Η
παρουσίαση των θέσεων των κομμάτων του ελληνικού κοινοβουλίου, με σκοπό
τη διατύπωση Γνώμης προς την κυβέρνηση, για τις διεθνείς εμπορικές
συμφωνίες και ειδικότερα για
την Ολοκληρωμένη Οικονομική και Εμπορική Συμφωνία Ευρωπαϊκής
Ένωσης-Καναδά (CETA) ήταν το αντικείμενο της 5ης
συνεδρίασης
της Ειδικής Επιτροπής της Βουλής για το Περιεχόμενο και τις Διαδικασίες
Σύναψης των Διατλαντικών Εμπορικών Συμφωνιών. Η επιτροπή συνεδρίασε υπό
την προεδρία του Προέδρου της και Προέδρου της Βουλής, κ. Νικολάου
Βούτση, με συμμετοχή εκπροσώπων των κομμάτων,
στελεχών της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής,
εμπειρογνωμόνων και
εκπροσώπων κοινωνικών οργανώσεων. Την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο Γενικός
Γραμματέας του Υπουργείου Οικονομίας, Ανάπτυξης και Τουρισμού κ. Ηλίας
Ξανθάκος.
Εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ μίλησε ο βουλευτής κ. Κωνσταντίνος Δουζίνας, ο οποίος παρουσίασε τα θετικά και τα αρνητικά σημεία της
CETA,
επισημαίνοντας ότι παρά τις σημαντικές βελτιώσεις, αποτέλεσμα μεταξύ
άλλων της διαπραγματευτικής στάσης της ελληνικής κυβέρνησης
και άλλων κυβερνήσεων, η συμφωνία εξακολουθεί να προκαλεί σοβαρές
επιφυλάξεις και ανησυχίες. Ανέφερε ότι ο Καναδάς βρίσκεται κοντά στα
δεδομένα του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους, σημείωσε ωστόσο τη
μυστικότητα και την αδιαφάνεια των διαπραγματεύσεων μιας συμφωνίας
που καλύπτει όλες τις πλευρές της οικονομικής δραστηριότητας, με μεγάλο
αντίκτυπο σε εργασιακά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά δικαιώματα.
Αναφορικά με τα προϊόντα γεωγραφικής ένδειξης, επισημάνθηκε η αύξηση του
αριθμού των περιλαμβανόμενων ελληνικών προϊόντων
από 6 σε 16. Ο κ. Δουζίνας αναφέρθηκε ιδιαίτερα στο ειδικό δικαστικό
σύστημα που εισάγει η συμφωνία, το οποίο δίνει τη δυνατότητα σε μεγάλες
πολυεθνικές επιχειρήσεις να παρακάμπτουν τα εθνικά και ευρωπαϊκά
δικαστήρια, συμμεριζόμενος την πρόταση της Ένωσης
Ευρωπαίων Δικαστών ότι θα πρέπει να διασφαλισθεί τουλάχιστον η
δυνατότητα προσφυγής σε τελεσίδικο στάδιο είτε στο Δικαστήριο της Ε.Ε.
είτε στα ανώτατα εθνικά δικαστήρια. Σε ό,τι αφορά την προσωρινή εφαρμογή
της
CETA
μέχρι την τελική επικύρωσή της από τα εθνικά κοινοβούλια, επισήμανε ότι
περιορίζεται στις διατάξεις που ανήκουν αποκλειστικά
στην αρμοδιότητα της Ε.Ε., όπως είναι το εμπόριο και οι δημόσιες
προμήθειες, ενώ αποκλείει όσες ανήκουν στην αρμοδιότητα των κρατών. Ο
εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ τόνισε επίσης ότι η προσωρινή εφαρμογή της
συμφωνίας θα λειτουργήσει εκ των πραγμάτων ως πιλοτική περίοδος,
κατά την οποία θα αξιολογηθούν τα αποτελέσματά της και θα εξετασθούν
ακόμα και οι δυνατότητες αποχώρησης, αν διαπιστωθεί ότι θίγονται ζωτικά
συμφέροντα της χώρας, λαμβανομένης υπόψη και της σχετικής πρόσφατης
απόφασης του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Ο
βουλευτής της Ν.Δ. κ. Ιωάννης Κεφαλογιάννης, αφού εξήγησε ότι η
αξιωματική αντιπολίτευση θα καταθέσει την πρότασή της τις επόμενες
ημέρες, σημείωσε ότι καθήκον της επιτροπής
είναι να ενημερώσει ουσιαστικά την ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα τους
καταναλωτές για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της συμφωνίας
CETA,
επισημαίνοντας ζητήματα όπως η ασφάλεια των τροφίμων, η περιβαλλοντική
νομοθεσία και η διαιτητική επίλυση διαφορών μεταξύ επιχειρήσεων
και κρατών. Τόνισε ότι ως χώρα θα πρέπει να αξιοποιήσουμε τις
ευκαιρίες, να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις και να ελαχιστοποιήσουμε
τους κινδύνους που περιέχουν οι συμφωνίες αυτές, πρότεινε δε η ειδική
κοινοβουλευτική επιτροπή να εργαστεί με τρόπο που να αναλύσει
σε ξεχωριστές θεματικές ενότητες όλες τις επιμέρους πτυχές τους και να
αποφύγει τον κίνδυνο ιδεολογικοποίησης ή έκδοσης πορισμάτων, που θα
έχουν τον χαρακτήρα μανιφέστου.
