Συνέντευξη στο διεθνές τηλεοπτικό δίκτυο
Russia Today και στη
Σοφία Σεβαρντνάτζε για την εκπομπή της «Sophie&Co»
παραχώρησε ο Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων κ. Νικόλαος Βούτσης κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη Μόσχα.
«Αντιλαμβάνεστε ότι η χώρα μου είναι στο όριο της ανθρωπιστικής καταστροφής»
τόνισε μεταξύ άλλων ο Πρόεδρος της Βουλής.
«250 χιλιάδες νέοι επιστήμονες έχουν φύγει, ως το πιο πολύτιμο
κεφάλαιο, διότι η εκπαίδευση στην Ελλάδα είναι δημόσια,
είναι κρατική. Είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο, επενδεδυμένο κεφάλαιο, το
οποίο έχει πάει έτοιμο στην κυρία Μέι, στη Μεγάλη Βρετανία, στον κύριο
Ολάντ και στην κυρία Μέρκελ. Έτοιμοι επιστήμονες, γιατροί, μηχανικοί…
Και αν αυτό συνεχιστεί, η Ελλάδα και όχι μόνο,
τα Βαλκάνια γενικότερα, θα οδηγηθούν στο να είναι μια ειδική οικονομική
ζώνη, εντελώς ανισότιμη, στο πλαίσιο της ΕΕ. Αυτή η πορεία πρέπει να
σταματήσει. Γι’ αυτό λέμε ότι εργαζόμαστε για όλη την Ευρώπη και για το
μέλλον της. Δεν είναι απλώς ένα πρόβλημα της
Ελλάδας που πρέπει να τακτοποιηθεί».
Αναφερόμενος εξάλλου ο κ. Βούτσης στη στάση της Γερμανίας έναντι της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους είπε: «Το μεγαλύτερο ποσό από αυτό που έχει δανειστεί η Ελλάδα έχει επιστραφεί με άμεσους ή έμμεσους τρόπους στους δανειστές και τους εταίρους, στις τράπεζές τους, και ιδιαίτερα στη Γερμανία. Ενδεχομένως, μάλιστα, αυτά τα χρόνια να είναι θετικό το πρόσημο του τι έχει κερδίσει η Γερμανία σε σχέση με αυτά που έχει δανείσει. Άρα δεν είναι οικονομική η συζήτηση που γίνεται. Θα έλεγα πως είναι σαφώς πολιτική συζήτηση, όχι ακριβώς ιδεολογική –αριστερά έναντι δεξιάς– αλλά πολιτική με την έννοια σε ποια κατεύθυνση θα βαδίσει η ΕΕ για να γίνει μια οικονομική δύναμη, ανταγωνιστική, υπολογίσιμη». Και σημείωσε: «Υπάρχει υποκρισία στις διεθνείς σχέσεις, την οποία υφιστάμεθα, διότι είναι άλλα μέτρα και άλλα σταθμά, αλλιώς συμπεριφέρονται ως προς τους κανόνες της ΕΕ έναντι της χώρας μας για το χρέος και αλλιώς τους επικαλούνται όταν πρόκειται για την προσφυγική κρίση».Σύνδεσμος συνέντευξης (στα αγγλικά): https://www.rt.com/
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του Προέδρου της Βουλής:
Κύριε Βούτση, Πρόεδρε της Βουλής των Ελλήνων, είναι χαρά μας που είστε εδώ μαζί μας σήμερα.
Πρόσφατα,
η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποφάσισε ότι τα μέλη της ΕΕ στο εγγύς μέλλον θα
είναι σε θέση να επαναπροωθήσουν μετανάστες
πίσω στην Ελλάδα. Τα κέντρα φιλοξενίας προσφύγων στη χώρα σας είναι ήδη
υπερπλήρη. Με ποιον τρόπο η Ελλάδα σκοπεύει να υποδεχθεί και άλλους;
Το
σημαντικό είναι η ΕΕ και όλες οι χώρες να αναλάβουν το μερίδιο της
ευθύνης που τους αναλογεί, σύμφωνα με τις αποφάσεις των
Συνόδων Κορυφής. Έχουν απορροφήσει μόνο το 1/10 από τις 160 χιλιάδες
πρόσφυγες, για τους οποίους είχαν χρεωθεί αυτό το μέρισμα ευθύνης. Από
εκεί πρέπει να επανεκκινήσει η εφαρμογή μιας συμφωνίας που θα
αποφορτίσει και την Ελλάδα, η οποία αυτή τη στιγμή μόνη
της –όπως και η Ιταλία άλλωστε– τραβάει αυτό το βάρος. Από εκεί και
πέρα η συζήτηση για το Δουβλίνο και τις σχετικές συμφωνίες παρέλκουν,
δεν είναι της ώρας, και σίγουρα δεν θα μπορούσε η χώρα μας να
επιφορτιστεί πέραν της σημερινής κατάστασης, η οποία εγκυμονεί
πολύ μεγάλους κινδύνους και για την ίδια τη συμφωνία μεταξύ ΕΕ και
Τουρκίας.
Ας
μιλήσουμε με περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με αυτή την ευθύνη, στην
οποία αναφερθήκατε. Το κλείσιμο της «Βαλκανικής
Οδού» σταμάτησε την εισροή προσφύγων σε άλλες χώρες της ΕΕ. Την ίδια
στιγμή, στο έδαφος της Ελλάδας ο αριθμός των προσφύγων αυξάνεται.
Δηλαδή, το κύριο βάρος αυτής της κρίσης βρίσκεται στους ώμους σας…
Προς
ώρας ναι, και αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί. Υπάρχουν ακραίες απόψεις
μέσα στην ΕΕ και σε χώρες της Ευρώπης, κυρίως αυτές
που ονομάζονται χώρες του Βίσεγκραντ, που θα θέλανε στην Ευρώπη να
διαμορφωθούν χώρες-hot spot, έτσι όπως έχουν φτάσει να είναι η Ιορδανία
και ο Λίβανος για τη Μέση Ανατολή. Αυτή η εξέλιξη, προφανώς, θα
αποκρουστεί από τη χώρα μας, όπως και από την πλειοψηφία
των χωρών της ΕΕ. Νομίζω ότι τα πράγματα θα πάνε πολύ καλύτερα και πως
δεν θα ζήσουμε με κλειστά τα σύνορα, έτσι όπως μας έχουν επιβάλλει μέχρι
τώρα.
