Του Γρηγόρη Κλαδούχου
[1]
[1]
Η ΚΟΡΙΝΘΙΑΚΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΙΑΣ
«ΘΑΥΜΑΖΕΙΝ» ΚΑΙ «ΑΠΟΡΕΙΝ»
Η κυριαρχία μίας μικροαστικής ευγένειας
αποστασιοποιεί από κάθε στοχαστικό βάθος. Αναπαράγει αυταπάτες κοινωνίας. Οι
καθημερινές φιλοφρονήσεις υποκρύπτουν ιδιοτελή χρήση συναισθηματικότητας, είναι
γελοιοποίηση της αξιοπρέπειας. Ιδιαίτερα στην ύπαιθρο με τις μεγάλες γειτονιές
της ευδοκιμεί η εύκολη φιλοφρόνηση έως και η φθηνή ατάκα σαλιαρίσματος. Η
φιλοτιμία στα λόγια έχει απαίτηση ανταπόδοσης. «Δός μοι και σοι δίδω». Ανταλλαξιμότητα
καλογνωμίας ανθρώπων, που η ανασφάλειά τους έχει ανάγκη την μικρότητα των
άλλων.
Οι τοπικές καλλιτεχνικές απόπειρες, όλες αδιαβάθμιτα,
ελλείψει κριτηρίων και με περίσσεια νοθευμένης αντίληψης ευγένειας,
μετατρέπονται σε χορό συλλογικής αυθυποβολής, συντηρητικό αυταρέσκειας. Ένας
αυτάρκης πολιτισμικός κύκλος. Μία εσωστρέφεια που μοιράζει βραβεία,
συγχαρητήρια και τα κατ΄ ανάγκην αντίδωρα. Έχουν αποσυρθεί όλα τα σημεία
στίξεως και έμεινε μόνο το θαυμαστικό. Έχει εκλείψει η έννοια του σεβασμού, της
αξιολόγησης. Σεβασμός δεν είναι να μοιράζεις φιλοφρονήσεις. Στον Καντιανό κόσμο
ο σεβασμός νοείται ως «η εκτίμηση της ελευθερίας η οποία ορίζει επίσης έναν
τρόπο να σταθμίζει κανείς τα πράγματα, πριν τους δώσει αξία». (Christian Rubi: ο ενθουσιασμός,
εκδ. scripta). Μόνο κρίνοντας αγαπάς έγραφε πριν χρόνια
ο Παντελής Μπουκάλας.
Η εκτίμηση ενός έργου απαιτεί κόπο. Όταν όλα
σου φαίνονται ωραία δεν υπάρχει ωραίο. Όταν όλα είναι επιτυχία, δεν υπάρχει
επιτυχία. Όταν όλα τα θαυμάζεις, λογικό είναι να απαιτήσεις και την κατάργηση
του ερωτηματικού. Σημαίνει απλά ότι υπολείπονται ερμηνευτικά και συνθετικά
εργαλεία. Ένα πνεύμα σε τόπο ανήλιο.
Στην ύπαιθρο, στο έλλειμμα
δημιουργικότητας, ως άμυνα παρέχεται ο λεγόμενος τοπικός πολιτισμός, που
αυτάρεσκα φετιχοποιείται και προσφέρεται με προφανή διατοπική ομοιογένεια. Αυτά
συμβαίνουν γιατί λείπουν οι τροφοδότες, που θα γεννούν όμορφα και νέα κίνητρα
και υλικά σκέψης.
