Τετάρτη 11 Οκτωβρίου 2017

Φεμινισμός και φύλο


Γράφει η
Νίκη Καλτσόγια*
Η κατάθεση στη Βουλή του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για τη «νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου» και η συζήτηση που έχει αρχίσει παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί αγγίζει πολλές πλευρές όχι μόνο για την προστασία της προσωπικότητας ατόμων που ζητούν την αναγνώριση άλλου φύλου απ’ αυτό που αναγράφεται στα δελτία ταυτότητάς τους. Αναγραφή που κατά γενική αρχή απεικονίζει το βιολογικό τους φύλο. Οι συζητήσεις στη Βουλή έχουν πάρει
πολιτικές διαστάσεις, με δύο βασικές όψεις. Συζητήσεις που επιδιώκουν τη δικαίωση των αιτούντων για τη νομική  αναγνώριση του φύλου στο οποίο υποστηρίζουν ότι ανήκουν και στα επιχειρήματα υπέρ του βιολογικού φύλου, ως του μόνου στοιχείου της προσωπικότητας των ατόμων. Το αίτημα αυτό αφορά μικρή ομάδα ατόμων.
Όμως αυτό δε σημαίνει ότι η πολιτεία δεν πρέπει να σταθεί στα αιτήματα πολιτών της για το σεβασμό της προσωπικότητάς τους, που απορρέει από θεμελιώδη και μη αναθεωρήσιμη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματός μας. Τα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν το φύλο στον άνθρωπο τα καθορίζει η ίδια η φύση, που εκτός από τα εξωτερικά γνωρίσματα έχει δώσει στον άνθρωπο και άλλα ουσιώδη στοιχεία, που προσδιορίζουν το φύλο κατά τρόπο αναντίρρητο.
Αυτά τα εκ φύσεως χαρακτηριστικά, οι κοινωνίες των ανθρώπων, στην ιστορική τους εξέλιξη, τα πλαισίωσαν και με αντιλήψεις και θεωρίες που προσδιόρισαν τη θέση των γυναικών και των ανδρών στις ίδιες τις κοινωνίες, εξελισσόμενες βέβαια στην πορεία του πολιτισμού τους. Σ΄αυτήν άλλωστε στηρίζονται και οι αλλαγές στις αντιλήψεις για τους ρόλους των φύλων στις κοινωνίες. Και φυσικά δεν αμφισβητείται ότι η υποδούλωση της γυναίκας στον άνδρα στηρίχθηκε στην «εκ φύσεως» ανωτερότητά του, που μέχρι σήμερα είναι διαδεδομένη, κυρίως ως προς την μυική δύναμη αλλά και την πνευματική ανωτερότητα. Ακόμα και οι θεωρίες για τα ατομικά δικαιώματα και πολιτικά δικαιώματα αντικατόπτριζαν αυτές τις αντιλήψεις, οι οποίες για αιώνες, αλλά και μέχρι σήμερα σε πολλές κοινωνίες, κρατούσαν τις γυναίκες στο περιθώριο της ιστορίας. Και δεν ήταν μόνον οι θεωρίες για τα ατομικά δικαιώματα, αλλά και οι πολιτικές ιδεολογίες αποδέχθηκαν σε μεγάλο βαθμό αυτές τις αντιλήψεις.