Οι
χώρες της ΕΕ συμφώνησαν να υποδεχθούν τους πρόσφυγες που βρίσκονται επί
του παρόντος στην Ελλάδα, ωστόσο, από τους 60
χιλιάδες μετανάστες, κατέστη εφικτή μέχρι σήμερα η μετακίνηση μόνο 6
χιλιάδων εξ αυτών. Μπορούμε να πούμε ότι το σχέδιο της ΕΕ κατέρρευσε;
Όπως
είδατε και στην πρώτη μου απάντηση, έσπευσα να σας πω για 160 χιλιάδες.
Υπάρχουν δύο αποφάσεις της ΕΕ: πέρυσι τον Νοέμβριο
και, ύστερα, τον Ιανουάριο, για 60 χιλιάδες και, ύστερα, για 160
χιλιάδες που θα είναι ένας λογικός αριθμός απορρόφησης του πρώτου
κύματος για ένα ή ενάμιση χρόνο των μεταναστευτικών ροών και προσφύγων.
Φαίνεται πως, προς ώρας, οι περισσότερες χώρες δεν είναι
διατεθειμένες να ικανοποιήσουν αυτή την απόφαση και, δυστυχώς, φαίνεται
για μία ακόμη φορά ότι υπάρχει υποκρισία στις διεθνείς σχέσεις, για την
οποία θα σας μιλήσω και αργότερα, στις ερωτήσεις που θα μου θέσετε, και
την οποία υφιστάμεθα, διότι είναι άλλα μέτρα
και άλλα σταθμά, αλλιώς συμπεριφέρονται ως προς τους κανόνες της ΕΕ
έναντι της χώρας μας για το χρέος και αλλιώς τους επικαλούνται όταν
πρόκειται για την προσφυγική κρίση.
Δεν σας δημιουργείται η αίσθηση ότι η ΕΕ εν μέρει εξαγοράζει τις υποχρεώσεις της, δεδομένου ότι δεν επιθυμούν να υποδεχθούν
αυτούς τους πρόσφυγες στο έδαφός τους και σας διαθέτουν χρήματα, προκειμένου εσείς κάπως να τα βγάλετε πέρα;
Δεν
διαθέτει χρήματα. Ίσα-ίσα, μπορώ να σας πω ότι από τις υπεσχημένες
παρεμβάσεις και πρωτοβουλίες που θα χρηματοδοτηθούν –είτε
σε ό,τι αφορά προσωπικό, είτε σε ό,τι αφορά ποσά που δίνονται σε ΜΚΟ,
είτε σε πρότζεκτ για ενοικίαση διαμερισμάτων– μικρό ποσό και μικρό μέρος
απ’ όλα αυτά έχουν ικανοποιηθεί. Το μεγάλο βάρος της προσφυγικής κρίσης
το κρατάει η ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός
λαός μέσα σε αυτή τη μεγάλη οικονομική κρίση χρέους, χωρίς μάλιστα να
μας ελαφρύνουν σε σχέση με αυτή την κρίση. Το ίδιο, επαναλαμβάνω,
συμβαίνει και με την Ιταλία. Αν θυμάστε, ο κ. Ρέντσι είχε ζητήσει να
αφαιρεθούν τα ποσά τα οποία δίνονται για τη μεταναστευτική-προσφυγική
κρίση από τις σταθερές των πλεονασμάτων και των ετήσιων ρυθμών
ανάπτυξης, αλλά δεν είχε γίνει δεκτό αυτό από τη γερμανική πλευρά, η
οποία δεσπόζει στις αποφάσεις της ΕΕ.
Η
Ελλάδα πρέπει να επαναπροωθεί τους παράτυπους μετανάστες πίσω στην
Τουρκία, απ’ όπου ήρθαν. Τα στοιχεία που έχω λένε
ότι καθημερινά στην Ελλάδα καταφθάνουν περίπου 90 άτομα, ενώ
επαναπατρίζονται πάρα πολλοί λίγοι. Για ποιο λόγο επαναπατρίζονται τόσο
λίγοι;
Διότι
υπάρχουν οι διεθνείς κανόνες και συνθήκες, υπάρχει μια ολόκληρη
διαδικασία που προασπίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα μέσω
της διαδικασίας παροχής ή μη ασύλου και της διαδικασίας μέχρι να γίνει
αυτή η μετεγκατάσταση, πλέον, και η επιστροφή Σύριων, καταρχάς, προς την
Τουρκία. Είναι μια διαδικασία, όμως, που σε ένα βαθμό έχει μπλοκάρει,
διότι έχει και εγγενή προβλήματα, παρ’ ότι
ήταν μια συμφωνία που βοήθησε την Ελλάδα, διότι περιόρισε πολύ τις
προσφυγικές ροές. Πρέπει όμως να είμαστε ειλικρινείς, εμπεριέχει
ερωτήματα ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Σε
αντάλλαγμα για τη συμφωνία με την Τουρκία για τους μετανάστες, η ΕΕ
επισπεύδει τις συνομιλίες με την Τουρκία για την
ένταξη της χώρας στην Ένωση. Η Ελλάδα δεν έχει και τόσο απλές σχέσεις
με την Τουρκία εδώ και καιρό. Ποια είναι η γνώμη σας, η Ελλάδα θα φέρει
αντιρρήσεις ως προς την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ;
Η
Ελλάδα, αφότου ετέθη το ζήτημα της εισδοχής της Τουρκίας στην ΕΕ, ήταν
από τις πολύ λίγες χώρες που, με ειλικρίνεια, σταθερότητα
και συμμετοχή στις αποφάσεις που λαμβάνονται στα σχετικά κεφάλαια της
ένταξης, βοηθούσε σε αυτή τη διαδικασία. Διότι είμαστε γειτονική χώρα με
την Τουρκία και όσες εντάσεις και αν υπήρξαν ή υπάρχουν κατά καιρούς,
είμαστε υποχρεωμένοι να εργαζόμαστε για την
ειρήνη και αν είναι δυνατόν να βρισκόμαστε στην ίδια οικογένεια και από
πλευράς οικονομίας. Πλην όμως, οι εξελίξεις που υπάρχουν τώρα στην
Τουρκία και στην εσωτερική της κατάσταση είναι φανερό ότι δυσχεραίνουν
πάρα πολύ την ολοκλήρωση των κεφαλαίων που αφορούν
στα ατομικά και στα συνταγματικά δικαιώματα και δυσκολεύουν αυτήν την
είσοδο της χώρας. Δηλαδή, την πηγαίνουν αρκετά πιο μακριά χρονικά.
