Η σημαντικότερη από αυτές είναι η ανάγκη προσέλευσης στις κάλπες ποσοστού άνω του 50% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Διαφορετικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν είναι δεσμευτικό. Στην ουσία θεωρείται ως μη γενόμενο. Διότι η συμμετοχή στο δημοψήφισμα αποτελεί καθοριστικό στοιχείο της τύχης του.
Αυτό ισχύει τόσο όσον αφορά στα δεσμευτικά δημοψηφίσματα (τα οποία διενεργούνται για σοβαρά κοινωνικά ζητήματα), όσο και στα συμβουλευτικά (τα οποία διενεργούνται επί κρισίμων εθνικών ζητημάτων).
Ένα δημοψήφισμα μπορεί να είναι αποφασιστικό ή συμβουλευτικό – στην πρώτη περίπτωση παράγει κανόνες Δικαίου, δηλαδή ο λαός γίνεται νομοθέτης και στη δεύτερη εκφράζει απλώς τη γνώμη του, χωρίς να υποχρεώνονται τα αρμόδια όργανα να συμμορφωθούν.
Οπότε, στα κοινωνικά ζητήματα το αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος δεσμεύει την κυβέρνηση, ενώ στα εθνικά ζητήματα δεν την δεσμεύει.
Το δικό μας Σύνταγμα, με την παράγραφο 2 του άρθρου 44, προβλέπει τη διενέργεια συμβουλευτικού δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά ζητήματα και υποχρεωτικού για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα.
Δημοψήφισμα σχετικά με την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν προβλέπεται.
Στο Σύνταγμα της πΓΔΜ (άρθρο 73) προβλέπεται η διενέργεια δημοψηφίσματος αν το ζητήσουν 150.000 πολίτες και το αποφασίσει η Βουλή με πλειοψηφία επί του συνόλου των μελών της. Απαιτείται μίνιμουμ συμμετοχής της τάξης του 50%. Και το αποτέλεσμα, σύμφωνα με το σκοπιανό Σύνταγμα, είναι δεσμευτικό.
Και μπορεί μεν ο Ζάεφ να είχε σπεύσει να δηλώσει πως το αποτέλεσμα θα ήταν συμβουλευτικό, πλην όμως, βάσει το Συντάγματος, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι οι πολιτικοί του αντίπαλοι θα αντιδράσουν και θα τον καταγγείλουν (ενδεχομένως και θα τον παραπέμψουν, καθώς στα Σκόπια το έχουν συνήθειο να στέλνει ο ένας τον άλλο στο εδώλιο όταν κερδίζουν τις εκλογές).
Ακόμη και αν ο Ζάεφ έβρισκε τώρα την πλειοψηφία για να περάσει τις συνταγματικές αλλαγές από την Βουλή, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η υπόθεση θα καταλήξει σε κατηγορίες για παραβίαση του Συντάγματος και εσχάτη προδοσία.
Οπότε, τα πάντα θα ανατραπούν και θα βρεθούμε και πάλι ενώπιον μιας «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» - και μάλιστα μετά από δεσμευτικό δημοψήφισμα, του οποίου το πολιτικό συμπέρασμα ήταν σαφές: Οι Σκοπιανοί απείχαν προκειμένου να μην περάσει η Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία δεν επιθυμούν!
Η νόθευση της λαϊκής βούλησης
Αυτό που στην πραγματικότητα προσπάθησε να κάνει ο Ζάεφ ήταν αυτό που συνηθίζεται στα ολοκληρωτικά καθεστώτα, τα οποία προτιμούν τα δημοψηφίσματα από τις εκλογές, διότι σε αυτά το αποτέλεσμα χειραγωγείται ευκολότερα.
Ο Ζάεφ δεν θέλησε να διεξαγάγει ένα οποιοδήποτε δημοψήφισμα, αλλά ένα «προσωπικό» δημοψήφισμα. Κατέφυγε δηλαδή στη συνήθη διαδικασία της νόθευσης της έννοιας του δημοψηφίσματος (που στην γνήσια μορφή του αποτελεί υπέρτατη δημοκρατική διαδικασία με απόλυτη λαϊκή νομιμοποίηση).
