνιακό το πρόβλημα αλλά ουσιαστικό, καθώς δεν έχει εξασφαλισμένη πλειοψηφία για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών. Και αυτό περιλαμβάνει πολιτικές εξελίξεις και λεπτούς χειρισμούς, τους οποίους παρατηρούμε έντονα στην Αθήνα την «πρώτη» πολιτικά εβδομάδα του έτους, σχετικά με το ζήτημα της συμφωνίας των Πρεσπών.
Με βάση τις δημόσιες δηλώσεις, η δικομματική, τυπικά (ουσιαστικά με περισσότερα κόμματα – στελέχη), κυβέρνηση ευελπιστεί ότι και χωρίς τους ΑΝΕΛ μπορεί να σχηματίσει πλειοψηφία 151 βουλευτών για την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών. Αν τελικά μπορέσει να πείσει και κάποιους βουλευτές των ΑΝΕΛ, μαζί με βουλευτές από ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ και ανεξάρτητους, θεωρεί σίγουρη την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ωστόσο πολιτικοί αναλυτές και βουλευτές άλλων κομμάτων αμφισβητούν ότι αυτό θα συμβεί. Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση επιμένει ότι η συμφωνία μπορεί να ψηφισθεί από την παρούσα Βουλή. Αυτό είναι σε μεγάλο βαθμό αλήθεια καθώς απαιτείται πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών κατά την ψηφοφορία και όχι απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών. Ωστόσο υπερψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών με λιγότερες από 151 ψήφους δημιουργεί σοβαρό πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση, καθώς όλα τα κόμματα (ακόμη και οι ΑΝΕΛ, πιθανώς…) θα θέσουν χαρακτήρα άτυπης ψήφου εμπιστοσύνης στη συγκεκριμένη ψηφοφορία. Πάνω σε αυτό το δεδομένο η κυβέρνηση τις τελευταίες δύο εβδομάδες έχει καλλιεργήσει ναι φημολογία ότι μπορεί να πορευθεί στην κυβερνητική της θητεία ακόμη και χωρίς τους ΑΝΕΛ αν δομηθεί πλειοψηφία στην ψηφοφορία για τη συμφωνία των Πρεσπών, φέρνοντας στο προσκήνιο την έννοια της «ψήφου ανοχής» (ή «κυβέρνησης μειοψηφίας» όπως αναφέρουν οι αντιπολιτευόμενοι).
Η αριθμητική των ψήφων
Με βάση τις δημόσιες τοποθετήσεις των εμπλεκομένων, κομμάτων και βουλευτών, και τις δημοσιογραφικές πληροφορίες, η εικόνα της ελληνικής Βουλής, όσον αφορά τη συγκεκριμένη ψηφοφορία είναι η εξής:
Και οι 145 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έχουν δηλώσει ή τεκμαίρεται βασίμως ότι θα υπερψηφίσουν. Αμφιβολίες που υπήρξαν για ορισμένους βορειοελλαδίτες προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ, έχουν διασκεδαστεί. Τελευταίος που διευκρίνισε ότι υπερψηφίζει ήταν ο επίσης προερχόμενος από το ΠΑΣΟΚ, αλλά «ειδικού χειρισμού» βουλευτής Μιχελογιαννάκης.
Ευθέως κατά της Συμφωνίας, με την διευκρίνιση μάλιστα ότι δεν θα ψηφίσουν την κύρωση, έχουν τεθεί δημοσίως η ΝΔ (σύσσωμη, σήμερα με 78 βουλευτές), η Δημοκρατική Συμπαράταξη – ΚΙΝΑΛ (20), η Χρυσή Αυγή (15), η Ένωση Κεντρώων (5), το κάθε κόμμα δικό του σκεπτικό.