Φοβάμαι, δε, ότι υπάρχουν και χώρες στην ΕΕ που έτσι και αλλιώς δεν
θέλουν την Τουρκία –αυτό δεν αφορά την Ελλάδα– στο
διηνεκές, ανεξαρτήτως των εσωτερικών προβλημάτων ή της πολιτικής του κ.
Ερντογάν.
Όσο η Τουρκία επιδιώκει ένταξη στην ΕΕ, η Μεγάλη Βρετανία βγαίνει από αυτή. Ποια είναι η γνώμη σας, το
Brexit θα οδηγήσει σε περαιτέρω κατάρρευση
της ΕΕ ή, αντιθέτως, θα την ενισχύσει;
Να
την ενισχύσει αποκλείεται. Η ΕΕ βρίσκεται μπροστά σε πολύ μεγάλα
δισεπίλυτα προβλήματα που είναι αποτέλεσμα της έλλειψης πολιτικής,
στρατηγικής, αποφασιστικότητας και, ενδεχομένως, έλλειψης ηγεσίας
αποφασιστικής εδώ και χρόνια. Παραδείγματος χάριν, το
μεταναστευτικό-προσφυγικό πρόβλημα ή το ζήτημα της αντιμετώπισης της
οικονομικής κρίσης, όπου ακολουθήθηκε η σκληρή προτεσταντική γερμανική
λογική της λιτότητας, είναι δύο μεγάλες πολιτικές, στις οποίες θα
μπορούσα να πω ότι η ΕΕ δοκιμάζεται, για να μην πω ότι έχει
χρεοκοπήσει. Άρα, εάν δεν υπάρξουν πολύ μεγάλες αποφάσεις για μια νέα
αρχιτεκτονική της ΕΕ, η πιθανότητα για να κλείσει αυτός ο ιστορικός
κύκλος θα γίνεται όλο και μεγαλύτερη σε βάρος της ΕΕ, καθώς σε αρκετές
χώρες αναβιώνουν και εξτρεμιστικά, ρατσιστικά, μισαλλόδοξα, ακροδεξιά
και φασιστικά κινήματα.
Ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας δηλώνει ότι η Ελλάδα δεν έχει θέση στην ευρωζώνη χωρίς μεταρρυθμίσεις. Το κόμμα σας
θα προβεί σε περαιτέρω παραχωρήσεις προς τους πιστωτές, προκειμένου να παραμείνει στο ευρώ;
Η
αντιπαράθεση μέσα στην ΕΕ με ακραίους κύκλους –θα τους έλεγα
φονταμενταλιστές της νεοφιλελεύθερης οικονομίας– δεν αφορά μόνο
την Ελλάδα, αφορά όλο τον Νότο και τις Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία.
Αφορά και το εσωτερικό κεντροευρωπαϊκών χωρών, όπως για παράδειγμα το
Βέλγιο, η Ολλανδία ή η Φινλανδία, που θεωρούντο μέχρι πρότινος ως
υποδείγματα οικονομιών και είχαν τρία «Α» στις σχετικές
αξιολογήσεις των διεθνών οίκων. Άρα, ο ρυθμός και ο αριθμός των
μεταρρυθμίσεων που γίνονται σε μεγάλους τομείς της οικονομίας στην
Ελλάδα θα ακολουθήσει μια πορεία έτσι ώστε η κοινωνία να μείνει όρθια.
Δεν είμαστε διατεθειμένοι, προφανώς, να λυγίσει η κοινωνία
και να φύγουν και όλοι οι νέοι άνθρωποι για να μείνουν οι υπόλοιποι, οι
συνταξιούχοι, να μοιράσουμε το τι θα έχει μείνει από αυτά που θεωρούν
άλλοι από τους δανειστές ότι θα πρέπει να γίνει. Αυτή είναι και η
αντιπαράθεση, όπως υπάρχει και η αντιπαράθεση με
το ΔΝΤ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς – ήδη χθες και προχθές αυτή η
αντιπαράθεση πήρε για πρώτη φορά οξεία δημόσια, ας πούμε, θέση και
στάση.
Θα
μιλήσουμε με μεγαλύτερες λεπτομέρειες γι’ αυτά τα θέματα, όμως νωρίτερα
θα ήθελα να σας ρωτήσω: Σε όλη την Ευρώπη παρατηρούμε
άνοδο της δημοτικότητας μη συστημικών κομμάτων και πολιτικών, και
δεξιών και αριστερών. Κύριε Βούτση, και εσείς ο ίδιος εκπροσωπείτε ένα
μη συστημικό κόμμα. Ποια είναι η γνώμη σας, η δημοτικότητα αυτών των
δυνάμεων στην Ευρώπη θα οδηγήσει σε ριζικές αλλαγές
στην ΕΕ; Αν ναι, ποιες θα είναι αυτές;
Θέλω
να σας πω ότι δεν κάνουμε την ίδια ανάλυση γύρω από αυτό το ζήτημα.
Υπάρχουν δυνάμεις, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα,
οι Ποδέμος στην Ισπανία και άλλες δυνάμεις της αριστεράς, της
παραδοσιακής σοσιαλ-δημοκρατίας, που βλέπουν μια έξοδο από την κρίση με
κοινωνική σύγκλιση των δυνάμεων και με υπεράσπιση των εργασιακών
δικαιωμάτων και των αξιών της Ευρώπης. Και υπάρχουν άλλες
δυνάμεις, της δεξιάς και της ακροδεξιάς, οι οποίες στο όνομα του
αντισυστημισμού θέλουν να γυρίσουμε σε μια Ευρώπη όπου η κάθε χώρα θα
αναδιπλωθεί στον εαυτό της, και να υπάρξουν ξανά 40-50 εθνικές οντότητες
που θα αλληλοανταγωνίζονται και θα δημιουργούν καινούργιους
διχασμούς, με φράχτες και με όλο τον υπόλοιπο κόσμο αλλά και με φράχτες
μεταξύ τους. Αυτή η ακροδεξιά αντισυστημική εμφανιζόμενη λογική δεν
έχει, προφανώς, καμία σχέση με μια Ευρώπη των λαών, ενωμένη και σε
προοδευτική κατεύθυνση, όπως επιθυμούν τα κόμματα,
ένα εκ των οποίων εκπροσωπώ και εγώ.