Αυτό που θέλησε να κάνει ο Ζάεφ ήταν να εμφανιστεί ως απόλυτος εκπρόσωπος του λαού, να εμφανίσει δηλαδή τον λαό απόλυτα ταυτισμένο με τον ίδιο και τις απόψεις του, αποκτώντας έχει μια δύναμη που υπερβαίνει το επίδικο του δημοψηφίσματος. Μια δύναμη που καταλήγει στον «καισαρισμό». Δηλαδή ο Ζάεφ με το συγκεκριμένο δημοψήφισμα ήθελε να χριστεί απόλυτος κυρίαρχος, να κερδίσει «μια για πάντα», να εμφανιστεί ως ο ηγέτης στον οποίο ο λαός δεν αρνείται τίποτε, ουσιαστικά να κερδίσει άνευ μάχης και τις επόμενες εκλογές.
Σύμφωνα με τον Αντώνη Παντελή, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών:
«Το δημοψήφισμα αποτελεί εξαίρεση από το αντιπροσωπευτικό σύστημα και αποβλέπει στην παραγωγή κανόνων δίκαιου. Μπορεί όμως στην πράξη να το χρησιμοποιούν για να προσλαμβάνει κάποιος λαϊκό χρίσμα, για να γίνεται «αντιπρόσωπος» του λαού. Τότε το δημοψήφισμα παύει να είναι γνήσιο (referendum) και χαρακτηρίζεται προσωπικό (plebiscitum). Η νόθευση αυτή αφαιρεί από το δημοψήφισμα τον γνησίως δημοκρατικό του χαρακτήρα και η μορφή του πολιτεύματος διολισθαίνει προς τον (δημοκρατικό) καισαρισμό (όπου, όπως αναφέρει αλλού ο κ. Παντελής, ο αρχηγός του κράτους ασκεί την εξουσία στο όνομα του λαού, που του την εμπιστεύεται με προσωπικό δημοψήφισμα και ενίοτε του την ανανεώνει με τον ίδιο τρόπο. Ο «καίσαρ» εμφανίζεται ως ο εκλεκτός του λαού, θεματοφύλακας της κυριαρχίας του και εντολοδόχος που διεξάγει τις υποθέσεις του κατά την τεκμαιρόμενη θέλησή του. Στην πραγματικότητα, όμως, ένας άνδρας συγκεντρώνει στα χέρια του όλη την εξουσία, ή σχεδόν όλη, διότι ο λαός εκφράζει την εμπιστοσύνη του με μία πράξη για όλα ανεξαιρέτως τα θέματα. Ο ψιλώ ονόματι εντολέας αποξενώνεται από το δικαίωμα να παρακολουθεί πώς ο εντολοδόχος του διεξάγει όλες τις υποθέσεις του. Ο εντολέας δεν έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει την εντολή).
Στο προσωπικό δημοψήφισμα ο λαός καλείται να αποφανθεί σε χρονική στιγμή και υπό συνθήκες που καθιστούν την απάντησή του δεδομένη. Συγχρόνως, η απάντηση του λαού έχει πολιτική εμβέλεια που ξεπερνά το συγκεκριμένο ερώτημα. Η απάντηση εκφράζει την εμπιστοσύνη του λαού στο ίδιο το πρόσωπο του «καίσαρα» ή τουλάχιστον έτσι αυτός την ερμηνεύει».
Από τα παραπάνω αντιλαμβάνεται κανείς πως το δημοψήφισμα από ύψιστο μέσο έκφρασης της λαϊκής βούλησης μπορεί να εξελιχθεί στο ακριβώς αντίθετο, στην άρνησή του, στην απόλυτη νόθευσή του, σε εργαλείο «καισαρισμού», χρησιμοποιούμενο από τον «καίσαρα» για να κατευθύνει το εκλογικό σώμα και για να ανανεώνει την εντολή προς τον εαυτό του, ερμηνεύοντας το αποτέλεσμα κατά τρόπο που αυτός επιθυμεί κατά την επιδίωξη των σκοπών του.
