Ενώ ακόμα και παραδοσιακά πετρελαϊκές χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία, περνούν σε σημαντικές επενδύσεις στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ), η καθυστέρηση στην ενεργειακή μετάβαση της χώρας μας, η οποία έχει σπουδαίο ενεργειακό δυναμικό, παραμένει ένα δυσάρεστο γεγονός.
Το υπάρχον ενεργειακό πλέγμα δεν είναι ούτε αποτελεσματικό, ούτε αποδοτικό, ούτε οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά βιώσιμο. Οι συμβατικές μορφές ενέργειας, όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν περίπου το 84,8% της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας, ενώ το ποσοστό των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας καταλαμβάνει μόλις το 15,2% σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2016.
(Πηγή:http://ec.europa.eu/eurostat/tgm/table.do?tab=table&init=1&language=en&pcode=t2020_31&plugin=1.)
Το ενεργειακό ισοζύγιο, συνεπώς, της Ελλάδας παραμένει δυσανάλογο σε σχέση με αυτό που θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι. Η εικόνα γίνεται ακόμα πιο «σκοτεινή» αν συνυπολογίσουμε τις αρνητικές επιπτώσεις από την εκτεταμένη χρήση των συμβατικών μορφών ενέργειας και το κόστος τους το οποίο θα έπρεπε να ενσωματωθεί σε μια ολοκληρωμένη Μελέτη Κόστους – Οφέλους (Cost-Benefit Analysis) της Ελληνικής Οικονομίας. Ιδίως, αν λάβει κανείς υπόψη ότι, ενώ το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας μας έχει προσφέρει τα μάλα εδώ και δεκαετίες παγκοσμίως σε όλους τους τομείς των βιώσιμων μεταφορών (π.χ. ηλεκτρικά αυτοκίνητα, πλοία, αεροπλάνα με εναλλακτικά καύσιμα), το σχετικό μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών στη κατανάλωση καυσίμων μεταφορών στην Ελλάδα παραμένει λιγότερο από 2,0%, τότε αντιλαμβανόμαστε εύκολα ότι η χώρα μας, και σε αυτή την περίπτωση δεν αξιοποιεί όχι μόνο τους φυσικούς, αλλά ούτε και τους ανθρωπίνους πόρους της.
Το ερώτημα είναι πώς μπορεί να σχεδιαστεί μια έγκαιρη και αποτελεσματική μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο, προσιτό, ασφαλές και χωρίς αποκλεισμούς ενεργειακό σύστημα, όπως αποτυπώνεται στο Στόχο 7 της Βιώσιμης Ανάπτυξης. Η Ελλάδα πρέπει να υιοθετήσει ρητώς ένα σύνολο διατάξεων, ικανών να αποδεσμεύσουν τη χώρα από την υψηλή εξάρτηση από το πετρέλαιο, αλλά και να σχεδιάσει πολιτικές ικανές να απορροφήσουν τα διαθέσιμα διεθνή και ευρωπαϊκά κονδύλια για την ενεργειακή μετάβαση. Σύμφωνα με τον Γ.Γ. του ΟΗΕ, κ. Antonio Guterres, οι δαπάνες για την ενεργειακή μετάβαση σε μια οικονομία χαμηλού άνθρακος θα ανέλθουν τα επόμενα χρόνια σε 37 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ επεσήμανε ότι «εάν οι χώρες ανταποκριθούν στις φιλοδοξίες τους να αυξήσουν την ηλιακή και αιολική ενέργεια και τα πράσινα κτίρια, να εγκαταστήσουν καθαρότερες μεταφορές και να εφαρμόσουν βιώσιμες λύσεις για τα απόβλητα, τότε υπάρχει επενδυτικό δυναμικό 23 τρισεκατομμυρίων δολαρίων μέχρι το 2030».
Πέρα από το διεθνές πεδίο, στην Ελλάδα «ανοίγονται» νέες επενδυτικές ευκαιρίες μέσα από τα διαθέσιμα οικονομικά και επενδυτικά μέσα που προσφέρονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα ευρωπαϊκά κονδύλια που διατίθενται προς διευκόλυνση της μετάβασης της ΕΕ σε μια καθαρή και σύγχρονη οικονομία είναι ποικίλα. Οι επενδύσεις σε σημαντικά ευρωπαϊκά έργα ενεργειακών υποδομών θα αγγίξουν τα 873 εκατομμύρια ευρώ, ενώ για την περίοδο 2014-2020, η ΕΕ επενδύει περίπου 918 εκατ. ευρώ στην ενεργειακή απόδοση για βελτιώσεις στα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, καθώς και στην υψηλή απόδοση συμπαραγωγής και τηλεθέρμανσης, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην έξυπνη ενεργειακή υποδομή. Καθώς πρόκειται εν προκειμένω για μικρά κονδύλια σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, θα υποστηρίζει, επιπλέον, με τουλάχιστον 2,6 δισεκατομμύρια ευρώ την έρευνα και την καινοτομία σε τεχνολογίες χαμηλών εκπομπών άνθρακα, ενώ το πρόγραμμα «Ορίζοντας 2020» τη περίοδο 2018-2020 θα διαθέσει πάνω από 2 δισεκατομμύρια ευρώ για την υποστήριξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την ενέργεια και τη κλιματική αλλαγή, με το συνολικό ποσό να μπορεί να ανέλθει σε 3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Η χρηματοδοτική ανάγκη έρχεται να τονιστεί και από την Υψηλού Επιπέδου Συνδιάσκεψη για τη Χρηματοδότηση της Βιώσιμης Ανάπτυξης (High-levelconference: Financing sustainable growth) που πραγματοποιήθηκε στις 22 Μαρτίου 2018 υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η Διάσκεψη θέτει σε εφαρμογή τη στρατηγική της ΕΕ για μια πιο πράσινη και καθαρή ενέργεια, ενώ μέσω του Σχεδίου Δράσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επιτυγχάνεται ο αναπροσανατολισμός των ροών κεφαλαίων με την ΕΕ να δεσμεύεται να διαθέσει τουλάχιστον το 20% του προϋπολογισμού της σε δράσεις άμεσα συναφείς με το κλίμα και να επεκτείνει τη χρηματοδότηση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Στρατηγικών Επενδύσεων 2.0 μέχρι το 2020 αυξάνοντας τους επενδυτικούς στόχους στα 500 δισ. ευρώ.
Προσφέρονται, ως εκ τούτου, στην Ελλάδα ποικίλες ευκαιρίες για επενδύσεις στην καθαρή ενέργεια. Απαιτείται μόνο ο κατάλληλος μεσοπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός και το αντίστοιχο νομοθετικό πλαίσιο που να συνοδεύονται από ισχυρή πολιτική βούληση. Επιπλέον, στην ενεργειακή μετάβαση καίριο ρόλο θα διαδραματίσουν οι ενεργειακές αγορές, η συμπεριφορά των καταναλωτών και οι τεχνολογικές εξελίξεις, ενώ μοχλός για τη μετάβαση θα είναι αδιαμφισβήτητα η εκπαίδευση και οι επενδύσεις.
Η Δρ. Διονυσία – Θεοδώρα Αυγερινοπούλου είναι Πρόεδρος της Επιτροπής Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ICC Hellas, τ. Βουλευτής Ν. Ηλείας, Πρόεδρος της Μόνιμης Ειδικής Επιτροπής Περιβάλλοντος της Βουλής