Ας
μιλήσουμε λίγο για το κόμμα σας, το οποίο τάσσεται υπέρ των κοινωνικών
εγγυήσεων. Ωστόσο, την ίδια στιγμή αναγκάζεστε
να μειώνετε τις συντάξεις και τις δημόσιες δαπάνες και να απολύετε
ανθρώπους. Ποια είναι η γνώμη σας, οι ψηφοφόροι σας δεν αισθάνονται λίγο
προδομένοι, δεδομένου ότι το κόμμα σας υποσχέθηκε κάτι τελείως
διαφορετικό;
Θα
σας απαντήσω με πολύ μεγάλη ειλικρίνεια. Δεν απολύουμε κανέναν και αυτή
είναι η διαφορά μας και με το πολιτικό πρόγραμμα του
νεοφιλελευθερισμού που εκπροσωπεί η αξιωματική αντιπολίτευση, δηλαδή ο
κ. Μητσοτάκης. Ίσα-ίσα έχουμε τρεις μονάδες από το δυσθεώρητο 27%
περίπου – είναι 3,5% μονάδες κάτω η ανεργία. Αλλά ως προς τα άλλα που
είπατε, δηλαδή ως προς μειώσεις επιδομάτων, συντάξεων
ή κυρίως ως προς τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις και τομέων που
στρατηγικά, κατά τη γνώμη μας, θα έπρεπε να μείνουν στο δημόσιο, είναι
αλήθεια ότι έχουμε κάνει συμβιβασμούς, ισχυρούς συμβιβασμούς που,
προφανώς, αγγίζουν και την ίδια μας τη συνείδηση, όχι
μόνο τη σχέση μας με τη κοινωνία. Πλην όμως, αυτό το πρόγραμμα το
θέσαμε υπόψη του ελληνικού λαού σε δεύτερες εκλογές που έγιναν πέρυσι
τον Σεπτέμβριο. Δηλαδή ότι μόνο με την υπογραφή αυτής της συμφωνίας θα
μπορούσαμε να προχωρήσουμε και ελπίζουμε ότι στο
τέλος του 2017 η χώρα μας θα βγει στις αγορές. Αυτό λένε όλοι οι
διεθνείς οίκοι –παρ’ ότι είναι δύσκολο– αλλά η εκτίμηση είναι πως θα
έχουμε 2,7% ανάπτυξη, θα βγούμε στις αγορές, θα έχουμε τα
spreads
κάτω
από 5%, όπως έγινε και με την Πορτογαλία ή άλλες χώρες, και θα
μπορέσουμε ύστερα, μέχρι το 2019 που έχουμε τη λαϊκή εντολή, να
ανασυστήσουμε και μερικά από τα δικαιώματα
που τώρα έχουν περισταλεί και που προκαλούν και σε εμάς πόνο και
πρόβλημα.
Ωστόσο,
δεν αποτελεί μυστικό για κανέναν ότι η δημοτικότητα του πρωθυπουργού κ.
Τσίπρα μειώνεται. Στην τηλεόραση παρακολουθούμε
διάφορα είδη διαμαρτυριών και κινημάτων συνταξιούχων και συνδικαλιστών,
βεβαίως όχι σε τέτοιο άσχημο βαθμό όπως συνέβαινε επί της προηγούμενης
κυβέρνησης, αλλά, όπως και να έχει, διαδηλώσεις πραγματοποιούνται.
Νομίζετε ότι θα ηρεμήσουν τα πράγματα ή αυτά τα
φαινόμενα απειλούν την κυβέρνησή σας;
Η
ερώτησή σας δείχνει ότι έχετε μελετήσει πολύ και με σωστό τρόπο το τι
συμβαίνει. Δηλαδή, δεν κινδυνεύουμε, μπορώ να το πω ευθέως,
μιλώντας όχι ως Πρόεδρος της Βουλής, αλλά ως κεντρικό στέλεχος της
κυβερνώσας παράταξης. Δεν κινδυνεύουμε από την πολιτική αντιπολίτευση ή
από τα
media
που
είναι στραμμένα απέναντί μας, ίσως ούτε καν και από τους διεθνείς
εταίρους-δανειστές με τους οποίους συνομιλούμε. Διακινδυνεύουμε τη σχέση
μας με την κοινωνία. Αυτό
είναι το ευαίσθητο σημείο για μια δύναμη της αριστεράς, το πώς η
κοινωνία αντιλαμβάνεται τους συμβιβασμούς που γίνονται ή πόση ελπίδα
παραμένει σε αυτή την κοινωνία ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Αυτό
είναι το πεδίο στο οποίο δοκιμαζόμαστε, και το 2017
θα είναι πολύ κρίσιμο έτος. Πιστεύουμε πως η χώρα θα μπει στην ποσοτική
επέκταση της ΕΚΤ έτσι ώστε, και με την αξιοποίηση του πακέτου Γιούνκερ
για τις επενδύσεις, να μπορέσει πραγματικά η οικονομία μας να
αναπτυχθεί, να μπούμε στις αγορές και να μπορέσουμε
το κοινωνικό θετικό πρόσημο, το οποίο βάζουμε σε κάθε μας ενέργεια, να
γίνει αντιληπτό από όλο τον κόσμο. Επιτρέψτε μου μόνο να σας πω δύο
πράγματα που έχουμε κάνει: 2-2,5 εκ. ανασφάλιστοι Έλληνες έχουν πρόσβαση
στο σύστημα της Υγείας, παρ’ ότι δεν έχουν τα
ασφαλιστικά τους δικαιώματα συμπληρωμένα και, επίσης, τώρα μόλις δώσαμε
620 εκ. από το πλεόνασμα που υπάρχει, έτσι ώστε να υπάρχει μια 13η σύνταξη μέσα στα Χριστούγεννα στους αδύνατους. Δηλαδή, παραμένει η μεροληψία μας υπέρ των αδυνάτων.