Ειδική περίπτωση είναι το ΚΚΕ. Παγίως το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας ψηφίζει κατά οποιασδήποτε συμφωνίας έχει σχέση με το ΝΑΤΟ, καθώς το θεωρεί τον ακρογωνιαίο λίγο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Επίσης έχει ταχθεί κατά της συμφωνίας. Το ζήτημα όμως της ονομασίας των Σκοπίων δεν είναι εύκολο ζήτημα για το ΚΚΕ, καθώς έχει ακροβατήσει μέσα στην ιστορική του πορεία σε διαφορετικές, στα σημεία, θέσεις. Στην τελευταία ψήφο δυσπιστίας που κατέθεσε η ΝΔ, με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών, το ΚΚΕ αποχώρησε. Επίσης είναι εξαιρετικά δύσκολο για τα στελέχη και τους οπαδούς του να «καταπιούν» κοινή ψήφο με την Χρυσή Αυγή. Ούτε να στηρίξουν θέλουν όμως την κυβέρνηση, αλλά ούτε και να κατηγορηθούν για έμμεση στήριξη μέσω αποχώρησης. Μένει να δούμε, και είναι κρίσιμο στο ζήτημα της ψηφοφορίας, τι στάση θα κρατήσει το ΚΚΕ.
Ο πιο κρίσιμος παράγοντας για τη διασφάλιση η μη πλειοψηφίας από την κυβέρνηση για τη συμφωνία των Πρεσπών είναι οι βουλευτές που πρόσκεινται στο ΠΟΤΑΜΙ. Η επίσημη θέση του κόμματος είναι επί της αρχής ΝΑΙ στη συμφωνία αλλά ΟΧΙ στη συνέχιση της κυβερνητικής θητείας. Υπάρχουν όμως επί μέρους διαφοροποιήσεις. Ο Σπύρος Δανέλλης είναι ένας από τους βουλευτές που έχει δηλώσει ευθέως ότι στηρίζει τη συμφωνία των Πρεσπών ως έχει και δεν θεωρεί ότι πρέπει να «πέσει» η κυβέρνηση για αυτόν τον λόγο. Από την άλλη πλευρά οι βουλευτές Ψαριανός και Αμυράς έχουν δηλώσει ότι δεν καλύπτονται από τη Συμφωνία ως έχει και πιθανότατα θα την καταψηφίσουν. Απομένουν οι τρεις πιο «θεσμικοί» εκπρόσωποι του κόμματος, Θεοδωράκης (επικεφαλής), Λυκούδης (Αντιπρόεδρος βουλής) και Μαυρωτάς, οι οποίοι έχουν δηλώσει ότι είναι επί της αρχής θετικοί στη συμφωνία αλλά έχουν επιφυλάξεις για τις αλλαγές που γίνονται στα Σκόπια, ενώ θα ήθελαν να «ρίξουν» την κυβέρνηση ως «κακή για τον τόπο» αλλά όχι σε βάρος μιας καλής, μόνιμης λύσης για το θέμα της ονομασίας της ΠΓΔΜ.
Από πλευράς ΑΝΕΛ, όπου αυτές τις ημέρες γίνεται μια άνευ προηγουμένου συζήτηση, με αντεγκλήσεις, διαφοροποιήσεις, επιμέρους συμφωνίες και άλλα ευτράπελα, η εικόνα είναι απολύτως θολή. Κατά τη συμφωνίας έχουν τοποθετηθεί ευθέως ο Πρόεδρος του κόμματος αλλά υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος, ο βουλευτής Κώστας Κατσίκης. Χθες διευκρίνισε πλήρως ότι θα συμπαραταχτεί με τον Πρόεδρο κατά της συμφωνίας και η Μαρία Κόλλια Τσαρούχα. Δεν έχει εκφραστεί δημοσίως η βουλευτής των ΑΝΕΛ και υπουργός Τουρισμού Ελενα Κουντουρά η οποία έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι θα ψηφίσει «κατά συνείδηση». Οι βουλευτές Κόκκαλης και Ζουράρις, με τον έναν ή άλλον τρόπο, φαίνεται να συντάσσονται με την άποψη της καταψήφισης, αφού το ζήτημα των Σκοπίων ήταν ένα από τα λίγα συνεκτικά σημεία μεταξύ διαφορετικών πολιτικών προελεύσεων των στελεχών των ΑΝΕΛ, παρά τις πιέσεις από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, ο βουλευτής Θανάσης Παπαχριστόπουλος, διαμηνύει ότι θα ψηφίσει υπέρ τόσο της συμφωνίας όσο και της ψήφου εμπιστοσύνης (εφόσον τη ζητήσει ο πρωθυπουργός) και θα παραδώσει την έδρα του μόλις ολοκληρωθεί το σύνολο των διαδικασιών.
