Αθήνα, 30 Ιουλίου 2018
Η Διεύθυνση
Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank εξέδωσε
σήμερα το δεύτερο τεύχος της Επιθεώρησης Οικονομία & Αγορές για το 2018. Η
έκδοση φιλοξενεί έκθεση με τίτλο: «Η Ελληνική Οικονομία: Ενδιάμεση Έκθεση
για το 2018».
Συγγραφείς της μελέτης είναι οι:
Δρ. Τάσος
Αναστασάτος, Group Chief Economist της Eurobank.
Δρ. Στυλιανός Γώγος, Economic
Analyst
Άννα Δημητριάδου,
Economic Analyst
Παρασκευή Πετροπούλου,
Senior Economist
Δρ. Θεόδωρος Σταματίου,
Senior Economist
Περίληψη
Η έκθεση
εξετάζει τις τελευταίες εξελίξεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για το
2018. Περιλαμβάνει ανάλυση για το αποτέλεσμα του ΑΕΠ το 2017 και του Α’ τριμήνου
2018, μία αριθμητική άσκηση πρόβλεψης της πορείας του ΑΕΠ και των συνιστωσών
του για το τρέχον έτος, επισκόπηση των δημοσιονομικών εξελίξεων (συμπεριλαμβανομένης
μίας Ανάλυσης της Βιωσιμότητας του Δημόσιου Χρέους και του μαξιλαριού
ρευστότητας), τις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα, λεπτομέρειες του μετα-προγραμματικού
καθεστώτος της ελληνικής οικονομίας και της ελάφρυνσης του χρέους, την πρόοδο
στην ατζέντα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τις ιδιωτικοποιήσεις, και μια
ανασκόπηση του διεθνούς περιβάλλοντος εντός του οποίου η ελληνική οικονομία
επιχειρεί να ανακάμψει.
Η
αριθμητική εκτίμηση για την αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2018
ποσοτικοποιεί τις τάσεις των συνιστωσών του ΑΕΠ, με οικονομικό σκεπτικό για το καθένα.
Η ανάλυση λαμβάνει υπόψη μόνο τον αναμενόμενο αντίκτυπο των μέτρων που έχουν
ανακοινωθεί μέχρι στιγμής και των τελευταίων εξελίξεων, τόσο στις εγχώριες, όσο
και στις προοπτικές της Ευρωζώνης. Σύμφωνα με το κύριο σενάριο, ο ρυθμός
μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ εκτιμάται στο 1,8% για το 2018. Σε ένα
εναλλακτικό σενάριο ευνοϊκότερης εξέλιξης του κινδύνου χώρας και συνεπώς των
επενδύσεων, η ανάπτυξη μπορεί να κινηθεί στην περιοχή του 2%. Οι εκτιμήσεις υπόκεινται
σε ορισμένες υποθέσεις, η σημαντικότερη από τις οποίες είναι η θετική
αξιολόγηση από τις αγορές της απόφασης του Eurogroup της
21ης Ιουνίου σχετικά με το μετα-προγραμματικό καθεστώς της ελληνικής
οικονομίας και του πακέτου ελάφρυνσης του χρέους, καθώς και η συνέπεια στην
εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η ανάπτυξη αναμένεται να έχει ως
κινητήριες δυνάμεις τις επενδύσεις και τις εξαγωγές (+ 9,9% και + 7,8% σε
ετήσια βάση αντιστοίχως), ενώ η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να παραμείνει στάσιμη
(+ 0,1% σε ετήσια βάση) λόγω της συσταλτικής επίδρασης της δημοσιονομικής πολιτικής
και της συνεχιζόμενης μείωσης του πλούτου των νοικοκυριών μέσω ανάλωσης
αποταμιεύσεων. Το ποσοστό ανεργίας θα συνεχίσει να μειώνεται σταδιακά (20%) και
οι πληθωριστικές πιέσεις θα παραμείνουν χαμηλές (+ 0,7% σε ετήσια βάση). Οι
προοπτικές ανάπτυξης εξακολουθούν να υπόκεινται σε σημαντικές αβεβαιότητες.