Το
Eurogroup
συμφώνησε
σε μερική ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Ποια είναι η γνώμη σας, αυτό
μπορεί να καθησυχάσει έστω και λίγο τον πληθυσμό, δεδομένου ότι
αναμένεται
να υπάρξουν και άλλες αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις;
Αυτά
τα μέτρα είναι τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Θα υπάρξει μια
συμφωνία έως και το 2018 για τα μεσοπρόθεσμα και τα μακροπρόθεσμα
που θα αφορούν στο χρέος. Κυρίως καθησυχάζουν επενδυτές και όχι τον
λαό. Παραδείγματος χάρη, είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι θα υπάρχει
σταθερό επιτόκιο για όλα τα χρόνια εξόφλησης των ελληνικών δανείων, ενώ η
διεθνής κατάσταση εγκυμονεί μεγάλες αλλαγές
στα επιτόκια. Δηλαδή, είναι ελαφρύνσεις που διαμορφώνουν ένα πιο
ευνοϊκό κλίμα για τους επενδυτές. Ο λαός, η κοινωνία, θα αντιληφθεί
καλυτέρευση μέσα από την καλυτέρευση της πραγματικής οικονομίας, για την
οποία εργαζόμαστε, όπως σας είπα προηγουμένως.
Αναφέρατε αρκετές φορές το ΔΝΤ, το οποίο θεωρεί ότι οι ενέργειες του
Eurogroup είναι επιζήμιες για την
ελληνική οικονομία. Για εσάς έχει σημασία η άποψη του Ταμείου; Την ακούτε;
Είμαστε
υποχρεωμένοι να την ακούσουμε, παρ’ ότι ακόμη δεν έχουμε αντιληφθεί
–έξι χρόνια μετά– ποια πολιτική απόφαση οδήγησε,
με αφορμή την Ελλάδα, για πρώτη φορά στην ιστορία του το ΔΝΤ να
απασχοληθεί ως ισότιμος εταίρος με μια ΕΕ η οποία έχει τους δικούς της
κανόνες και που δεν ήταν στην ύλη του Ταμείου ποτέ αυτή η ενασχόληση.
Ακόμα το ψάχνουμε. Το θέμα είναι ότι οι θεραπείες που
έχει προτείνει το ΔΝΤ μέχρι τώρα, οι περισσότερες, είναι σε λαθεμένη
κατεύθυνση, διότι είναι «copy-paste»
από αντίστοιχες θεραπείες σε υποανάπτυκτες χώρες κ.τ.λ., και ως εκ
τούτου θα ήταν καλύτερα να μην είναι το ΔΝΤ, αυτή είναι η θέση μας, παρ’
ότι λέει ότι το χρέος μας μπορεί να εξυπηρετηθεί πολύ διαφορετικά και
δεν είναι βιώσιμο, Από την άλλη, όμως, είναι ο
φορέας των αντικοινωνικών προτάσεων.
Η
διαφορά είναι ότι, νωρίτερα, το ΔΝΤ και οι Βρυξέλλες είχαν πάντα κοινή
θέση. Τώρα όμως οι απόψεις τους διίστανται. Οι
Βρυξέλλες επιμένουν σε συνέχιση των μεταρρυθμίσεων στην ελληνική
οικονομία, ενώ το ΔΝΤ θεωρεί ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις είναι
αχρείαστες, πόσο μάλλον τη στιγμή που οι προηγούμενες ήταν υπερβολικά
μεγάλες για τους Έλληνες. Ποια είναι η γνώμη σας, για ποιο
λόγο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιμένει σε τέτοια σκληρά μέτρα;
Θα έλεγα ότι τα σκληρά μέτρα προτείνονται ιδιαίτερα από το ΔΝΤ και όχι από την ΕΕ. Η επιμονή γα περαιτέρω οριζόντιο κόψιμο –για
12η φορά– των συντάξεων, των μισθών και των κοινωνικών
επιδομάτων και για απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και για να μην
υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις είναι ένα πακέτο που έρχεται ολόκληρο από
το ΔΝΤ. Δεν είναι μέσα στο ευρωπαϊκό κεκτημένο,
στο οποίο επιμένουμε εμείς. Το πρόβλημα με τους άλλους θεσμούς, δηλαδή
με τις Βρυξέλλες ή την ΕΚΤ και, κυρίως, με την πολιτική Σόιμπλε, είναι
ότι θέλουν πολύ υψηλά ετήσια πλεονάσματα, δηλαδή 3,5% για πολλά χρόνια,
πράγμα το οποίο είναι εντελώς αδύνατο για
μια οικονομία η οποία βρίσκεται σε ύφεση εδώ και επτά χρόνια. Και αυτό
είναι μια αυτοκαταστροφική έλικα. Αντ’ αυτού έχουμε προτείνει –και αυτό
διαπραγματεύεται τώρα ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας, ο οποίος μεθαύριο θα
συναντηθεί με την κυρία Μέρκελ και τους άλλους
ηγέτες της ΕΕ– ένα ποσοστό της τάξεως του 2-2,5% σε πλεονάσματα. Να
είναι πραγματικό πλεόνασμα και για τη χρέωση και για την πρόοδο της
ελληνικής οικονομίας, αλλά και 1 ή 1,5% από το πλεόνασμα να δίνεται
κατευθείαν για κοινωνικές παροχές ή για την ανταγωνιστικότητα
της ελληνικής οικονομίας στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτή την
προσπάθεια συμβιβασμού κάνουμε σε αυτή τη φάση.