[2]
ΚΕΙΜΕΝΑ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΤΕΣ ΔΕΣΜΕΥΟΜΕΝΟΙ
ΣΤΗΝ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ
Για την θεατρική παράσταση καθεαυτήν: ως
σκηνοθετική πρόταση παραχώρησε έδαφος στον φόβο δημιουργικότητας και της
επινοητικότητας. Μία στατικότητα, άτολμη αφηγηματική περφόρμα. Οι ηθοποιοί
δεσμεύονται από μια αδιάκριτη συνέχεια λόγου χωρίς θεατρική υποβοήθηση έντεχνης
διαφοροποίησης χρόνου και τόπου. Κάθε ένα από τα τέσσερα ιστορικά περιγράμματα
απαιτούσαν διαφορετικές εκφραστικές τυπολογίες. Η Ρένη Πιττακή επισήμανε το
2000 (όταν ανέβασε τους Πέρσες): «είναι πολύ σημαντικό για τον ηθοποιό να
αισθάνεται ελεύθερος να αυτοσχεδιάζει και στη συνέχεια να πειθαρχεί στην μπαγκέτα
του διευθυντή ορχήστρας». Είχε δάσκαλο, όπως σημειώνει, τον Κάρολο Κουν.
Οι αφηγητές-ηθοποιοί ενώ έφερναν μέσα τους
την πίκρα της άπονης μοίρας, ενώ θρηνούσαν τις μεγάλες στιγμές απώλειας
δεσμευμένοι σκηνοθετικά, δεν μπόρεσαν να διασώσουν την έστω και φυλακισμένη
ελπίδα ενός λαού. Γι΄ αυτό και δεν απελευθερώθηκε και όλη η εκφραστικότητα των
αφηγητών, αν και επιβαρύνθηκε και από τεχνικές αδυναμίες του θεάτρου. Πιστεύω
ότι η πρόσληψη από τους θεατές αντιμετώπισε δυσκολίες. Πολλοί αποχώρησαν κατά
το διάλλειμα. Δεν διδάχθηκε την απόδοση του έντονου συναισθηματισμού με τις
χροιές φωνών, εντάσεις, επιτονισμούς και σιωπές. Τα φωνητικά και κινησιακά μέσα
δεν υπηρέτησαν την απεικόνιση των πραγματικών συμβάντων και ψυχικών
καταστάσεων. Δεν είμαι σε θέση δυνατοτήτων αξιολόγησηςτων ηθοποιών-αφηγητών,
που απέδειξαν ένα ειλικρινή σεβασμό.
[3]
Η ΗΘΙΚΗ ΥΠΕΡΟΧΗ ΚΑΙ Ο
ΘΡΗΝΟΣ ΗΤΤΗΜΕΝΩΝ ΑΛΑΖΟΝΩΝ
Σεργιάνι στον κόσμο του Αισχύλου από ένα μη
φιλόλογο. Διάβασα σε μία αποτίμηση του έργου από την κ. Μπάγκα, φιλόλογο και
πολιτευτή της Νέας Δημοκρατίας. Ο πόνος των Ελλήνων – και ιδιαίτερα στο
συγκεκριμένο έργο- δεν προσφέρεται για συνειρμούς αντιστοιχίας με την Αισχύλεια
τραγωδία Πέρσες. Η αξία του Αισχύλειου έργου έγκειται στην ηθική νίκη των
Ελλήνων που αποδεικνύεται από την ανάδειξη του θρήνου του αντιπάλου.
Του ηττημένου που προκάλεσε τον άδικο, επεκτατικό πόλεμο. Εξυμνεί τους Έλληνες
με εχθρικό στόμα. Ο ποιητής εισάγει «παραίνεσιν κατά της υπερφροσύνης». Παρέχει
ως αντίδοτο της αλαζονείας, το αίσθημα ηθικής υπεροχής. Εδώ έχουμε μία νίκη της
δημοκρατίας εναντίον της βαρβαρότητας. Η σκηνή στην πρωτεύουσα των Περσών
εκφράζεται δυναμικά και καλλιτεχνικά. Κυριαρχεί ο σπαρακτικός θρήνος των
Περσών. Ο θρήνος των ηττημένων αλαζόνων αντικατοπτρίζει το νόημα της νίκης των
Ελλήνων, την νίκη επί της Ύβρεως. Στο δεδομένο Κορινθιακό θέατρο (Σεργιάνι…),
δεν θρηνούσαμε το αποτέλεσμα της δικής μας αλαζονείας.