Η
ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ το 2017 (1,4%) ήταν το πρώτο βήμα προς την
κατεύθυνση της οικονομικής ανάκαμψης. Ωστόσο, η επίδοση της Ελλάδας ήταν η
χαμηλότερη στην ΕΕ28, γεγονός που δείχνει ότι η οικονομική δυναμική εξακολουθεί
να είναι σχετικά ασθενής. Ο ρυθμός μεγέθυνσης επιταχύνθηκε σε 2,3% το πρώτο
τρίμηνο του 2018, οδηγούμενος αποκλειστικά από τον εξωτερικό τομέα (εξαγωγές +
7,6%, εισαγωγές -2,8%), ενώ οι επενδύσεις και η ιδιωτική κατανάλωση μειώθηκαν
κατά -12,1% και -0,4% αντίστοιχα. Είναι η πρώτη φορά από το 2006 που η Ελλάδα
πετυχαίνει 5 διαδοχικά τρίμηνα με θετική μεταβολή του ΑΕΠ. Ωστόσο, η πρόκληση
να εισέλθει η χώρα σε τροχιά ταχείας και διατηρήσιμης ανάπτυξης παραμένει. Τα
πιο πρόσφατα στοιχεία υποδεικνύουν μια συνεχιζόμενη βελτίωση της εγχώριας
οικονομικής δραστηριότητας το δεύτερο τρίμηνο του 2018, αλλά με κάποιες
ενδείξεις μετριασμού.
Στο
δημοσιονομικό πεδίο, το πρωτογενές πλεόνασμα για τους πρώτους έξι μήνες του
2018 ανήλθε σε €0,64δισ., υπερβαίνοντας την πρόβλεψη του προϋπολογισμού του 2018.
Η επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 θα εξαρτηθεί από τη
σημαντική βελτίωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, την ομαλή εφαρμογή
του μετα-προγραμματικού καθεστώτος εποπτείας και τη συνέχιση των δημοσιονομικών
διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με στόχο την αύξηση της βιωσιμότητας του
συνταξιοδοτικού συστήματος, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και την
καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Η
απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου σχετικά με τα μέτρα ελάφρυνσης του
χρέους υποστηρίζει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα και πιο
μακροπρόθεσμα αλλά σε ένα πολύ αυστηρό πλαίσιο υποθέσεων, (ανάπτυξη άνω του
1,3% μακροπροθέσμως, πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ μεταξύ 2013-2060, μέσο
κόστος δανεισμού στο 4,9% για την προαναφερθείσα περίοδο). Ταυτόχρονα, η
μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους απαιτεί τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων
τα επόμενα χρόνια και την αποφυγή αναστροφής των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη
εφαρμοστεί μεταξύ 2010-2018. Τυχόν
αποκλίσεις από τις παραπάνω συνθήκες ενδέχεται να επιφέρουν κινδύνους για την
επιστροφή του δημόσιου χρέους σε μη βιώσιμα επίπεδα. Τέλος, δείχνουμε ότι το
μαξιλάρι ρευστότητας ύψους €24,1δις το οποίο στοχεύει στην υποστήριξη της
εξόδου της Ελλάδας στις αγορές, επαρκεί για την κάλυψη των χρηματοδοτικών
αναγκών της χώρας για τουλάχιστον τους 22 επόμενους μήνες μετά το τέλος του
προγράμματος και, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέχρι τα μέσα του 2022.
Το
ελληνικό τραπεζικό σύστημα συνέχισε το πρώτο τρίμηνο του 2018 την πορεία
κερδοφορίας προ φόρων που ξεκίνησε το 2016. Ωστόσο, σύμφωνα με την EBA, το απόθεμα
των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (NPEs) του
ελληνικού τραπεζικού συστήματος εξακολουθούσε να ανέρχεται στο 41,2% του
συνόλου των δανείων το 4ο τρίμηνο του 2017. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία
της Τραπέζης της Ελλάδος, το πρώτο τρίμηνο του 2018 οι ελληνικές συστημικές
τράπεζες υπεραπόδωσαν έναντι των στόχων για τους οποίους
έχουν δεσμευτεί στον SSM (μείωση κατά 38% των NPEs μέχρι
το τέλος του 2019). Αναμένουμε ότι η υπεραπόδοση σε σχέση με τους στόχους θα
συνεχιστεί. Η νομοθεσία που ψηφίστηκε πρόσφατα στο Κοινοβούλιο στο πλαίσιο της
4ης αναθεώρησης μπορεί να συμβάλει στην περαιτέρω αποκλιμάκωση των NPEs.