Όπως
αντιλαμβάνομαι, η Γερμανία, που είναι ο κύριος δανειστής της Ελλάδας,
δεν επιθυμεί καθόλου διαγραφή του ελληνικού
χρέους. Σύντομα εκεί θα υπάρξουν εκλογές και είναι δύσκολο γι’ αυτούς
να εξηγήσουν στους ψηφοφόρους τους τον λόγο που τα χρήματά τους
πηγαίνουν στην Ελλάδα. Σημαίνει άραγε αυτό ότι η Ελλάδα δεν θα πρέπει να
αναμένει σημαντικές παραχωρήσεις για το χρέος στο
εγγύς μέλλον;
Θέλω
να σας πω ειλικρινά ότι δεν είναι στο συμφέρον της Γερμανίας η πολιτική
που ακολουθεί. Διότι, καταρχήν, να γνωρίζετε ότι
το μεγαλύτερο ποσό από αυτό που έχει δανειστεί η Ελλάδα έχει επιστραφεί
με άμεσους ή έμμεσους τρόπους στους δανειστές και στους εταίρους, στις
τράπεζές τους και ιδιαίτερα στη Γερμανία. Ενδεχομένως, μάλιστα, αυτά τα
χρόνια να είναι θετικό το πρόσημο του τι
έχει κερδίσει η Γερμανία σε σχέση με αυτά που έχει δανείσει. Άρα δεν
είναι οικονομική η συζήτηση που γίνεται. Θα έλεγα πως είναι σαφώς
πολιτική συζήτηση, όχι ακριβώς ιδεολογική –αριστερά έναντι δεξιάς– αλλά
πολιτική με την έννοια σε ποια κατεύθυνση θα βαδίσει
η ΕΕ για να γίνει μια οικονομική δύναμη, ανταγωνιστική, υπολογίσιμη
κ.τ.λ. Και ενώ την κρίση που ξεκίνησε το 2008, οι ΗΠΑ την αντιμετώπισαν
με άλλον τρόπο, με αύξηση της κυκλοφορίας του χρήματος και της ζήτησης,
και μπόρεσαν εύκολα να πάνε την ανεργία στο
5 ή 6%, στην Ευρώπη ακολουθήθηκε η γερμανική οδός της περιστολής, αυτό
που λέμε εμείς προτεσταντική λιτότητα, ακραία λιτότητα, από την οποία,
όπως καταλαβαίνετε, οι μεγάλες χώρες και οι τράπεζές τους κερδίζουν και
οι μικρότερες χώρες χάνουν διαχρονικά. Στις
γερμανικές εκλογές θα κριθεί αυτό το ζήτημα σε μεγάλο βαθμό, διότι ο κ.
Γκάμπριελ, όχι ως πρόσωπο μόνο, ή και οι άλλοι ηγέτες, και ο κ. Σουλτς
θα κατέβει στην κονίστρα, δεν ξέρω και ο κ. Σταϊνμάγιερ, ο οποίος θα
είναι ο επόμενος πρόεδρος, δηλαδή η σοσιαλδημοκρατική
συνιστώσα του μεγάλου συνασπισμού που γίνεται συνήθως στη Γερμανία
είναι υπέρ της χαλάρωσης και υπέρ μιας άλλης πολιτικής σε σχέση με την
αντιμετώπιση της Ελλάδας και του χρέους. Αλλά, βεβαίως, δεν περιμένουμε
τις εκλογές για να λυθεί το ζήτημα. Τώρα γίνεται
αυτή η σκληρή αντιπαράθεση και συζήτηση.
Έχω
μια ευαίσθητη ερώτηση να σας κάνω. Αυτοί σας δίνουν χρήματα κι εσείς με
αυτά τα χρήματα αποπληρώνετε το χρέος. Δηλαδή
οι δόσεις επιτρέπουν να εξυπηρετήσετε το χρέος. Σας απομένουν καθόλου
χρήματα για την ανάπτυξη της οικονομίας και τις επενδύσεις;
Προς
ώρας, όχι. Με ό,τι έγινε επί 6 χρόνια, δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη έτσι
ώστε κατευθείαν να πηγαίνουν σε επενδύσεις και σε
μόχλευση επενδύσεων αυτά τα χρήματα. Επί της ουσίας ήταν για την
αποπληρωμή των δανείων και την ίδια ώρα υπήρχαν βαρύτατα υφεσιακά
προβλήματα, δηλαδή από 225 δισ. που ήταν το ελληνικό ΑΕΠ, έχει πέσει στα
175-178 δισ., αν δεν κάνω λάθος. Αντιλαμβάνεστε ότι
η χώρα είναι στο όριο της ανθρωπιστικής καταστροφής. 250 χιλιάδες νέοι
επιστήμονες έχουν φύγει ως το πιο πολύτιμο κεφάλαιο, διότι η εκπαίδευση
στην Ελλάδα είναι δημόσια, είναι κρατική και μόνο κρατική. Είναι ένα
τεράστιο κεφάλαιο, επενδεδυμένο κεφάλαιο, το
οποίο έχει πάει έτοιμο στην κυρία Μέι, στη Μεγάλη Βρετανία, στον κύριο
Ολάντ και στην κυρία Μέρκελ. Έτοιμοι επιστήμονες, γιατροί, μηχανικοί…
Και αν αυτό συνεχιστεί, η Ελλάδα και όχι μόνο, τα Βαλκάνια γενικότερα,
θα οδηγηθεί στο να είναι μια ειδική οικονομική
ζώνη, εντελώς ανισότιμη, στο πλαίσιο της ΕΕ. Αυτή η πορεία πρέπει να
σταματήσει, γι’ αυτό λέμε ότι εργαζόμαστε για όλη την Ευρώπη και το
μέλλον της. Δεν είναι ένα πρόβλημα ή ένα μικροπρόβλημα της Ελλάδας που
πρέπει να τακτοποιηθεί.
Επί του παρόντος, ποια είναι η γνώμη σας, υπάρχουν εναλλακτικές των μέτρων λιτότητας; Εάν υπάρχουν, τότε ποιες είναι αυτές;
Βεβαίως
και υπάρχουν, διότι υπάρχουν και δυνατότητες. Δηλαδή, η χώρα μας είναι η
μόνη χώρα στην Ευρώπη που από πέρυσι, ίσως και
επειδή βγήκε ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση της χώρας –αυτό δεν θα το μάθουμε
ποτέ– δεν συμμετέχει στην ποσοτική επέκταση που μέσα στη χρονιά που
πέρασε έδωσε περίπου ένα τρισ. ευρώ ρευστότητα στις οικονομίες της ΕΕ. Η
συμμετοχή της χώρας, πλέον, από τον Φεβρουάριο
και Μάρτιο στην ποσοτική επέκταση, η συμμετοχή στο πακέτο Γιούνκερ που
είναι 25 δισ. ευρώ επενδύσεις που μοχλεύονται σε κάθε χώρα, όπως και μια
σειρά από άλλες επενδύσεις που μπορούν να γίνουν, μπορούν να βελτιώσουν
πάρα πολύ την οικονομική κατάσταση. Αλλά
για να είμαστε ειλικρινείς, θα πρέπει να βελτιωθεί και η
φοροεισπρακτική ικανότητα του ελληνικού κράτους. Μόλις τώρα, σήμερα, στη
Βουλή ψηφίζεται το νομοσχέδιο για το πλαστικό χρήμα, έτσι ώστε ο ΦΠΑ να
μπορεί να εισπράττεται και να μην φοροδιαφεύγουν πολίτες.