Οι αγώνες των γυναικών για την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους, κοινωνικών και πολιτικών, υπήρξαν μακροχρόνιοι και καταγράφονται στη νεώτερη ιστορία ως φεμινιστικοί αγώνες, φεμινιστικό κίνημα ή απλά φεμινισμός. Λοιδορήθηκε, πολεμήθηκε μέχρις ότου, μετά τα μέσα του περασμένου αιώνα να αναγνωρισθεί ως το μεγαλύτερο ειρηνικό κίνημα του 20ού αιώνα. Η ενεργός συμμετοχή μου στο κίνημα αυτό από τη δεκαετία του ’80, ως μέλος του Συνδέσμου για τα Δικαιώματα της Γυναίκας αλλά και μέσα από πολιτική συμμετοχή και έχοντας και η ίδια βιώσει τον κοινωνικό αποκλεισμό, με έφεραν στην πρωτοπορία του ελληνικού φεμινιστικού κινήματος. Δεν περιορίστηκα όμως μόνο στη συμμετοχή μου στους αγώνες των Ελληνίδων, αλλά το ακ. έτος 1997-1998 με  πρότασή μου στη Γενική Συνέλευση του Γενικού Τμήματος Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου, έγινε δεκτό μάθημα με τίτλο «Φεμινιστικές θεωρίες και πολιτικοί θεσμοί», όμως ως «μάθημα επιλογής». Ήταν το πρώτο μάθημα φεμινιστικού προβληματισμού για τα δικαιώματα του ατόμου, που τέθηκε στο ελληνικό πανεπιστήμιο ως μάθημα επιλογής. Ίσως φανεί σήμερα απίστευτο ότι οι θεωρίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων άφηναν έξω από τους προβληματισμούς τους τα ειδικά θέματα δικαιωμάτων γυναικών, εκτός της προστασίας της μητρότητας και χρειάστηκε στις αρχές του 2000 με την πίεση του Ευρωπαϊκού Λόμπυ Γυναικών να χρηματοδοτηθούν σπουδές φύλου στα ελληνικά πανεπιστήμια από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αντικείμενο του μαθήματος ήταν οι αγώνες των γυναικών για την αναγνώριση των δικαιωμάτων τους, η θεωρητική εξέλιξη από τις πρώτες γυναίκες φιλοσόφους, μέχρι τη δεκαετία του 2000. Και φυσικά οι θεωρίες της Σιμόν ντε Μποβουάρ, «γυναίκα δε γεννιέσαι, γίνεσαι», που προσδιόρισαν καθοριστικά τα φιλοσοφικά και ιδεολογικά στηρίγματα των αγώνων για τη γυναικεία χειραφέτηση. Σ’ αυτήν την απόλυτη θέση προσωπικά υποστήριζα ότι γυναίκα και γεννιέσαι και γίνεσαι. Γιατί άλλοι οι προσδιορισμένοι από τη φύση ρόλοι των γυναικών για τη διαιώνιση του ανθρώπινου γένους και άλλοι οι κοινωνικά προσδιορισμένοι και επιβεβλημένοι ρόλο, που της αναγνώριζαν αποκλειστικά το ρόλο της μητρότητας και την έθεταν έξω από το περιθώριο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Σ’ ένα μάθημα, θυμάμαι, μια φοιτήτρια διαφώνησε μαζί μου υποστηρίζοντας τη θεωρία της Μποβουάρ. Η αυθόρμητη απάντησή μου ήταν ότι «η φύση, που έδωσε φυσικά γνωρίσματα αλλά και κώδικες συμπεριφοράς για τη διαιώνιση του κάθε είδους στον κόσμο δεν ήταν δυνατόν ν’  αφήσει τον άνθρωπο απ’ έξω. Αυτό όμως δε σημαίνει και κοινωνική υποδούλωση της γυναίκας». Το βράδυ της ίδιας μέρας σε μια συνεστίαση καθόταν δίπλα μου ο πολύ γνωστός καθηγητής της Ιατρικής και ακαδημαϊκός κ. Σκαλκέας, στον οποίον διηγήθηκα το περιστατικό με το διάλογο με τη φοιτήτρια. Και η απάντηση του σεβαστού καθηγητή ήταν: «Αλλοίμονο κυρία Καλτσόγια αν δεν ήταν έτσι».
