Ώρα μηδέν και για το πρόσθετο γεγονός ότι η περιπέτεια αυτή βάφτηκε με το αίμα μιας βουλευτού – οπότε κάποιος έχει αίμα στα χέρια του εκεί στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα και όλα τα επιχειρήματα, πλην όμως διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατόν μια χώρα σαν τη Βρετανία να φθάσει σε αυτό το σημείο, χωρίς οι πολιτικοί της να έχουν προβλέψει τους κινδύνους που διατρέχει εδώ και καιρό η χώρα τους.
Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κάμερον, προειδοποίησε πως οι συντάξεις και το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS), το οποίο χρηματοδοτείται από το βρετανικό δημόσιο, θα υποστούν περικοπές εάν οι Βρετανοί ψηφίσουν υπέρ της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ωστόσο, ισχυροί παράγοντες έλαβαν ενεργά μέρος στην εκστρατεία υπέρ της εξόδου.
Στην επιφάνεια – και εδώ θα επικεντρωθούμε, ώστε να βγάλουμε και τα ανάλογα συμπεράσματα μετά το αποτέλεσμα που όλοι περιμένουν με αγωνία – ήλθε και πάλι ο ρόλος που παίζει ο Τύπος (γενικά και στη γηραιά Αλβιόνα ειδικά).
Την Δευτέρα, 13 Ιουνίου, δέκα ακριβώς ημέρες πριν από το δημοψήφισμα, η εφημερίδα «Σαν», η εφημερίδα με την μεγαλύτερη κυκλοφορία στη χώρα, ιδιοκτησίας Ρούπερτ Μέρντοχ, τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της αποχώρησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όπως έγραψε «αυτή είναι η τελευταία μας ευκαιρία να αποχωρήσουμε από την αντιδημοκρατική μηχανή των Βρυξελλών (...) και είναι καιρός να την αδράξουμε»!
Ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο ο Μέρντοχ συνεχάρη έναν στενό σύμμαχο του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον, τον υπουργό Δικαιοσύνης Μάικλ Γκόουβ, για την βούλησή του να συστρατευθεί στην εκστρατεία υπέρ της αποχώρησης της χώρας από την ΕΕ στο σχετικό επερχόμενο δημοψήφισμα.
«Συγχαρητήρια Μάικλ Γκόουβ. Οι φίλοι γνωρίζουν πως οι αρχές υπερισχύουν της προσωπικής φιλίας», έγραφε στο επαινετικό μήνυμά του στο Twitter ο Μέρντοχ, αφήνοντας έκτοτε να εννοηθεί ότι κάποια από τα μέσα ενημέρωσης που ελέγχει ο 84χρονος ιδιοκτήτης της News Corp και της 21ST Century Fox Inc (και περιλαμβάνουν την μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα στην Βρετανία Σαν, τους Τάιμς του Λονδίνου, την Ουόλ Στριτ Τζέρναλ, και τη Νιου Γιορκ Ποστ) είναι πιθανόν να υποστηρίξουν την εκστρατεία υπέρ της αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ.
Ο Μέρντοχ είχε και παλαιότερα χρησιμοποιήσει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να καταγγείλει τις διαπραγματεύσεις του Κάμερον με την ΕΕ ως «μη συμφωνία», προσθέτοντας ότι «τώρα κυκλοφορούν φήμες ότι εκλιπαρεί συναδέλφους του στην κυβέρνηση να θέσουν κατά μέρος τις πεποιθήσεις τους».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μέρντοχ παρεμβαίνει απροκάλυπτα στην πολιτική ζωή της χώρας.