Δηλαδή, υπάρχουν και μια σειρά μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό της χώρας
που θα δώσουν δυνατότητα. Πρέπει να ξέρετε, όμως, και κάτι άλλο. Το
ξέρει όλος ο κόσμος –και καλό είναι κι εμείς οι Έλληνες πολιτικοί να το
αναγνωρίζουμε– ότι υπάρχουν δύο Ελλάδες. Δηλαδή,
υπάρχει και η Ελλάδα που έχει 200 δισ. ευρώ στις τράπεζες της Ελβετίας,
στα λιμάνια του Άμστερνταμ και στις συνοικίες του Λονδίνου. Και τα
χιονοδρομικά κέντρα στο Γκστάαντ και αλλού, τώρα τα Χριστούγεννα, θα
γεμίσουν από Έλληνες. Λοιπόν, δεν έγινε τυχαία η
χρεοκοπία της χώρας μας, έγινε μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες και αφού
αυτές οι δύο Ελλάδες, πλέον, η μία χειμαζόταν και πιεζόταν και η άλλη
ζούσε πλουσιοπάροχα και έστελνε τα λεφτά της στο εξωτερικό.
Θα
ήθελα να μιλήσουμε λίγο για τις αντι-ρωσικές κυρώσεις. Σύμφωνα με
δημοσκόπηση του Ινστιτούτου Γκάλοπ, το 89% των Ελλήνων
τάσσεται κατά της παράτασης αυτών των κυρώσεων. Για ποιο λόγο σχεδόν
όλη η χώρα τάσσεται κατά της παράτασης, αλλά αυτές συνεχίζονται;
Η
χώρα μας γνωρίζετε ότι συμμετέχει, προσπαθώντας να έχει τη δική της
φωνή, και στο ΝΑΤΟ για πάρα πολλά χρόνια, αλλά και στην
ΕΕ. Επαναλαμβάνω, προσπαθώντας να έχει τη δική της φωνή. Παραδείγματος
χάρη έχουμε τη μεγαλύτερη βάση του ΝΑΤΟ στη Σούδα της Κρήτης εδώ και
τόσες δεκαετίες και, την ίδια ώρα, πολλές φορές είχαμε προστριβές και
μέσα στο ΝΑΤΟ με την Τουρκία ή με άλλες χώρες,
ή για κάποιο διάστημα είχαμε φύγει από το ΝΑΤΟ. Το ίδιο γίνεται και
στην ΕΕ. Σταθερά, σε όλα τα
fora
της ΕΕ, τασσόμαστε υπέρ, πρώτον, να επιταχυνθούν και να ενισχυθούν
οι συμφωνίες που έχουν γίνει με συμμετοχή και της Ρωσίας, του Μινσκ για
παράδειγμα και άλλες, κυρίως όμως τασσόμαστε υπέρ του να ελαφρυνθούν ή
και να σταματήσουν οι κυρώσεις. Το έχουμε πει σε όλους τους τόνους.
Διαμορφώνεται ένας συσχετισμός δυνάμεων που θεωρούμε
ότι θα είναι και για την επίλυση του όποιου προβλήματος υπάρχει στην
περιοχή, αλλά θα είναι καλό και για το μέλλον της ίδιας της ΕΕ. Φαίνεται
πως οι μεγάλες χώρες –διάβασα σήμερα μόλις και για τις σκέψεις που
υπάρχουν στη Γαλλία και τη Γερμανία που είναι αρνητικές
ως προς αυτό το δεδομένο– ενδεχομένως περάσουν ακόμα και σε ενίσχυση
του καθεστώτος των κυρώσεων και όχι σε ελάφρυνση. Είναι, δηλαδή, ένα
ζήτημα πάρα πολύ σοβαρό, για το οποίο από την πλευρά μας κάνουμε ό,τι
μπορούμε μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ για να αλλάξει
κατεύθυνση αυτή η πολιτική. Δεν είναι μόνο ελληνικό θέμα, το οποίο το
έχουμε συζητήσει είτε έτσι είτε αλλιώς με τη ρωσική πλευρά και έχουμε
βρει κάποιους τρόπους να ελαφρυνθούν οι ρήτρες σε σχέση με το εμπόριο ή
με την προσπάθεια που γίνεται, γενικότερα, την
οικονομική. Δεν μπορεί να επιλυθεί έτσι το ζήτημα, είναι ευρωπαϊκό
ζήτημα και πρέπει να βοηθήσουμε ώστε να σταματήσει όσο το δυνατόν πιο
γρήγορα αυτό το καθεστώς, εφόσον προχωρήσουν και υλοποιηθούν,
γενικότερα, και οι συμφωνίες που αφορούν την περιοχή.
Αυτό
δεν είναι θέμα αποκλειστικά της ευρωπαϊκής πολιτικής; Αυτό είναι το
ερώτημα, διότι ο πρωθυπουργός σας συναντήθηκε
τον Μάιο με τον Πούτιν και δήλωσε κάπως ότι οι κυρώσεις θα πρέπει να
αρθούν. Μετά από αυτό, την Ελλάδα επισκέφθηκε ο Πρόεδρος Ομπάμα και
προσπάθησε να πείσει τον πρωθυπουργό σας να διατηρηθούν οι αντι-ρωσικές
κυρώσεις. Σύντομα στις ΗΠΑ θα αναλάβει νέος Πρόεδρος,
ο κ. Τραμπ, που τάσσεται υπέρ της χαλάρωσης στη ρητορική του και,
πιθανότατα, ίσως να χαλαρώσουν οι κυρώσεις. Η Ευρώπη θα ακολουθήσει σε
αυτή την περίπτωση τη θέση της Αμερικής ή θα διατηρήσει τη δική της
θέση;
Θέλω
και πάλι να είμαι ειλικρινής. Δεν γνωρίζω εάν η ΕΕ ακολουθήσει ποια
πολιτική εκ μέρους των ΗΠΑ, δηλαδή αν θα υπάρξει μια
νέα πολιτική οπτική και προοπτική γι’ αυτό το ζήτημα ή αν δεν θα
υπάρξει. Διότι γνωρίζετε πάρα πολύ καλά ότι και ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ
δεν έχει διευκρινισμένες θέσεις και σχέσεις αναπτύξει ακόμη, είναι πάρα
πολύ νωρίς ως προς τα μείζονα ζητήματα. Αυτό, παραδείγματος
χάρη, έχει να κάνει και με τη σχέση των ΗΠΑ με το ΔΝΤ ή με τους BRICS
ή με την Κίνα που κατακρατεί το 40% του αμερικανικού χρέους. Δηλαδή, η
θέση των ΗΠΑ στον διεθνή περίγυρο, άρα και η σχέση με την ΕΕ και ο
βαθμός επηρεασμού και ως προς το ζήτημα των κυρώσεων, θα εξαρτηθεί από
το γενικότερο, αυτό που λέμε «μεγάλο κάδρο» των
αποφάσεων που θα πάρει η νέα αμερικανική ηγεσία. Όπως επίσης και για
τις συμφωνίες τις εμπορικές, για τις
TTIP,
CETA και
TISA. Αυτά πλέον είναι ανοικτά ξανά για να τοποθετηθεί η νέα αμερικανική
ηγεσία.