Αυτές τις διαπιστώσεις επιβεβαιώνει κατηγορηματικά η ιατρική επιστήμη κατά τρόπο απόλυτο. Σε μια δημόσια συζήτηση σε βραδινή εκπομπή της ΝΕΤ προ καιρού, διακεκριμένος Έλληνας καθηγητής της Ιατρικής είπε χαρακτηριστικά πάνω στο θέμα αυτό: «Όχι μόνο το σώμα της γυναίκας είναι πλασμένο να φέρνει το νέο άνθρωπο στον κόσμο, αλλά από την ίδια τη στιγμή της σύλληψης αρχίζουν αλλαγές όχι μόνο στο σώμα αλλά ακόμα και στα αισθήματα για να μπορέσει η γυναίκα να δεχτεί το μεγάλο βάρος –αλλά και θαύμα- να φέρει νέα ζωή στον κόσμο». Αλλά και  σε επιστολή του στην εφημερίδα Καθημερινή (3.10) ο γιατρός Θεοδ. Δόσιος, γράφει μεταξύ άλλων: «Ζούμε στον αιώνα της απόλυτης ελευθερίας του ατόμου και ως φιλελεύθεροι πιστεύουμε ότι οι ενήλικοι είναι απολύτως ελεύθεροι να επιλέγουν τον ή τη σεξουαλικό(κή) τους σύντροφο, ακόμα και από το ίδιο φύλο. Ωστόσο αυτή η επιλογή του συνιστά απλώς αλλαγή σεξουαλικής συμπεριφοράς. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αλλαγή της ταυτότητας φύλου. Δηλαδή ένα άτομο που φέρει ζεύγος χρωματοσωμάτων xy ανήκει πάντοτε στο ανδρικό φύλο, ανεξάρτητα από τις σεξουαλικές του προτιμήσεις.»
Το θέμα της ταυτότητας του φύλου δεν είναι τόσο μικρό όσο νομίζουμε επειδή αφορά την άσκηση των δικαιωμάτων μικρής μειοψηφίας των ανθρώπων. Ο γνωστός αρθρογράφος της Καθημερινής Τάκης Θεοδωρόπουλος, σε άρθρο του στο φύλλο της 28ης Σεπτεμβρίου, με τίτλο: «Πόσο trendy είναι το φύλο;» γράφει:: «Η τυφλή αλαζονεία της μετανεωτερικότητας στο ερώτημα ποιο μερίδιο της ύπαρξης ανήκει στη φύση και ποιο στις συμβάσεις που κατασκευάζει ο άνθρωπος, … διέγραψε το πρόβλημα. Κονιορτοποίησε κάτι αιώνες πολιτισμού για να φτιάξει την κινούμενη άμμο της σχετικότητας».
«Παιχνιδίσματα» με την ταυτότητα φύλου», χαρακτήρισε το αίτημα αυτό ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος» (Καθημερινή., 2.10). Όμως κάθε άλλο παρά παιχνιδίσματα είναι. Και ασφαλώς είναι μέγα θέμα και για την Εκκλησία, αλλά οι προεκτάσεις του κοινωνικές και πολιτικές είναι απίστευτα ευρύτερες: Απόλυτα τεκμηριωμένο είναι το άρθρο στην εφημερίδα Ριζοσπάστης της 1ης τρέχοντος μηνός, με τίτλο: «Η θέση του ΚΚΕ για την «ταυτότητα φύλου» και οι ανορθολογικές θεωρίες της κυβέρνησης» (σελ. 27, υπογράφει Ευ. Χ.). Ασφαλώς δεν πρέπει να υποτιμήσει κανείς εκτός από τις ανθρωπολογικές διαστάσεις του προβλήματος και τις πολιτικές του διαστάσεις και αυτές αναδεικνύει το άρθρο αυτό του Ριζοσπάστη: «Η ουσία των απόψεων του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ δεν περιορίζεται στον τρόπο που αντιλαμβάνονται το φύλο. Βρίσκεται στην απολυτοποίηση της ατομικής εμπειρίας ως αφετηρίας και πηγής προέλευσης της γνώσης, σε βάρος της κοινωνικής εμπειρίας, σε βάρος τελικά της αντικειμενικής πραγματικότητας. Βάζει με τον τρόπο αυτό το λιθαράκι του να εμπεδώνεται στη συνείδηση και τον τρόπο ζωής η αναζήτηση «ατομικής λύσης» στα κοινωνικά προβλήματα, στα αδιέξοδα για τα οποία ευθύνεται η σημερινή κοινωνία.»
