Η ομιλία-παρέμβαση του Προέδρου λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο συζήτησης του
1ου Θέματος της Διάσκεψης «Η μεταναστευτική και προσφυγική κρίση στην Ευρώπη: ο ρόλος και οι ευθύνες των κοινοβουλίων»
Το
ζήτημα με τις συνεχώς αυξανόμενες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές
προς την Ευρώπη είναι μείζον και απαιτεί τη διαμόρφωση μιας συναντίληψης
και την εκπόνηση και εφαρμογή
πολιτικών αντιμετώπισής του. Η πηγή του προβλήματος είναι η προφανής
πολλαπλή αποσταθεροποίηση τόσο στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής
όσο και στη Βόρεια Αφρική.
Είναι
προφανές, επίσης, ότι δεν αποτελεί ένα πρόβλημα συγκυριακής έξαρσης.
Ότι πολλοί παράγοντες οδηγούν στην όξυνσή του, με κυριότερες και πλέον
ορατές τις εστίες εμφύλιων
πολεμικών συρράξεων και ξένων επεμβάσεων, τις φονταμενταλιστικές
θρησκευτικές βίαιες αντιπαραθέσεις, τις αυξανόμενες οικονομικές
ανισότητες μέσα στο περιβάλλον της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, ακόμα και
τις δυσμενείς περιβαλλοντικές αλλαγές.
Επειδή
οι παραπάνω διαπιστώσεις αποτελούν κοινό τόπο, θα πρέπει κατεξοχήν να
υπάρξουν ριζοσπαστικές και γενναίες αποφάσεις σε διεθνή κλίμακα, ώστε να
ειρηνεύσουν και να αναπτυχθούν
αυτές οι περιοχές και να γίνει δυνατό οι λαοί τους, που συναποτελούν
ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού, να ζήσουν σε συνθήκες
ασφάλειας και ευημερίας στις χώρες τους. Γιατί κανείς δεν θέλει να φύγει
και να ζήσει με τα παιδιά του μακριά από τον τόπο
που γεννήθηκε και να μπει σε μια προφανή και πρωτοφανή διακινδύνευση,
επιζητώντας τη φιλοξενία σε άγνωστους μακρινούς προορισμούς.
Αυτή
η θέση πιθανώς να θεωρείται αυτονόητη. Δυστυχώς όμως δεν έχει, εδώ και
χρόνια, συγκινήσει και κινητοποιήσει τη λεγόμενη διεθνή κοινότητα στην
οποία συμπεριλαμβάνεται βεβαίως
και η Ευρώπη. Δεν έχει καταστεί συλλογική συνείδηση ότι έχουμε ευθύνες
και εμείς. Με συμμετοχή σε πράξεις, με παραλείψεις ή με αδράνεια και
αδιαφορία ή ακόμη και με πολιτικές εκμετάλλευσης που όξυναν αντί να
αμβλύνουν τους γνωστούς εγγενείς παράγοντες, δηλαδή
τα αυταρχικά καθεστώτα, τις εμφύλιες συρράξεις, τους διεθνείς
ανταγωνισμούς επιρροής.
Το αίτημα, το διακύβευμα, η ανάγκη για αξιοβίωτες συνθήκες είναι προφανή: Ειρήνη, ανάπτυξη, ασφάλεια.
Η
συνειδητοποίηση για το ότι έχουμε μέρος της ευθύνης για τη δημιουργία
και την όξυνση των αιτίων που οδήγησαν στις προσφυγικές και
μεταναστευτικές ροές, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση
για να συνεννοηθούμε. Μόνο έτσι θα υλοποιήσουμε τολμηρά τη στρατηγική
της ανάληψης του «μερίσματος ευθύνης» από όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες για
την υποδοχή, τη φιλοξενία και την προοπτική ενσωμάτωσης μεγάλου μέρους
αυτών των ροών.
Δεν
αρκεί η επίκληση των διαχρονικών ευρωπαϊκών αξιών της αλληλεγγύης, της
φιλοξενίας και του ανθρωπισμού, εάν ακριβώς δεν έχει συνειδητοποιηθεί
ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι
μέρος της λύσης ενός προβλήματος που πιθανά θα έχει διάρκεια και θα
αφορά εκατοντάδες χιλιάδες απελπισμένους ανθρώπους. Εάν, επίσης η
Ευρώπη, δεν είναι ταυτόχρονα παρούσα ενεργητικά με όλους τους δυνατούς
τρόπους ώστε να αποκατασταθεί η ειρήνη, η ασφάλεια
και να αρθούν - σταδιακά έστω - οι τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές
ανισότητες.
Η
προφανής έλλειψη έγκαιρης κοινής κατανόησης πάνω σ’ αυτό το ζήτημα και η
ταυτόχρονη μυωπική πολιτική χωρίς την αναγκαία ιστορική ενόραση που
απαιτείται, μπορούν να χαρακτηρίσουν
απολύτως και χωρίς καμία υπερβολή τον μέσο όρο των πολιτικών
αντιλήψεων, αλλά και της έλλειψης στρατηγικής τα προηγούμενα χρόνια, από
το τέλος κιόλας του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα.