Το καλοκαίρι του 2007, ο Μέρντοχ, με την πανίσχυρη εταιρία του «The News Corporation» αγόρασε το εκδοτικό έμβλημα του καπιταλισμού, την Ουόλ Στρητ Τζέρναλ έναντι 5 δις λιρών και αύξησε τον αριθμό των καναλιών του στη σοσιαλιστική Κίνα. Ιδιοκτησίας του ήσαν πια μεγάλες εφημερίδες, όπως οι Τάιμς, Σαν και News of the World (που ενεπλάκη στο γνωστό σκάνδαλο των υποκλοπών), πέντε περιοδικά, όπως ο «Αουστράλιαν», το «Σκάι Τελεβίζιον», το κανάλι Φοξ, περιοδικά, εκδοτικοί οίκοι και εταιρίες παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών, ενώ έχει μερίδιο στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, τον Εκόνομιστ, το Ρόϊτερ’ς, το Γιουροπίαν Γουάιρ Σέρβις.
Σοκ προκάλεσε εκείνη την εποχή η αποκάλυψη ότι μέσα στους είκοσι μήνες που προηγήθηκαν της έναρξης του πολέμου στο Ιράκ, ο Μέρντοχ και ο τότε πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ είχαν επικοινωνήσει έξι φορές.
Και κάθε φορά, οι εφημερίδες του Μέρντοχ, Τάιμς και Σαν, έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους προπαγανδίζοντας την ανάγκη της εμπλοκής της Βρετανίας στον πόλεμο, επιτιθέμενες στον Ζακ Σιράκ που διαφωνούσε με τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Η αποκάλυψη έγινε μέσα στη Βουλή των Λόρδων, μετά από την επιμονή του Λόρδου Έιβμπουρι, που κατέθετε επί τέσσερα χρόνια ερωτήσεις, ζητώντας να του δοθεί ο κατάλογος των πρωθυπουργικών τηλεφωνημάτων, επικαλούμενος την Πράξη για την Ελευθερία της Ενημέρωσης.
Λίγο αργότερα, θα το επιβεβαίωνε με την αυτοβιογραφία του, ο ίδιος ο Άλαστερ Κάμπελ, επικοινωνιολόγος του Μπλερ, μέγας spin doctor και ειδικός στα μαγειρέματα και την χειραγώγηση του Τύπου, γκρίζα προσωπικότητα, που στο βιβλίο του αποκαλεί τον Μέρντοχ… 24ο μέλος του βρετανικού υπουργικού συμβουλίου!
Τον Ιούνιο του 2014, αποκαλύφθηκε ότι ο Μέρντοχ είχε δώσει εντολή στους διευθυντές των εφημερίδων του να «σκοτώσουν τον Ουίτλαμ», δέκα μήνες πριν το συνταγματικό «πραξικόπημα» του τότε Γενικού Κυβερνήτη, Τζον Κέρ το 1974, στην Αυστραλία.
Η αποκάλυψη έγινε όταν αποχαρακτηρίστηκαν και δόθηκαν στη δημοσιότητα απόρρητα διπλωματικά έγραφα των ΗΠΑ.
Όπως έγινε γνωστό μέσω της δημοσιοποίησης της σχετικής αναφοράς που κοινοποίησε στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, ο Αμερικανός πρόξενος που υπηρετούσε την εποχή εκείνη στο προξενείο των ΗΠΑ στη Μελβούρνη, ο Μέρντοχ εννοούσε την πολιτική εξόντωση του Γκοφ Ουίτλαμ και όχι τη φυσική.
Στην ίδια αναφορά που εστάλη στις 20 Ιανουαρίου του 1975, ο Αμερικανός πρόξενος, Robert Brand, σημείωνε ότι ο Μέρντοχ έστειλε στους διευθυντές των εφημερίδων του εμπιστευτική εντολή τους ζητούσε να κάνουν ό,τι τους περνούσε από το χέρι για να ανατρέψουν την ομοσπονδιακή Εργατική κυβέρνηση που είχε εκλεγεί το 1972.
Ο Αμερικανός πρόξενος συμπλήρωσε στην αναφορά του ότι ο Μέρντοχ και οι εφημερίδες του υποστήριξαν τον Γκοφ Ουίτλαμ το 1972 και η εντολή του Αυστραλών μεγιστάνων αφορούσε προσωπικά των Ουίτλαμ και όχι ολόκληρο το Εργατικό Κόμμα.
Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι παλαιότερα, μετά από μια σειρά επαφών και επισκέψεων του Μέρντοχ στη Βρετανία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς» είχαν αποφανθεί: «Αν ο Μέρντοχ κάνει βόλτες, τότε είναι προεκλογική περίοδος»!
Το 2011, ο Μέρντοχ βρέθηκε υπό διερεύνηση, όταν αποκαλύφθηκαν οι στενές επαφές του με τον Τόνι Μπλαιρ ενόψει του πολέμου στο Ιράκ.
Ο ίδιος, ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής υπό τον δικαστή Λίβσον, αρνήθηκε την κατηγορία ότι ήλεγχε σειρά Βρετανών ηγετών με τη βοήθεια των μέσων ενημέρωσης του ομίλου του.
Πρόσθεσε μάλιστα ότι θέλει να καταρρίψει τους μύθους που συνδέονται με το όνομά του, αποδεχόμενος, ωστόσο, ότι «οι πολιτικοί, όπως είναι γνωστό, επιδιώκουν πάντα τη στήριξη των εφημερίδων».
«Δεν ζήτησα ποτέ τίποτα από κάποιον πρωθυπουργό», είπε, όταν ρωτήθηκε για τους δεσμούς του με τη Μάργκαρετ Θάτσερ.
Ο Μέρντοχ είχε ερωτηθεί και για τις σχέσεις του με τον πρωθυπουργό Κάμερον, καθώς εκείνη την εποχή είχαν πληθύνει τα δημοσιεύματα για στενούς δεσμούς με τον ισχυρότερο άνδρα των βρετανικών ΜΜΕ. Εκείνη την περίοδο ο Κάμερον δεχόταν πιέσεις προκειμένου να απομακρύνει τον υπουργό ΜΜΕ και Πολιτισμού Τζέρεμι Χαντ που κατηγορήθηκε ότι επιχείρησε να βοηθήσει τη News Corp σε μια σημαντική εξαγορά – κάτι που τελικά έγινε.
Ειδικά όσον αφορά στον Μπλερ, ο Μέρντοχ είχε πει ενώπιον της επιτροπής πως τον συναντούσε συχνά στη διάρκεια της θητείας του, καθώς τον θεωρούσε προσωπικό του φίλο και απολάμβανε την παρέα του.
Αυτή η «σχέση» είχε προκαλέσει και τη σύσταση της εξεταστικής επιτροπής υπό τον δικαστή Λίβσον, που ξεκίνησε τις εργασίες της τον Σεπτέμβριο του 2011, με τον Μέρντοχ να καλείται να καταθέσει τον Απρίλιο του 2012.
Κάτι που επίσης αποκαλύφθηκε είναι πως μόνο κατά τους 15 μήνες πριν από την έναρξη της έρευνας, ο Μέρντοχ, ο γιος του και ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεών του συναντήθηκαν με κορυφαίους υπουργούς της βρετανικής κυβέρνησης περισσότερες από εξήντα φορές!
Ιδιαίτερη αίσθηση είχε προκαλέσει το ειδικό ενδιαφέρον του Μέρντοχ για τα θέματα της Άμυνας και των πολεμικών εκστρατειών, καθώς με τον Βρετανό υπουργό Άμυνας Λάιαμ Φοξ, είχε συναντηθεί 16 φορές.
Στη διάρκεια αυτών των συναντήσεων, αποκαλύφθηκε πως ο Φοξ είχε… ενημερώσει προσωπικά την πρώην διευθύνουσα σύμβουλο του ομίλου, Ρεμπέκα Μπρουκς, για τις πολεμικές εξελίξεις στο Αφγανιστάν και τη νέα αμυντική στρατηγική της Βρετανίας.
Κάτι που σίγουρα δεν οφείλει να είναι μέσα στις πρώτες προτεραιότητες ενός ομίλου ενημέρωσης…
Συμπέρασμα: Όταν ο Μέρντοχ ανακατεύεται είτε πρέπει να περιμένουμε εκλογές, είτε… πόλεμο!
Στην περίπτωση του σημερινού δημοψηφίσματος, ισχύουν και τα δύο…
elzoni.gr