Υπό αυτήν την έννοια, ο Ζάεφ έχει απόλυτα ηττηθεί. Έκανε μια προεκλογική εκστρατεία λυσσώδη, γύρισε όλη τη χώρα, μίλησε, φώναξε, πρόβαλε με τον πιο προκλητικό τρόπο τα ντροπιαστικά για την Ελλάδα σημεία της συμφωνίας (γλώσσα και ταυτότητα) και παρ’ όλα αυτά έχασε πανηγυρικά!
Ο λαός του τον απέρριψε! Οπότε, δεν θα δυσκολευτεί να τον απορρίψει ξανά και στις βουλευτικές εκλογές.
Μπορεί να ζήλωσε την δόξα του φίλου του Τσίπρα (που επίσης προκάλεσε ένα «προσωπικό» καισαρικού τύπου δημοψήφισμα με σκοπό να κερδίσει τις νέες εκλογές) και να σκέφθηκε πως εύκολα θα μετατρέψει και αυτός το «όχι» σε «ναι», πλην όμως τελικά το μόνο που θα συμβεί είναι και οι δύο (Τσίπρας και Ζάεφ) να κατακρημνιστούν λόγω της πρεμούρας τους να «λύσουν» το Σκοπιανό.
Κατόπιν αυτού, τίθενται δύο ζητήματα:
Πρώτον, πώς είναι δυνατόν η Ελλάδα να αδιαφορεί για όλα τα παραπάνω και να χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα του Ζάεφ, ο οποίος «σήμερα είναι, αύριο δεν είναι».
Και δεύτερον, πώς είναι δυνατόν όλες αυτές οι ξένες δυνάμεις να «πανηγυρίζουν» μαζί με τον Ζάεφ, ενώ γνωρίζουν ότι στις δικές τους χώρες είτε διοργανώνονται δεσμευτικά δημοψηφίσματα για κοινωνικά θέματα – και όταν απορρίπτονται οι κυβερνήσεις δεν προχωρούν σε νομοθέτηση – είτε δεν διοργανώνονται καθόλου δημοψηφίσματα (ούτε συμβουλευτικά) όταν πρόκειται για ζητήματα που δεν μπορούν να τεθούν σε δημοψήφισμα.
Μερικά παραδείγματα
Στην Ισπανία, το Συνταγματικό Δικαστήριο έκρινε άκυρο το δημοψήφισμα στην Καταλονία, διότι οδηγούσε σε απόσχιση μέρος του όλου της Επικράτειας και θεωρήθηκε αντισυνταγματικό.
Στην Ιρλανδία κρίθηκε έγκυρο το δημοψήφισμα για την φιλελευθεροποίηση των αμβλώσεων, διότι η συμμετοχή ήταν η προβλεπόμενη.
Στην Ιταλία, το 2017, ακυρώθηκε το δημοψήφισμα που διοργανώθηκε στις περιφέρειες της Λομβαρδίας προκειμένου να δοθεί διοικητική και φορολογική αυτονομία στις περιοχές αυτές, λόγω εξαιρετικά χαμηλής συμμετοχής.
Επίσης στην Ιταλία, ο Ρέντσι, τον Δεκέμβριο του 2016, παραιτήθηκε από πρωθυπουργός όταν ηττήθηκε στο δημοψήφισμα για τις συνταγματικές αλλαγές. Τον Ιούνιο του 2011 είχε ηττηθεί και ο Μπερλουσκόνι σε σειρά δημοψηφισμάτων – για την πυρηνική ενέργεια, την αποκρατικοποίηση των δικτύων ύδρευσης και την παροχή στον πρωθυπουργό του προνομίου να μην παρουσιάζεται σε πολλές δίκες – ακριβώς επειδή η συμμετοχή έφθασε στο 60%.
Στη Γερμανία, το 2013, απέτυχε λόγω χαμηλής συμμετοχής (24%) το δημοψήφισμα για τον έλεγχο της ηλεκτροδότησης στο Βερολίνο και την μεταβίβασή της από τους ιδιώτες στο δημόσιο.