Η
απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου επικύρωσε την ολοκλήρωση της 4ης
αξιολόγησης του 3ου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και καθόρισε το
πλαίσιο εποπτείας της ελληνικής οικονομίας μετά τη λήξη του προγράμματος. Επισκοπούμε
τα μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους και το καθεστώς Ενισχυμένης Μετα-Προγραμματικής
Εποπτείας (Enhanced Post Programme Surveillance), στο πλαίσιο του Κανονισμού
472/2013 της ΕΕ. Οι τριμηνιαίοι έλεγχοι των τεχνικών κλιμακίων ΕΕ/ΕΚΤ/ΕΜΣ/ΔΝΤ θα
χρησιμεύουν ως βάση για την χορήγηση των υπό όρους μεσοπρόθεσμων μέτρων
ελάφρυνσης του χρέους. Το ΔΝΤ δεν θα ενεργοποιήσει το Πρόγραμμά του, αλλά θα
εξακολουθήσει να συμμετέχει στη μετα-προγραμματική εποπτεία, ενώ τις επόμενες μέρες
αναμένεται να δημοσιεύσει τη δική του ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού
δημόσιου χρέους στο πλαίσιο της διαδικασίας του Άρθρου IV. Εν τω μεταξύ, η
Ελλάδα θα κληθεί να συνεχίσει τις μεταρρυθμιστικές της προσπάθειες και να εφαρμόσει
συγκεκριμένες πολιτικές στους τομείς των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών
μεταρρυθμίσεων, της κοινωνικής πρόνοιας, της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, των
αγορών εργασίας και προϊόντων, των ιδιωτικοποιήσεων και της δημόσιας διοίκησης.
Όσον αφορά το εξωτερικό περιβάλλον, τα θετικά και
αρνητικά ρίσκα που περιβάλλουν τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής
οικονομίας εκτιμώνται γενικά ως ισορροπημένα. Η θετική δυναμική της οικονομίας
της Ευρωζώνης θα μπορούσε να οδηγήσει σε ισχυρότερη ανάπτυξη στο εγγύς μέλλον.
Εντούτοις, πτωτικοί κίνδυνοι που σχετίζονται κυρίως με διεθνείς παράγοντες,
συμπεριλαμβανομένης της κλιμάκωσης του προστατευτισμού στο εμπόριο και των
εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ελλοχεύουν. Η αμερικανική κυβέρνηση
έχει ήδη προχωρήσει σε εφαρμογή μέτρων προστατευτισμού και εξετάζει το ενδεχόμενο
επιβολής ακόμα περισσότερων μέτρων τους προσεχείς μήνες. Επίσης, παρά τον
σχηματισμό κυβέρνησης στην Ιταλία, η χώρα εξακολουθεί να αποτελεί πηγή
ανησυχίας. Το πρόγραμμα διακυβέρνησης που έχουν εξαγγείλει οι κυβερνητικοί
εταίροι διατηρεί αμείωτο το φόβο για ενδεχόμενη παραβίαση των ευρωπαϊκών κανόνων, γεγονός που θα
μπορούσε να προκαλέσει νέες αναταράξεις στις χρηματαγορές, με αρνητικές
συνέπειες για τους κυβερνητικούς τίτλους της Ιταλίας και γενικότερα των χωρών
της περιφέρειας της Ε.Ε., συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Παράλληλα, οι
διαπραγματεύσεις για την έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. προχωρούν με
αργό ρυθμό, προκαλώντας ανησυχία για το ενδεχόμενο αδυναμίας επίτευξης
συνολικής συμφωνίας κατά το καθορισμένο χρονοδιάγραμμα.