Νίκος Αλιφέρης
Απίστευτες σκηνές εκτυλίσσονται μέσα στα αθηναϊκά ταξί και όσα λέγονται ή συμβαίνουν ξεπερνούν τον νου του ανθρώπου.
Πάνε περίπου δέκα ή και περισσότερα χρόνια όταν μια ημέρα γενικής απεργίας βρέθηκα στην πλατεία Κάνιγγος και έψαχνα απεγνωσμένα ένα ταξί. Ψιλόβρεχε. Ξαφνικά ένα αυτοκίνητο, που έδειχνε γεμάτο, σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου.
Αναγκάστηκα να μπω λόγω των συνθηκών, μολονότι είναι απαράδεκτο να σε στριμώχνουν στο πίσω κάθισμα μαζί με άλλους δύο πελάτες και κατόπιν μάλιστα να σου ζητούν ολόκληρo τo κόμιστρo.
Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε σιγά σιγά την Ακαδημίας. Η βροχή δυνάμωσε, θάμπωσαν τα φώτα, οι πεζοί λες και είχαν εξαφανιστεί από τα πεζοδρόμια. Πού και πού διέκρινες ωστόσο κάποια σκοτεινή φιγούρα να αμύνεται, με μια μαύρη ομπρέλα, στις ριπές της νεροποντής. Όλα ήταν γκρίζα και μαύρα. Αυτή η πόλη στερείται χρώματος. Είχα κολλήσει το πρόσωπο μου στο τζάμι του αυτοκινήτου. Μες στο ταξί δεν μιλούσε κανείς.
Ο διπλανός μου έσκυψε λίγο, κοίταξε έξω κι αναστέναξε: «Δεν πάμε καλά, δεν πάμε καθόλου καλά!» είπε. Η κυρία, από την άλλη πλευρά τού πίσω καθίσματος, ακούγοντάς τον κούνησε το κεφάλι της με νόημα, λες κι η παρούσα ισχυρή μπόρα ήταν προάγγελος μιας βιβλικής θεομηνίας.
Στο μπροστινό κάθισμα καθόταν μια ηλικιωμένη γυναίκα. Ήταν ντυμένη με σκούρα ρούχα και έφερε στο στήθος, αν διέκρινα καλά, έναν μεταλλικό σταυρό. Έδειχνε να μην γνωρίζει καλά την Αθήνα και υπέθετες ότι είχε έρθει πρόσφατα στην πρωτεύουσα από την επαρχία, από κάποιο χωριό πιθανότατα.
«Πού πας γιαγιά, δεν θα μου πεις;» έκανε ξαφνικά, με περιπαικτική διάθεση, ο μεσήλικας οδηγός, με γένια και ανοικτό πουκάμισο, ο οποίος μέχρι τότε παρέμενε σιωπηλός.
«Στην οδό Καρνεάδου, παιδί μου» απάντησε η γυναίκα.
«Τι δουλειά έχεις εσύ στο Κολωνάκι, δεν είναι για σένα εδώ» συνέχισε με το ίδιο ύφος ο ταξιτζής.
«Πηγαίνω να με δει ο γιατρός, τι να κάνω, έχω προβλήματα με την καρδιά μου».
«Κατάλαβα, κατάλαβα, μου φαίνεται πως θα τα κακαρώσουμε σύντομα γιαγιά!» σχολίασε τότε αυτός, πνίγοντας το γέλιο του.
Πάγωσα. Μήπως δεν είχα ακούσει καλά;
Όμως η γιαγιά διόλου δεν έδειξε να κλονίζεται και διατηρώντας στο ακέραιο την ψυχραιμία της γύρισε, τον κοίταξε καλά και του είπε:
«Τι να πω, δεν αποκλείεται, παιδί μου. Αλλά μήπως γνωρίζει κανείς πότε θα φύγει από αυτόν τον κόσμο; Μπορεί να με κοροϊδεύεις τώρα. Είσαι όμως σίγουρος πως δεν θα τα κακαρώσεις πριν από εμένα;»
Σύξυλος ο οδηγός. «Σωστά, σωστά» είπε σε λίγο κι άρχισε να γελάει ασταμάτητα, «Χι, χι, χι, χι, χι, χι…», συντονισμένος απόλυτα με τον ρυθμό της βροχής.
Μιαν άλλη φορά, λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, ένας φίλος μού έλεγε πως μια μέρα ανέβαινε με το ταξί την Πειραιώς και στη συνέχεια την Αγίων Ασωμάτων. Ο οδηγός, εξηντάρης, με γκρίζα μαλλιά και ελαφρώς αξύριστος, είχε βάλει στη διαπασών τις ειδήσεις των οκτώ και άκουγε προσεκτικά, σχεδόν σκυμμένος πάνω στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου. Τα ολυμπιακά έργα, σύμφωνα με τον σταθμό, δεν προχωρούσαν και η χώρα δεν θα ήταν έτοιμη να υποδεχθεί τους αθλητές και τους επισκέπτες των αγώνων. Άλλωστε χρήματα δεν υπήρχαν, είχαν προ πολλού φαγωθεί, ούρλιαζε σχεδόν ο εκφωνητής. Ο φίλος μου είχε αρχίσει να ενοχλείται.