Από το ΚΚΕ, ο βουλευτής κ. Νίκος Καραθανασόπουλος αποσαφήνισε ότι το κόμμα του θα καταψηφίσει τη
CETA,
όπως και όλες τις συμφωνίες αυτού του τύπου, τόσο στο ελληνικό όσο και
στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, επισημαίνοντας ότι οι διαπραγματεύσεις
γίνονται για να διερευνηθεί πόσο θα αλλάξουν τα παραγωγικά πρότυπα και
πώς θα προσαρμοσθούν στις ανάγκες των μονοπωλίων και του καπιταλισμού. Ο
εκπρόσωπος του ΚΚΕ εξήγησε ότι και η εμπορική συμφωνία μεταξύ Ε.Ε. και
Καναδά εξυπηρετεί τους πολυεθνικούς ομίλους,
οι οποίοι, στο πλαίσιο ισχυρών ενδοκαπιταλιστικών αντιθέσεων,
συγκεντρώνονται γύρω από δύο κεντρικούς άξονες, τον ευρωατλαντικό και
τον άξονα Ρωσίας-Κίνας, καθώς και γύρω από δύο δευτερεύοντες, ΗΠΑ και
Γερμανίας. Οποιαδήποτε τέτοιου είδους συμφωνία θα έχει
ως αποτέλεσμα να σαρωθούν και τα τελευταία υπολείμματα των εργασιακών
δικαιωμάτων, τόνισε ο κ. Καραθανασόπουλος, μαζί με την περαιτέρω
συρρίκνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, την επιδείνωση της
θέσης των μικρών αγροτών και τις καταστροφικές επιπτώσεις
στο περιβάλλον.
Ο κ. Σπύρος Δανέλλης, εκπροσωπώντας το Ποτάμι, εκτίμησε ότι η
CETA
δεν είναι σε βάρος των ελληνικών προϊόντων αλλά αντίθετα προσφέρει
πλαίσιο προστασίας τους. Σημείωσε ότι είναι πολύ καλύτερο
να υπάρχει μια τέτοιου τύπου συμφωνία από την έλλειψη συμφωνίας.
Μάλιστα, πρόσθεσε ότι αν δεν μπορεί να υπάρξει μια εμπορική συμφωνία
μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Καναδά, που να προστατεύει και τα εθνικά
συμφέροντα, δεν είναι εύκολο να υπάρξει μια διμερής
συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Καναδά, που να τα προστατεύει καλύτερα.
Είναι ευκαιρία να ρυθμίσουμε και να ελέγξουμε εμπορικές διαδικασίες που
ούτως ή άλλως συμβαίνουν, επισήμανε ο κ. Δανέλλης, σημειώνοντας ότι το
ζητούμενο είναι να μην υπάρξει έκπτωση στις υψηλού
επιπέδου προδιαγραφές που έχει η Ε.Ε. στα προϊόντα και τις υπηρεσίες.
Εξάλλου, ο εκπρόσωπος από το Ποτάμι άσκησε κριτική στη δικαστική
διαιτησία μεταξύ επιχειρήσεων και κρατών, που προβλέπει η
CETA,
τονίζοντας παράλληλα την ανάγκη να τακτοποιήσουμε τα του οίκου μας στη
δικαιοσύνη, γιατί οι μεγάλες καθυστερήσεις στη λειτουργία
της διώχνουν τις επενδύσεις.