Και στα άλλα κόμματα όμως υπάρχουν διαφορετικές φωνές. Παρά την επίσημη θέση της ΔΗΣΥΜ (πρωην ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ), ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Θανάσης Θεοχαρόπουλος που προβληματίζεται θετικά για την υπερψήφιση της συμφωνίας, έχει διαμηνύσει ότι θα το πράξει μόνο εφόσον ο Αλέξης Τσίπρας προκηρύξει αμέσως εθνικές εκλογές. Επίσης, ο βουλευτής της Ένωσης Κεντρώων Γιάννης Σαρίδης που συντάχθηκε με την κυβερνητική πλειοψηφία και ψήφισε τον προϋπολογισμό, έχει ξεκαθαρίσει ότι διαφωνεί με την Συμφωνία των Πρεσπών.
Στους ανεξάρτητους
Η ανεξάρτητη βουλευτής, προερχόμενη από τη ΝΔ και σήμερα υφυπουργός Προστασίας του Πολίτη, Κατερίνα Παπακώστα θα υπερψηφίσει, κατά πάσα πιθανότητα, τη συμφωνία. Από εκεί και πέρα, δεν αναμένονται ιδιαίτερες εκπλήξεις. Οι Στάθης Παναγούλης, Αριστείδης Φωκάς και Νίκος Νικολόπουλος έχουν δηλώσει ότι θα καταψηφίσουν – αν και δημοσιογραφικές πηγές συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι συζητούν με κυβερνητικούς παράγοντες. Πιο πιθανή όμως είναι μια σύμπλευση με τους επίσημους ΑΝΕΛ παρά με την κυβέρνηση, αν και τίποτε δεν μπορεί να αποκλειστεί. Ο Δημήτρης Καμμένος και ο Γιώργος Λαζαρίδης αποχώρησαν το περασμένο καλοκαίρι από τους ΑΝΕΛ διαφωνώντας με την απόφαση του Πάνου Καμμένου να επιτρέψει την υπογραφή της συμφωνίας, οπότε και από αυτούς το Μαξίμου θα ήταν παράλογο να περιμένει θετική ψήφο. Τέλος οι 3 ανεξάρτητοι, διαγεγραμμένοι ή παραιτημένοι από την Χρυσή Αυγή, βουλευτές, (Μπαρμπαρούσης, Κουκούτσης και Μίχος) εκτιμάται ότι πιθανότατα θα καταψηφίσουν τις Πρέσπες.
Με βάση τα ανωτέρω οι σίγουροι ψήφοι υπέρ της Συμφωνίας είναι 148 ή πιθανότατα 149. Από την άλλη οι απολύτως σίγουροι ψήφοι κατά της συμφωνίας είναι 144 που μπορεί να γίνουν 147 ή 148, υπό την προϋπόθεση ότι ΚΚΕ και ΧΑ θα παραμείνουν στην ψηφοφορία και θα καταψηφίσουν. Επομένως σημείο κλειδί για την τελική έκβαση της ψηφοφορίας, πλην απροόπτου ή εκπλήξεως, είναι η στάση των 3 «θεσμικών» εκπροσώπων από ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ.
Οι εξελίξεις που θα μεσολαβήσουν μέχρι την ψήφιση ή μη της συμφωνίας των Πρεσπών αλλά και όσα ακολουθήσουν είναι βέβαιο ότι ακόμη και αν δεν οδηγήσουν άμεσα σε εκλογές, αναδιατάσσουν πλήρως το πολιτικό σκηνικό και τη δύναμη των κομμάτων στην Ελληνική Βουλή, επηρεάζοντας ταυτόχρονα, εμμέσως, και όλες τις κάλπες που θα στηθούν, σίγουρα, το Μάιο: αυτοδιοικητικές και ευρωεκλογών.
Θοδωρής Καραουλάνης | EurActiv.gr