Με το που τελείωσε το δελτίο, ο ταξιτζής στράφηκε προς τον πελάτη του, χαμογελώντας αινιγματικά, και του πέταξε με εξημμένο αλλά και πονηρό ύφος:
«Εδώ ο κύριος πρωθυπουργός μας πάντρεψε την κορούλα του, το ξέρετε βέβαια…», δείχνοντας προς τη Συναγωγή. Ο φίλος μου τα έχασε προς στιγμήν αλλά ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία του, ρώτησε:
«Εννοείτε ότι η κόρη του πρωθυπουργού παντρεύτηκε κάποιον Εβραίο;»
«Όχι, δεν παντρεύτηκε απλά κάποιον Εβραίο, είναι Εβραία τόσο αυτή όσο κι όλη της η οικογένεια!» έκανε ο ταξιτζής. «Όλος ο κόσμος το ξέρει. Καλά, εσύ πού ζεις;»
«Κάνετε λάθος, κύριε» του απάντησε τότε ο φίλος μου. «Οφείλετε να γνωρίζετε ότι ο γάμος πραγματοποιήθηκε σε ορθόδοξο ναό, στο κέντρο μάλιστα της Αθήνας».
«Τι μου λες ρε άνθρωπε, δεν τα ξέρεις τα πράγματα, σε μένα τα λες αυτά;» ύψωσε κάπως την φωνή του ο οδηγός.
Τότε ο φλεγματικός συνήθως φίλος δεν άντεξε και του είπε με σοβαρό αλλά και έντονο ύφος:
«Μα ήμουν καλεσμένος στον γάμο, αγαπητέ μου, στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, και μπορώ να γνωρίζω πολύ καλά!» Πράγμα φυσικά που δεν ίσχυε.
Ο ταξιτζής γύρισε αργά, τον κοίταξε για λίγο, το βλέμμα του σκοτείνιασε και δεν απάντησε. Άνοιξε ξανά το ραδιόφωνο και από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα δεν έβγαλε τσιμουδιά.
Λίγο πιο πρόσφατα, πάντως, βρήκα ένα ταξί μια Παρασκευή πρωί και κατευθυνόμαστε προς την Πανεπιστημιούπολη. Ένα ηλιόλουστο πρωινό του περσινού Μαῒου. Μπήκα στο αγοραίο όχημα, στην μπροστινή θέση, δήλωσα τον προορισμό μου αλλά απορροφημένος από την ομορφιά της ανοιξιάτικης ημέρας και τα παιχνιδίσματα του Υμηττού δεν στράφηκα καθόλου προς τη μεριά του οδηγού. Ο ουρανός είχε αυτό το υπέροχο γαλάζιο χρώμα, που ποτέ στη Αττική, ή στην Ελλάδα γενικότερα, δεν γίνεται γλυκερό.
«Διδάσκετε στο πανεπιστήμιο;», μου πετάει κάποια στιγμή ο ταξιτζής. Γύρισα και τον είδα. Ήταν νέος, έως τριάντα χρονών, με συμπαθητικό πρόσωπο.
«Ναι» απάντησα «είμαι συνεργάτης της Φιλοσοφικής Σχολής».
«Τι ακριβώς διδάσκετε, αν δεν γίνομαι αδιάκριτος;» επέμεινε.
«Λογοτεχνική μετάφραση, στο ιταλικό τμήμα» του απάντησα κάπως αδιάφορα.
«Πολύ ενδιαφέρον» έκανε με ζωηρή φωνή. «Τόσες υπέροχες γλώσσες υπάρχουν, όπως τα ιταλικά καλή ώρα, και δυστυχώς όλοι τρέχουν και μαθαίνουν αγγλικά. Μια γλώσσα προβληματική, ειδικά στη μετάφραση».
«Τι εννοείτε;» Στράφηκα προς το μέρος του και τον κοίταξα προσεκτικότερα. «Υπάρχουν εξαιρετικές μεταφράσεις στα αγγλικά, είναι γνωστό, άλλωστε».
«Ναι» κάνει «αλλά είναι μια γλώσσα τόσο αδύναμη στον αφηρημένο λόγο. Άντε να μεταφράσεις φιλοσοφία, τους Γερμανούς ιδεαλιστές λόγου χάρη, στα αγγλικά. Εξαιρετικά δύσκολο! Είναι, βλέπετε, αυτή η μακραίωνη παράδοση του εμπειρισμού, που δεν επιτρέπει στην αγγλική γλώσσα να εκφράσει τις αφηρημένες έννοιες. Τι να πεις!»
«Εσείς με τι ασχολείστε;» ρώτησα σαστισμένος, έχοντας βγει από το αυτοκίνητο και προσπαθώντας, δίπλα στο παράθυρο του οδηγού, να βρω το ακριβές αντίτιμο του κομίστρου.
«Εγώ, με το ταξί, όπως βλέπετε. Η αδελφή μου πάντως είναι φιλόλογος και συζητάμε καμιά φορά. Καλό μάθημα, χάρηκα που σας γνώρισα».
Η Αθήνα είναι μια απρόβλεπτη πόλη. Τα πάντα μπορούν να συμβούν. Να σε πνίξει με τη χοντροκοπιά και την χυδαιότητά της. Να σε ξαφνιάσει μ’ ένα πανάρχαιο κι όμορφο φως.
ΑΠΟΨΕΙΣ
«Οι ταξιτζήδες»
του Νίκου Αλιφέρη
του Νίκου Αλιφέρη