Ο βουλευτής της Ένωσης Κεντρώων κ. Ιωάννης Σαρίδης αναφέρθηκε σε τρία θέματα κριτικής έναντι της
CETA:
στην προστασία των προϊόντων γεωγραφικής ένδειξης, στο δικαίωμα των
κρατών να ασκούν δημόσια πολιτική σε έναν ή περισσότερους
τομείς και στον τρόπο επίλυσης των διαφορών ανάμεσα στους επενδυτές και
τα κράτη. Χαρακτήρισε απαράδεκτο το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
δεν περίμενε την έγκριση της συμφωνίας
CETA
από τα εθνικά κοινοβούλια, παρά το ότι αναγνωρίζει σχετική αρμοδιότητα
στα κράτη-μέλη, αλλά αποφάσισε την εφαρμογή της έστω και
με προσωρινό χαρακτήρα, υπογραμμίζοντας ότι αυτό θα δημιουργήσει
τετελεσμένα και θα παράξει έννομα συμφέροντα που μάλλον θα είναι αδύνατο
να ανατραπούν. Τέλος, ο εκπρόσωπος της Ένωσης Κεντρώων πρότεινε την
καταψήφιση της συμφωνίας όταν έρθει προς κύρωση στην
ελληνική Βουλή, κυρίως επειδή δεν συμμετείχαν στη διαμόρφωσή της τα
θεσμοθετημένα εθνικά όργανα.
Η βουλευτής κ. Ελένη Ζαρούλια, ως εκπρόσωπος του Λαϊκού Συνδέσμου Χρυσή Αυγή, δήλωσε ότι το κόμμα της απορρίπτει τη
CETA,
επισημαίνοντας ότι η εφαρμογή της συμφωνίας θα είχε ως τίμημα την
απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας σε κρίσιμους τομείς και
την αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού. Ανέφερε ότι στην περίπτωση αυτή
όλοι οι εθνικοί κοινωφελείς τομείς θα περάσουν σε πολυεθνικούς
επιχειρηματικούς ομίλους, χωρίς να είναι δυνατή η επιστροφή τους στο
ελληνικό κράτος, ενώ μεταξύ άλλων θα πληγούν οι μικρομεσαίες
επιχειρήσεις και η αγροτική παραγωγή, θα απειληθεί η ασφάλεια των
τροφίμων και θα απορρυθμιστεί η αγορά εργασίας. Η κ. Ζαρούλια ζήτησε
όταν η συμφωνία
CETA έρθει προς κύρωση στη Βουλή να ψηφιστεί με πλειοψηφία 3/5 του αριθμού των βουλευτών και ονομαστική ψηφοφορία.
Εκ
μέρους των Οικολόγων Πρασίνων μίλησαν ο κ. Γιώργος Δημαράς, βουλευτής
εκλεγμένος με τον ΣΥΡΙΖΑ, και ο κ. Κώστας Διάκος, στέλεχος των Οικολόγων
Πρασίνων, οι οποίοι αναφέρθηκαν
σε δραματικές επιπτώσεις από την εφαρμογή της CETA
και των άλλων διεθνών εμπορικών συμφωνιών στον άνθρωπο και το φυσικό
περιβάλλον.
Επισήμαναν τους σοβαρούς κινδύνους για τη βιωσιμότητα των τοπικών
οικονομιών, τα εργασιακά δικαιώματα και την υγεία των καταναλωτών. Θα
πρέπει να δώσουμε μάχες ώστε να μην μετατραπεί η ζωή μας σε εμπορεύσιμο
προϊόν, ώστε η οικονομία να είναι εργαλείο του ανθρώπου
και όχι να γίνει ο άνθρωπος εργαλείο της οικονομίας, τόνισαν.
Μετά
την ολοκλήρωση των τοποθετήσεων, ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Νικόλαος
Βούτσης ζήτησε να καταθέσουν και οι κοινωνικές οργανώσεις τις θέσεις
τους προκειμένου να περιληφθούν
στα Πρακτικά της συνεδρίασης, ώστε το σύνολο των θέσεων να είναι
διαθέσιμο στα κόμματα, τα υπουργεία, την κυβέρνηση.
Ο κ. Βούτσης επισήμανε επίσης την ανάγκη εκπόνησης μιας σύγχρονης μελέτης τεκμηρίωσης των επιπτώσεων της
CETA –με όλα τα ποιοτικά και ποσοτικά μεγέθη– από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα πρέπει να τεθεί σε γνώση των μελών της ειδικής
κοινοβουλευτικής επιτροπής, αίτημα που αποτελεί κοινό τόπο των πολιτικών κομμάτων αλλά και της κοινωνίας των πολιτών.