Η συζήτηση ειδικά του νομοσχεδίου αυτού στη Βουλή έχει αναμφισβήτητα μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι μια ακόμα καταγραφή του συγκρουσιακού χαρακτήρα λειτουργίας του ελληνικού πολιτικού συστήματος, όπου τα κομματικά  συμφέροντα Κυβέρνησης και αντιπολίτευσης αντικαθιστούν τον υπεύθυνο πολιτικά λόγο μέσα στις αρχές της Δημοκρατίας, του Κράτους Δικαίου και του σεβασμού των δικαιωμάτων των πολιτών και βέβαια στα πλαίσια των αξιών του πολιτισμού μας. «Η μόδα είναι με το μέρος του φύλου των Αγγέλων. Αρθρώνει τη γλώσσα των φύλων που δεν έχουν φύλο. Κι εδώ μιλάω στην κυριολεξία. Στις πασαρέλες, το πρότυπο της ομορφιάς λογοκρίνει τα χαρακτηριστικά του φύλου, όπως λογοκρίνει και το παραμικρό ίχνος ερωτισμού. … Αν δεν υπάρχει φύλο βιολογικό, αν δεν υπάρχει φύση, τότε γιατί χρειάζεται να παρέμβεις στη φύση για να αλλάξεις το βιολογικό σου φύλο;… Αυτά βέβαια στην επαρχία μας δεν μετρούν. Σημασία έχει να ψηφίσει ο Καμμένος», γράφει στο άρθρο του στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 2ας του μηνός, ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, με τίτλο: «Τα φύλα δεν έχουν φύλο» και είναι πολύ χαρακτηριστικό του τρόπου λειτουργίας του κοινοβουλίου μας.
Εκείνο που δεν έθιξαν οι ομιλητές στη Βουλή και οι αρθρογράφοι είναι ότι τελικά στο όνομα της μετανεωτερικότητας δεν μηδενίζουμε απλά βασικές αξίες του πολιτισμού μας, που αφορούν τον ίδιο τον άνθρωπο και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Αντίθετα με κάθε τρόπο, στο όνομα μιας δήθεν απελευθέρωσης, τον καθιστούμε εχθρό της ίδιας της κοινωνίας, αλλά και έρμαιο στις βουλήσεις της αγοράς, αυτής που στο όνομα μιας ιδεολογίας απελευθέρωσης, δήθεν ανθρωπιστικής ή ριζοσπαστικής, τον ρίχνουμε βορά σε μια άναρχη κοινωνία, που μόνη αξία της είναι το χρήμα και η εκμετάλλευση του ανθρώπου.
Και ένα τελευταίο ερώτημα: Ποιες είναι ο θέσεις στο θέμα αυτό του σημερινού φεμινισμού; Φαίνεται ότι  πλέον το έχει παρασύρει κι’  αυτό η μετανεωτερικότητα. Αποδέχεται ή και πρωτοστατεί σε κάθε αίτημα κοινωνικής ομάδας, στο όνομα της απελευθέρωσης του ατόμου. Είναι το «μεταφεμινιστικό κίνημα» . Κι όμως το φεμινιστικό κίνημα στις σημερινές πολυπολιτισμικές κοινωνίες θα είχε ένα τεράστιο ρόλο να παίξει για τη θέση  των γυναικών στον κόσμο.  Ίσως γιατί πίστεψε ότι η απελευθέρωση της γυναίκας έχει επιτευχθεί, τουλάχιστον στη Δύση. Πόση άγνοια για τις νέες μορφές υποδούλωσης του ατόμου εξαιτίας της πίστης του σ’  έναν ακραίο ατομικισμό που υπηρετεί ασύστολα τα συμφέροντα της αγοράς, απώλειας της ταυτότητας και της αξιοπρέπειας τελικά του ατόμου. Κι ακόμα πόση αδιαφορία για τη θέση των γυναικών στον μουσουλμανικό κόσμο, αλλά και στα εκατομμύρια γυναικών προσφύγων που κατακλύζουν τις χώρες της Ευρώπης.
Σ’ ένα παλαιότερο άρθρο μου κατέληγα ότι «ζούμε  σε ά-φιλες και ά-φυλες κοινωνίες» κι’ αυτός είναι ένας μεγάλος εφιάλτης στην εποχή μας.

Νίκη Καλτσόγια-Τουρναβίτη, 
Ομότιμη Καθηγήτρια

elzoni.gr