Προσπαθώ απλώς να καταλάβω κατά πόσο η ΕΕ είναι ανεξάρτητη από τις ΗΠΑ στην εξωτερική της πολιτική… Ποια είναι η γνώμη
σας; Η ΕΕ μπορεί να λαμβάνει μόνη της αποφάσεις;
Δυστυχώς
αυτή η ανεξαρτησία είναι πολύ μικρότερη απ’ ό,τι ήταν ακόμη και στα
πρώτα βήματα της ΕΕ. Ενώ υπάρχει θεσμικά και τυπικά
κοινή εξωτερική πολιτική –εν πάση περιπτώσει διαμόρφωση ενός πλαισίου
εξωτερικής πολιτικής– αλλά και υπουργός εξωτερικών της ΕΕ, δεν θα
θυμάστε, ενδεχομένως, ούτε το όνομά της. Δεν αναλαμβάνονται
πρωτοβουλίες. Μπορεί η ίδια να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι
της, αλλά δεν αναλαμβάνονται πρωτοβουλίες και αυτό φάνηκε όχι μόνο στην
Ουκρανία και στις κυρώσεις κ.τ.λ., φάνηκε και στην αποσταθεροποίηση της
Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, με αποτέλεσμα η ΕΕ τώρα να
εισπράττει και τις εύλογες ροές των απελπισμένων
ανθρώπων από τις δεκάδες, ίσως, χώρες που έχουν αποσταθεροποιηθεί από
κάθε άποψη, και να εισπράττει και τρομοκρατικά χτυπήματα. Θέλω να πω,
λοιπόν, ότι η εξωτερική πολιτική της ΕΕ είναι, δυστυχώς, ακόμα στα
σπάργανα, είναι δηλαδή πάρα πολύ πίσω και αυτό το
πληρώνει. Είναι στοιχείο της αβεβαιότητας για το μέλλον της και
κρατείστε αυτό που σας λέω.
Κύριε Βούτση, εσείς όμως βρίσκεστε εδώ για έναν ευχάριστο λόγο. Κλείνετε το Αφιερωματικό Έτος Ελλάδας και Ρωσίας. Θα ήθελα
να μάθω την εκτίμησή σας γι’ αυτό το Έτος και να σας ρωτήσω αν οι πολιτιστικές αξίες και η πολιτιστική εγγύτητα μπορούν να
επηρεάσουν την εξωτερική πολιτική.
Επιτρέψτε
μου, πριν απαντήσω στο ερώτημά σας, παρ’ ότι ξέρω ότι είναι λίγο
αντι-τηλεοπτικό, να σας συμπληρώσω σε σχέση με το
προηγούμενο ότι αυτό αφορά και την περιοχή μας, δηλαδή την εξωτερική
πολιτική της ΕΕ. Είναι επί θύραις για να συζητηθεί το Κυπριακό ή θα
έπρεπε να είναι επί θύραις να συζητηθεί το Παλαιστινιακό, δύο μεγάλα
προβλήματα στα οποία η ΕΕ είχε άμεση σχέση –και μέσω
ΟΗΕ και άμεσα– και παρ’ όλα αυτά και σ’ αυτά τα θέματα υπάρχει μια
έλλειψη πολιτικής και πρωτοβουλίας. Ας κλείσουμε, λοιπόν, αυτή την
παρένθεση ως προς το προηγούμενο ζήτημα. Είναι δύο θέματα που αφορούν
και τη χώρα μας, αλλά και την περιοχή.
Ως
προς το Έτος το οποίο περάσαμε, είμαστε ευτυχείς, πραγματικά, για την
ποιότητα των ιστορικών, πολιτιστικών και επιστημονικών
εκδηλώσεων, για την ποιότητα των επαφών και το επίπεδο των ανταλλαγών
που υπήρξαν και για το ενδιαφέρον που υπήρξε στην κοινή γνώμη των δύο
χωρών. Δηλαδή, αυτή η σχέση υπερέβη αρκετά τις ίδιες τις προσδοκίες που
είχαμε και έφερε στην επιφάνεια αυτό που εσείς
είπατε προηγουμένως για 89% με αφορμή τις κυρώσεις. Αυτό το ποσοστό
υπάρχει είτε έτσι είτε αλλιώς ως αγάπη για τον ρωσικό λαό. Είτε αφορά
τις κυρώσεις, είτε την ΤΣΣΚ Μόσχας. Θέλω να σας πω ότι είναι μια
βαθύτερη και ιστορικά μορφοποιημένη και δοκιμασμένη σχέση
ανάμεσα στις δύο χώρες. Είπα και χθες, μου δόθηκε η ευκαιρία, ότι και
στις πιο δύσκολες στιγμές του Ψυχρού Πολέμου –που εμείς είμαστε στα
σύνορα μαζί με την Τουρκία της επαφής με την τότε Σοβιετική Ένωση– ή και
στις δύσκολες ιστορικές περιόδους της δικτατορίας
στην Ελλάδα, παρ’ όλα αυτά, σχεδόν το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της
χώρας και του λαού μας έχουν μια ισχυρή συμπάθεια για τον ρωσικό λαό,
και όχι μόνο για λόγους ομόθρησκους κ.τ.λ. Είναι εικόνες που έρχονται
από το παρελθόν και από το μέλλον και στις οποίες
δόθηκε η δυνατότητα αυτή τη χρονιά με το Αφιερωματικό Έτος να έρθουν
στην επιφάνεια και νομίζω ότι αυτό θα βοηθήσει πάρα πολύ και από εδώ και
πέρα.
Κύριε Βούτση, σας ευχαριστούμε πάρα πολύ για τη συνέντευξη.
Σπασίμπα.