Τη μεγάλη προσπάθεια της Ελλάδας για την
αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, ως πρώτης χώρας εισδοχής στην
Ευρώπη, αλλά και τα προβλήματα στην εφαρμογή της συμφωνίας της 18ης
Μαρτίου 2016 μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Τουρκίας,
υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου
της Ευρώπης κ. Πέδρο Αγκραμούντ, ο οποίος επισκέφθηκε τη Βουλή των
Ελλήνων επικεφαλής αντιπροσωπείας της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης.
Ο κ. Αγκραμούντ συναντήθηκε με τον Πρόεδρο της
Βουλής κ. Νικόλαο Βούτση, συνοδευόμενος από τον Γενικό Γραμματέα της
Κ.Σ. κ. Σαβίνσκι και την Αντιπρόεδρο της Κ.Σ. και επικεφαλής της
ελληνικής αντιπροσωπείας σε αυτήν, κ. Αννέτα Καββαδία.
Στη συνάντηση συμμετείχαν, επίσης, ο Α΄ Αντιπρόεδρος της Βουλής και
Πρόεδρος της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων κ. Αναστάσιος Κουράκης, ο
Γενικός Γραμματέας της Βουλής κ. Κώστας Αθανασίου και υπηρεσιακά
στελέχη.
Κατά τη συνάντηση, ο κ. Βούτσης και ο κ.
Αγκραμούντ εξέφρασαν την κοινή πεποίθηση ότι η μεγάλη και συνεχιζόμενη
προσφυγική κρίση μπορεί να αντιμετωπισθεί ουσιαστικά μόνο με την άρση
των αιτίων που την προκαλούν, ενώ η ευθύνη απέναντι
στους πρόσφυγες πρέπει να αναληφθεί συνολικά και αναλογικά από τη
διεθνή κοινότητα, με πνεύμα συνεργασίας, αλληλεγγύης και προστασίας των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Αμέσως μετά, στην αίθουσα Γερουσίας της
Βουλής, όπου πραγματοποιήθηκε ανταλλαγή απόψεων της αντιπροσωπείας με
μέλη της Ελληνικής Κυβέρνησης,
ο Πρόεδρος της Βουλής κ. Βούτσης, απευθυνόμενος στους παριστάμενους, τόνισε:
«Θα πρέπει να συμβάλλουμε όλοι, μέσα από τα
κοινοβούλια και με τη δράση μας, στη διαμόρφωση και την εφαρμογή μιας
ευρωπαϊκής στρατηγικής που θα βοηθάει στο κρίσιμο ζήτημα. Δηλαδή, στο να
μην έχουν ανάγκη οι πολίτες από την αποσταθεροποιημένη
Μέση Ανατολή, από την αποσταθεροποιημένη Βόρεια Αφρική και από άλλες
περιοχές να φεύγουν από τις εστίες τους και να διακινδυνεύουν, για να
έρθουν στον λεγόμενο ‘‘ευρωπαϊκό παράδεισο’’. Χρειάζεται στρατηγική
σταθερότητας, ειρήνης και κυρίως ανάπτυξης. Αυτή
είναι η κραυγή που έρχεται από αυτές τις χώρες.
Η Ευρώπη, εν συνόλω, θα πρέπει να αντιληφθεί
το μέγεθος των σοβαρών ευθυνών που ενυπάρχουν στον λεγόμενο αναπτυγμένο
κόσμο και στη διεθνή κοινότητα, για την παράταση αυτού του καθεστώτος
αποσταθεροποίησης. Θα πρέπει να συμβιβαστεί
με την ιδέα της ένταξης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων από αυτές τις
περιοχές -στην παρούσα φάση και μέχρι να αρθούν οι αιτίες που γεννούν
τις προσφυγικές ροές- και να ισχύσουν οι κανόνες μετεγκατάστασης, να
ενισχυθεί και να υποστηριχθεί η κοινή συμφωνία της
Ε.Ε. με την Τουρκία, χωρίς να στήνονται φραγμοί στα σύνορα, χωρίς να
στήνονται καινούρια τείχη και, βεβαίως, χωρίς να είναι ανεκτό κάποιες
χώρες και κάποιοι εξ ημών να καταθέτουμε την αλληλεγγύη μας, ενώ κάποιες
άλλες χώρες να μη συμβάλλουν σ’ αυτή την πολιτική.
Όλοι γνωρίζουμε τα πραγματικά προβλήματα που
έχουν οδηγήσει στην ένταση αυτής της κατάστασης. Είναι πολύ μεγάλη
ευκαιρία για όλους να αντιληφθούμε από κοινού το βάθος του προβλήματος
και να βοηθήσουμε στη διαμόρφωση ενός νέου συσχετισμού
δυνάμεων. Δεν εννοώ πολιτικών δυνάμεων. Εννοώ, ευθέως, αξιών. Ενός νέου
συσχετισμού αξιών αλληλεγγύης, φιλοξενίας, φιλειρηνισμού, δικαιωμάτων,
στήριξης των υπαρκτών συμβάσεων, Γενεύης και άλλων, που αφορούν τα άτομα
ή ομάδες ατόμων. Οι πολιτικές δυνάμεις στα
κοινοβούλια όλων των χωρών θα δοκιμαστούν, σε ιστορική κλίμακα, από το
πόσο θα ανταποκριθούν σ’ αυτή τη μεγάλη προσπάθεια».
