απομνημονεύματα («τις χώρες και τις επαρχίες, τους πολέμους και τους θανάτους έναν προς έναν, ό,τι παρατήρησα από το έτος 1216 [1801/2] ως το 1248 [1832/3]… ώστε οι αναγνώστες να ακούσουν, να αφήσουν τούτο τον κόσμο και να σκεφτούν το Επέκεινα») το 1834. Δυστυχώς το κείμενο κόβεται απότομα, πάνω σε κάτι περιπέτειες στα βουνά της Κύμης. Ο τύπος άφησε το χωριό του για τα ξένα (έτσι το γράφει) το 1801, σε ηλικία οχτώ χρονών, μαζί με τον πατέρα του, και πολέμησε σε διάφορα μέτωπα της Μικρασίας, εναντίον τοπαρχών και Ρώσων, προτού ενταχθεί σε ένα από τα σώματα που στάλθηκαν κατά του Αλή Πασά. Ε, «ενώ έκοβαν το κεφάλι αυτού του Αλή Πασά, οι άπιστοι του Μοριά ξεσηκώθηκαν». Έχει ενδιαφέρον ότι το κείμενο είναι στολισμένο με εικόνες που περιγράφουν τα μέρη και τα τεκταινόμενα· έβαλα μερικές κι εδώ. (Μπορείτε να δείτε και αυτό το σχετικό άρθρο).
Μη νομίσετε ότι είναι ακριβώς συναρπαστικό κείμενο, είναι γεμάτο με κάπως μονότονες περιγραφές, μάχες και κομμένα κεφάλια· ούτε ο συγγραφέας είναι καμιά συμπαθητική προσωπικότητα, παρότι βέβαια το ότι έγραψε και ζωγράφισε είναι, αν μη τι άλλο, αξιοπρόσεχτο. Διάλεξα να μεταφράσω τη μάχη στα Δερβενάκια. Ο Κολλή Κοτρόν φαντάζεστε ποιος είναι:
…Την επόμενη μέρα, το απόγευμα, το δερβένι
[πέρασμα] του Μοριά φάνηκε και το πλησιάσαμε. Άπιστος δεν φαινότανε.
Είπαμε: «Ο Θεός γνωρίζει καλύτερα — αλλά δεν υπάρχουν άπιστοι στρατιώτες
στο πέρασμα». Ενώ τα λέγαμε όμως αυτά, είχαμε μαζί μας έναν οδηγό που
ήταν μοραΐτης. Μας ενημέρωσε πως το πέρασμα δεν είχε εγκαταλειφθεί, και
ότι ο Κολλή Κοτρόν, ο κυριότερος μπέης των απίστων, βρισκόταν εκεί. Δεν
ακούσαμε όμως τα λόγια του και μόλις φτάσαμε κοντά στη χαμηλότερη είσοδο
του περάσματος, είδαμε πως οι άπιστοι είχαν σκάψει χαρακώματα από το
ένα βουνό στο άλλο, είχαν στήσει τις σημαίες τους στην κορφή του βουνού
και περίμεναν. Όταν είδαμε τη διάταξή τους, επιστρέψαμε στα χωριά της
πεδιάδας. Ενώ περιφερόμασταν εκεί, ένας άπιστος έπεσε στα χέρια μας. Του
πήραμε πληροφορίες· τον ρωτήσαμε: «Υπάρχουν πολλοί άπιστοι σ’ αυτό το
Δερβένι του Μοριά;» Ο άπιστος απάντησε ως εξής: «Υπάρχουν σαράντα
χιλιάδες, και μαζί τους ο Κολλή Κοτρόν, που είναι ο μπέης τους». […] Ο
πασάς ετοιμάστηκε –είχε ήδη χαράξει– και η εμπροσθοφυλακή του στρατού
έφτασε στο δερβένι του Μοριά. Μας βρήκαν εκεί. Ο
στρατός συγκεντρώθηκε στην είσοδο του περάσματος και στάθμευσε εκεί.
[…] [Την άλλη αυγή] ο Μαχμούτ Πασάς μάζεψε τους επικεφαλής, έστειλε το
πεζικό σε δύο φάλαγγες στα δυο βουνά, με τον ίδιο τρόπο έστειλε το
ιππικό ως κεντρική φάλαγγα στο δρόμο, έβαλε χρυσούς μαχμουτιέδες σε ένα
χαλί προσευχής και άρχισαν όλοι να φωνάζουν ταυτόχρονα. Φώναζαν με όλη
τους τη δύναμη, γιατί όποιος θα έφτανε πρώτος με το μπαϊράκι του στην
κορφή του περάσματος θα έπαιρνε πεντακόσιους μαχμουτιέδες […]
Οι άπιστοι μας παρακολουθούσαν από το
βουνό. Δεν ήξεραν ότι το πεζικό μας πλησίαζε σε δύο φάλαγγες. Περίμεναν
πίσω από τα οχυρώματά τους, πίνοντας και γλεντώντας, και έλεγαν: «Για να
δούμε τι θα κάνουν τούτοι οι Τούρκοι». […] Οι στρατιώτες που είχαν
κινηθεί από την αριστερή πτέρυγα είχαν φτάσει ακριβώς κάτω από τα
οχυρώματα των απίστων στην κορφή. Οι ιππείς είχαν κινηθεί από τη μέση
και είχαν φτάσει κι αυτοί κάτω από τα χαρακώματα. Τότε ένας θόρυβος
γέμισε τα βουνά, από τους πυροβολισμούς και τις φωνές απίστων και δικών
μας. Ο ήχος αντιλαλώντας στα βουνά και τους βράχους έφτανε μέχρι τον
ουρανό. Είναι αδύνατο να πω πώς εξελίχθηκε η μάχη, θα έπρεπε να είναι
κανείς εκεί. Ακριβώς δύο ώρες πριν τη δύση οι άπιστοι είχαν τραπεί σε
φυγή προς τα στρατεύματά μας στη δεξιά μεριά, πέρασαν μέσα από τη φωτιά
της κόλασης και έφυγαν.