Στην Αυστρία, επίσης το 2013, το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος για την διατήρηση ή μη της στρατιωτικής θητείας θεωρήθηκε ως νίκη του Λαϊκού Κόμματος και ήττα των Σοσιαλδημοκρατών. Το δημοψήφισμα – επί του οποίου στηρίχθηκαν αυτοί που τώρα τάσσονται υπέρ της στάσης του Ζάεφ – ήταν έγκυρο επειδή η συμμετοχή έφθασε στο 52,4% και το 59,7% αυτών που συμμετείχαν αποφάνθηκαν υπέρ της συνέχισης της υποχρεωτικότητας της στρατιωτικής θητείας, έναντι του 40,3% που συγκέντρωσαν οι υποστηρικτές ενός επαγγελματικού στρατού. Αν η συμμετοχή ήταν χαμηλή, τότε οι ηττημένοι θα ήταν οι Λαϊκοί. Άρα πώς τώρα θεωρούν ότι ο Ζάεφ κέρδισε το δημοψήφισμα;
Στη Βρετανία, η συμμετοχή στο δημοψήφισμα για την παραμονή ή όχι της χώρα στην ΕΕ τον Ιούνιο του 2016 ήταν 72,21%. Επικράτησε το Brexit, αλλά αν η συμμετοχή δεν ήταν τόσο υψηλή θα προχωρούσε οποιαδήποτε κυβέρνηση στην έξοδο της χώρας από την ΕΕ;
Στη Σκωτία, η συμμετοχή στο δημοψήφισμα του Σεπτεμβρίου 2014 για την ανεξαρτησία ήταν 84,59%. Επικράτησε το «Όχι», αλλά αν η συμμετοχή δεν ήταν τόσο υψηλή ή αν επικρατούσε το «Ναι» με χαμηλή συμμετοχή, θα γινόταν αποδεκτή μια απόσχιση;
Στην Ουγγαρία, τον Οκτώβριο του 2016, ακυρώθηκε λόγω χαμηλής συμμετοχής το δημοψήφισμα που οργάνωσε ο Όρμπαν με στόχο να καταψηφιστεί το σχέδιο της ΕΕ για ανακατανομή των προσφύγων στην ΕΕ. Η συμμετοχή ήταν μικρότερη του 45% και μεταξύ αυτών που ψήφισαν ο Όρμπαν εξασφάλισε το 98,32% των ψήφων. Κάτι ανάλογο συνέβη και στην περίπτωση των Σκοπίων. Στην περίπτωση του Όρμπαν, όμως, η Δύση πανηγύρισε επειδή ακυρώθηκε το δημοψήφισμα λόγω χαμηλής συμμετοχής και στην περίπτωση του Ζάεφ πανηγύρισε επειδή… δεν ακυρώθηκε (επίσης λόγω χαμηλής συμμετοχής).
Στις ΗΠΑ διενεργούνται συνεχώς εκατοντάδες δημοψηφίσματα. Αν δεν ακολουθούνταν οι κανόνες είναι βέβαιο ότι θα επικρατούσε το απόλυτο χάος.
Σημειώστε ότι ΗΠΑ, ΕΕ και Συμβούλιο της Ευρώπης αποφάνθηκαν ότι ήταν παράνομα και δεν αναγνώρισαν, το 2014, τα δημοψηφίσματα στην ανατολική Ουκρανία, διότι – και σωστά – «το διεθνές δίκαιο δεν επιτρέπει την απόσχιση μιας επαρχίας ή μιας περιοχής απουσία της συγκατάθεσης του κράτους στο οποίο αυτές ανήκουν».
Τώρα αδιαφορούν για το γεγονός ότι η δημιουργία μιας «Βόρειας Μακεδονίας» στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας μπορεί στο μέλλον να γεννήσει έναν «νέο αλυτρωτισμό» και επιδίωξη αλλαγής συνόρων (που ήδη συμβαίνει στα Βαλκάνια) για ένωση με την «Μακεδονία του Αιγαίου» (για την οποία δεν ακούγεται κουβέντα);
Και επιτέλους, πώς είναι δυνατόν όλοι αυτοί που ακολουθούν πιστά τους κανόνες για τα δημοψηφίσματα στις χώρες τους – και επιβάλλουν σαφή ερωτήματα προς τους ψηφοφόρους – να υποστηρίζουν τώρα για τα Σκόπια ότι «το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος πρέπει να γίνει σεβαστό»;
elzoni.gr