Ακολούθως, τον λόγο έλαβε ο Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης κ. Αγκραμούντ, ο οποίος
επισήμανε, μεταξύ άλλων: «Βασικός στόχος της επίσκεψης αυτής
είναι να ευαισθητοποιήσουμε σχετικά με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η
Ελλάδα, σε σχέση με την πρωτοφανή εισροή μεταναστών, προσφύγων και
αιτούντων άσυλο.
Θέλουμε να εστιάσουμε, επίσης, στις συνθήκες
διαβίωσης αυτών των ανθρώπων και την πρόσβαση που έχουν σε διεθνή
προστασία. Επιπλέον, στην τελευταία συνεδρίαση τον Απρίλιο, η Συνέλευση
υιοθέτησε ψήφισμα για την κατάσταση των προσφύγων
και των μεταναστών, υπό τη συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας της 18ης
Μαρτίου 2016, όπου, μεταξύ άλλων, θεωρήσαμε ότι η συμφωνία αυτή εγείρει
πολλά θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που έχουν να κάνουν τόσο με την
ουσία της όσο και με την εφαρμογή της και αποφασίσαμε
να θέσουμε αρκετές συστάσεις προς την Ελλάδα, την Τουρκία και την Ε.Ε.
Ως follow up στο ψήφισμα αυτό, η επίσκεψη αυτή μας δίνει την ευκαιρία να
δούμε ιδίοις όμμασι την εφαρμογή της συμφωνίας Τουρκίας-Ε.Ε.
Θεωρώ πως έχουμε μια μεγάλη ευκαιρία να
συζητήσουμε μαζί, τρόπους και μέσα, να μοιράσουμε την ευθύνη με έναν πιο
δίκαιο τρόπο μεταξύ των κρατών μελών της Ευρώπης. Πρέπει να φύγουμε από
την Ευρώπη των φρακτών και των τειχών, και να
δημιουργήσουμε μια Ευρώπη με γέφυρες και αλληλεγγύη.
Επομένως, ελπίζω στο τέλος αυτής της επίσκεψης
να επιστρέψουμε όλοι στις χώρες μας και να μεταφέρουμε αυτό ακριβώς το
μήνυμα, πώς δηλαδή θα βρούμε τρόπους να βοηθήσουμε χώρες όπως η Ελλάδα
και πώς θα τηρήσουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα
-την ηθική υποχρέωση που έχουμε απέναντι σε αυτά και τη διεθνή
υποχρέωση- και θα προστατεύσουμε αυτούς που χρειάζονται προστασία».
Στη συνέχεια η κ. Αννέτα Καββαδία,
Αντιπρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης
και επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας σε αυτήν, μεταξύ άλλων υπογράμμισε:
«Όταν μιλάμε για μια κοινή ευρωπαϊκή απάντηση
στην προσφυγική κρίση, δεν είναι δυνατόν να εννοούμε τη στεγνή,
τεχνοκρατική διαχείριση των προσφυγικών ροών ή, ακόμα περισσότερο,
αποσπασματικές πολιτικές αποτροπής ή ‘‘αναχαίτισης’’ των
προσφύγων. Αλλά μια ολοκληρωμένη και αποτελεσματική πολιτική,
θεμελιωμένη στις αξίες του ανθρωπισμού, της αλληλεγγύης και της
προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως ορίζονται, μεταξύ άλλων, στο
θεμελιώδες κείμενο του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού που
είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Αυτές είναι
αξίες που θέλουμε να καλούμε ευρωπαϊκές.
Έχουμε μια συμφωνία με την Τουρκία για τον
περιορισμό των προσφυγικών ροών, η οποία παρουσιάζει πολλές δυσκολίες
και εγείρει δικαιολογημένους προβληματισμούς, ιδίως ως προς τη
συμβατότητά της με το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Ωστόσο,
ακόμα και αυτή η συμφωνία συναντά ήδη σημαντικές δυσκολίες ως προς την
εφαρμογή της. Δυσκολίες που δημιουργούν εύλογη ανησυχία για το μέλλον.
Η εμπλοκή του Συμβουλίου της Ευρώπης και,
ειδικότερα, της Συνέλευσης είναι, πιστεύουμε, εξαιρετικά σημαντική και
πρέπει να έχει συνέχεια. Όχι μόνο για τη συνειδητοποίηση του προβλήματος
στις πραγματικές του διαστάσεις και για τη διάλυση
κάθε είδους παραπληροφόρησης σχετικά με τον τρόπο που αντιμετωπίζει η
Ελλάδα αυτή την πρωτοφανή κατάσταση - και μάλιστα εν μέσω οικονομικής
κρίσης που, μην το ξεχνάμε, εξακολουθεί να πλήττει τη χώρα και την
κοινωνία μας. Αλλά για κάτι πολύ σημαντικότερο: για
την ενεργοποίηση των δημοκρατικών και ανθρωπιστικών αντανακλαστικών,
εκείνων των ευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων που μπορούν, όντως, να
συνεισφέρουν σε μια λύση που θα αξίζει να λέγεται ευρωπαϊκή».