Σε
πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, αναδύθηκαν, δυστυχώς, αντιλήψεις για μια
Ευρώπη φρούριο, για ρατσιστικές και ξενοφοβικές αναβιώσεις ιδεολογιών
και πρακτικών που στο παρελθόν
στοίχησαν πάρα πολύ στους λαούς μας. Επίσης ενισχύθηκε η ρητορική και
οι πολιτικές εθνικής αναδίπλωσης σε επιμέρους κρατικές οντότητες που
έφτασαν στο σημείο του μονομερούς κλεισίματος συνόρων και της
εγκατάστασης νέων φραγμών.
Πρέπει
να αναγνωρίσουμε ότι, ως Ευρώπη, με μεγάλη καθυστέρηση, αμηχανία και
προφανή αιφνιδιασμό, που επιπλέον εμπεριέχει και ισχυρή δόση πολιτικής
υποκρισίας, σταθήκαμε απέναντι
στην κατακόρυφη αύξηση των προσφυγικών μεταναστευτικών ροών. Κι όμως
υπήρχαν, τουλάχιστον την τελευταία δεκαετία, πρόδρομα φαινόμενα με
χιλιάδες μάλιστα αθώα θύματα στη Μεσόγειο. Η κυρίαρχη άποψη θεωρούσε ότι
είναι «συμπτώματα» που θα έπρεπε να απασχολούν
μόνο την Ισπανία, τη Μάλτα και ιδιαίτερα την Ιταλία και τη χώρα μας την
Ελλάδα στο μέτωπο του Αιγαίου. Οφείλουμε, πάντως, να υπενθυμίσουμε ότι
οι χώρες πρώτης υποδοχής που βιώναμε ανείπωτες τραγωδίες, έγκαιρα,
συστηματικά και σε όλους τους τόνους έκρουαν τον
κώδωνα του κινδύνου απαιτώντας την από κοινού αντιμετώπιση ενός ολοένα
διογκούμενου ευρωπαϊκού προβλήματος.
Οι
αποφάσεις των Συνόδων της Ευρωπαϊκής Ένωσης -που βεβαίως δεν καλύπτει
όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες- παρότι δειλές και άτολμες, ήταν και είναι σε
μια σωστή κατεύθυνση ως προς
το κεντρικό ζήτημα. Δηλαδή την ανάπτυξη μιας διεθνούς πολιτικής που
στον πυρήνα της έχει τόσο την τήρηση του διεθνούς δικαίου όσο και την
μελετημένη και αποφασιστική συμμετοχή και ανάληψη ευθύνης από κάθε χώρα,
στο μέτρο που η οικονομική – κοινωνική κατάστασή
της το επιτρέπει. Η υλοποίηση αυτών των αποφάσεων επί της ουσίας
βρίσκεται σε εκκρεμότητα και οι περαιτέρω καθυστερήσεις και αρνήσεις
στην εφαρμογή τους μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω όξυνση και σε
ανεξέλεγκτες συνέπειες.
Πιστεύω ότι εδώ, όπως και σε όλα τα
fora
και τις διεθνείς διασκέψεις, θα πρέπει να μιλάμε και να προσπαθούμε
να επικοινωνήσουμε και να διαμορφώσουμε μια συναντίληψη πρωτίστως ως
Ευρωπαίοι εκπρόσωποι των Εθνικών Κοινοβουλίων. Γι’ αυτό απέφυγα να
αναφερθώ στον παραδειγματικό και διεθνώς αναγνωρισμένο τρόπο που μέσα σε
ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες ο Ελληνικός λαός, όπως
και άλλοι λαοί, επιμένει έμπρακτα και υπομένει επί μήνες ώστε να
κυριαρχήσει το ευρωπαϊκό ανθρωπιστικό αποτύπωμα της φιλοξενίας και της
αλληλεγγύης, και να εφαρμοστούν, με ρήτρα υποχρεωτικότητας, όλες οι
συμφωνίες.
Επειδή
μάλιστα εδώ εκπροσωπούμε την πολιτική και τους δημοκρατικούς και
κοινοβουλευτικούς θεσμούς θα ήθελα να τονίσω, κλείνοντας αυτήν την
παρέμβαση, ότι η τήρηση του Διεθνούς
Δικαίου για τους πρόσφυγες, η συνεργασία για την αντιμετώπιση των
θεμάτων ασφαλείας που γεννιούνται από ασύμμετρες απειλές με θύματα στις
Ευρωπαϊκές μητροπόλεις, και η άμεση αλλά και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση
όλων των πραγματικών αιτιών που οδηγούν στην έξαρση
των φαινομένων που προαναφέραμε, οφείλουν να γίνουν εφικτοί κοινοί
στόχοι. Μέσα από τη συνέπεια λόγων και έργων και την εμβάθυνση των αξιών
μας, μέσα από την ευθεία άρνηση των «κλειστών» αντιλήψεων, των
ξενοφοβικών και ρατσιστικών πρακτικών που παράγουν μίσος
για κάθε τι το «διαφορετικό» και αποτελούν ιστορικά το θερμοκήπιο για
τη βία και τους εθνικούς και κοινωνικούς διχασμούς.