Έπεσε η νύχτα. Οι άπιστοι είχαν φύγει.
Είχαν φύγει στα βουνά στα δεξιά. […] Ο στρατός μας, ιππικό και πεζοί,
εμφανίστηκε στο σημείο του βουνού όπου βρίσκονταν πριν οι άπιστοι.
Άφησαν πίσω τις αποσκευές τους, τα πυρομαχικά, τους σταβλίτες και το
ιππικό της Σεβάστειας. Η κεντρική φάλαγγα του ιππικού μας, που είχε
φτάσει στην κορφή, πήγε στην πεδιάδα του Γκιόρντους [Κορίνθου] για
σκλάβους, άντρες και γυναίκες, λέγοντας: «Δεν έχει μείνει άπιστος στα
βουνά, πάμε στην πεδιάδα της Κορίνθου».
Το δερβένι του Μοριά είναι ανάμεσα σε δυο
βουνά, και στις δυο πλευρές έχει μαύρα βράχια. […] Πάνω από το ποτάμι
και τα βράχια είναι ένα μονοπάτι· οι στρατιώτες έπρεπε να περάσουν
ένας-ένας απ’ το μονοπάτι. Έτσι σε δέκα μέρες μόνο τόσες χιλιάδες
στρατιώτες περνούσαν. Όσοι είχαν φτάσει στην κορφή κατηφόριζαν προς την
άλλη μεριά. Κανένας δεν έμεινε στο βουνό.
Ενώ εκείνοι κινούνταν έτσι από το πέρασμα
μια μέρα και μια νύχτα, οι άπιστοι πληροφορήθηκαν την κατάσταση. Οι
άπιστοι που είχαν διαφύγει τώρα επέστρεψαν, πήραν το δερβένι, επάνδρωσαν
ξανά τα μετερίζια τους και άρχισαν να πολεμούν. Κανένας από το
στράτευμα της Σεβάστειας, τους άλλους στρατιώτες ή οποιοσδήποτε είχε
μείνει πίσω στις πλαγιές δεν πέρασε αβλαβής. Οι άπιστοι πήραν τις
προμήθειές τους, τις σκηνές, τα όπλα και τα πυρομαχικά τους, τα πάντα,
και τα κατέσχεσαν. Έτσι που οι άπιστοι είχαν οχυρωθεί στο δερβένι,
είχαμε αποκοπεί από την οπισθοφυλακή. Φτάσαμε στον κάμπο της Κορίνθου
και στρατοπεδεύσαμε. Από τον στρατό μας των πενήντα πέντε χιλιάδων, μόνο
κάπου τριάντα χιλιάδες στρατιώτες είχαν μείνει. […]
Το εν λόγω Δερβένι του Μοριά, όπου κεφάλια κόπηκαν και όπου τόσες χιλιάδες καβαλάρηδες από τη Σεβάστεια χάθηκαν φαίνεται εδώ:
[Ο αφηγητής βρίσκει μετά από μέρες στο στρατόπεδο τον πατέρα του, που έχει λαβωθεί βαριά στο κεφάλι:]
Σ’ αυτή την κατάσταση βρήκα τον πατέρα
μου, μισοπεθαμένο και αναίσθητο. Τον είδα και θρήνησα και ξέσπασα σε
κλάματα. Ύστερα από λίγο, ο πατέρας μου βρήκε τις αισθήσεις του και
είπε:
«Μουσταφά, γιε μου, πού είμαστε; Τι μέρος
είναι τούτο; Περάσαμε το δερβένι του Μοριά; Γιε μου, γιατί κλαις; Δόξα
τω Θεώ, περάσαμε το δερβένι του Μοριά, ήρθαμε εδώ και είμαστε ασφαλείς.
Γιατί κλαις; Είμαι καλά» — και έτσι με παρηγόρησε λίγο.
(Πηγή: Jan Schmidt, “The Adventures of an Ottoman Horseman: The Autobiography of Kabudlı Vasfî Efendi, 1800-1825”, στου ίδιου, The Joys of Philology: Studies in Ottoman Literature, History and Orientalism (1500-1923), τ. 1, Κωνσταντινούπολη 2002, σελ. 165-286· εδώ οι σελ. 237-41)
dytistonniptiron.wordpress.com