Η αντιστοιχία ανάμεσα στο θρήνο στο
«σεργιάνι» του Κορινθιακού θεάτρου και τους Πέρσες του Αισχύλου είναι
ατυχέστατη: «Οι περί το τέλος κοπετοί και οδυρμοί του Ξέρξου και του
χορού, όντες λίαν υπέρμετροι, υπελήφθησαν υπό πολλών άτοποι, αλλ΄ όμως και εν
τούτω ο ποιητής εξεικόνισε τα Περσικά έθιμα» (από την «εισαγωγή εις τους
Πέρσας», από το ΑΙΣΧΥΛΟΥ ΠΕΡΣΑΙ των Ζωμαρίδου και Wecklein, έκδοση στην Λειψία το 1891). Όπως επισημαίνει η Νικαίτη Κοντούρη, ο
«υπερβολικός στο θρήνο τους»… «δεν ξέρουν πως διαχειρίζεται κανείς την
ελευθερία της σκέψης και του λόγου». Σε αυτούς θλίψη και τρόμος γίνονται ένα.
Αποσύρονται από τον δημόσιο χώρο. Για τους Πέρσες το διώνυμο απώλεια/θρήνος
συμπληρώνεται από τους Έλληνες: απώλεια/θρήνος/αποκατάσταση. Μία Ελληνική
θρηνητική κατάσταση θέλει να κινείται από την αναζήτηση μέσα μας καταφυγίων για
τους νεκρούς και διασυρμένους του 20ού αιώνα. Είναι η ανάστασή τους στην καρδιά
κάθε θεατή, κάθε πολίτη, και τους τιμά απέχοντας ατομικής και συλλογικής
αλαζονείας και άγνοιας.
[4]
ΕΙΝΑΙ Ο ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ
ΚΟΣΜΟΣ «ΕΝ ΤΟΙΣ ΠΟΛΕΣΙΝ»;
Οι συγγραφείς και καλλιτέχνες της Κορινθίας
πρέπει να σκεφθούν τις συνέπειες του έργου τους στην τοπική πνευματική ζωή, και
την δημόσια παρέμβασή τους, τον δημόσιο λόγο τους. Ένα πολιτισμικό γεγονός δεν
κλείνει τη ζωή του όταν κλείνουν τα φώτα μίας παράστασης. Αποτελεί κίνητρο
δημόσιου προβληματισμού. Το θέατρο είναι στοιχείο παιδευτικού κοινωνικού
διαλόγου, αγωγής του κοινού για τα κοινά. Το αρχαίο θέατρο ήταν δημόσιος
αγώνας, παιδευτική ιεροτελεστία. Γιατί έκαναν θέατρο οι Έλληνες; Την απάντηση
έδωσε ο Ευριπίδης: «δεξιότητος και νουθεσίας, ότι βελτίους τε ποιούμεν τους
ανθρώπους εν ταις πόλεσιν».
[5]
ΑΝΕΒΑΙΝΩ(;) ΟΤΑΝ ΚΟΛΑΚΕΥΩ
Παρατηρώ μία ιδιαίτερη αφοσίωση στην γνωστή
μέθοδο επίδοξων υποψήφιων βουλευτών και γενικώς υποψηφίων. Για να
πετύχει κάποιος είναι υποχρεωτικό να χτυπά στην πλάτη τον ψηφοφόρο; Είναι
υποχρεωτικό να εκθειάζει κατ΄ εξακολούθησιν ο,τιδήποτε πολιτιστικό
παράγεται ως πνευματικό ολοκληρωμένο γεγονός; Γιατί απαιτείται η υπερβολή σε
κολακευτικό λόγο; Η κολακεία δεν είναι σεβασμός.
Ο Έλληνας ταξίδεψε στον χρόνο με αξίες. Και
με απαξίες θα πρόσθετα. Το θέατρο ίσως μας κρατήσει ζωντανούς. Σίγουρα όμως θα
κρατηθούμε ζωντανοί όταν δεν στηρίζουμε το φθαρμένο και γηρασμένο. Αυτή η
παράγραφος δεν αναφέρεται στο θεατρικό έργο
Γρηγόρης Κλαδούχος
Ξυλόκαστρο Κορινθίας
2 Μαΐου 2017