O θρύλος της ροκ Ντέιβιντ Μπάουι πέθανε χθες,
Κυριακή, από καρκίνο σε ηλικία 69 ετών, ανακοίνωσαν σήμερα η οικογένειά
του και οι επίσημοι λογαριασμοί του βρετανού αστέρα στα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης.
"Ο Ντέιβιντ Μπάουι πέθανε ήσυχα σήμερα έχοντας δίπλα του την οικογένειά του έπειτα από μια γενναία μάχη 18 μηνών με τον καρκίνο", αναφέρουν οι λογαριασμοί του στο Twitter και το Facebook, σε μήνυμα που έχει ημερομηνία 10 Ιανουαρίου.
O θρύλος της ροκ Ντέιβιντ Μπάουι ήξερε να συνδυάζει ποπ μουσική και πειραματισμούς για να αναδειχθεί ένας από τους μεγαλύτερους ποπ σταρ όλων των εποχών. Γνήσιος καλλιτέχνης-χαμαιλέων, πρόλαβε να δει το "Blackstar", το 25ο άλμπουμ του στην πλούσια καριέρα του, να κυκλοφορεί την Παρασκευή 8 Ιανουαρίου, ημέρα των 69ων γενεθλίων του.
Ο τραγουδιστής και συνθέτης που έχτισε την καριέρα του πάνω σε διαδοχικές μετενσαρκώσεις, μέσω των χαρακτήρων του Ζίγγι Στάρνταστ, του Αλαντίν Σέιν ή του Λεπτού Λευκού Δούκα, ήταν ένας πολυσχιδής οραματιστής, μια προσωπικότητα που σίγουρα θα επηρεάσει γενιές καλλιτεχνών.
Το ίδιο άνετος με τον Μπέκετ και τον Νίτσε όσο και με τους φίλους του Λου Ριντ και 'Ιγκι Ποπ, ο Μπάουι πέρασε τη ζωή του πειραματιζόμενος πάνω σε πολλά είδη μουσικής, κάνοντας συχνά περιηγήσεις στο χώρο του κινηματογράφου, του θεάτρου, της μόδας, στη ζωγραφική.
Συνεχίζει να εμπνέει τόσο τη νοικοκυρά που σιγοτραγουδά τα κομμάτια του στο σουπερμάρκετ όσο και τη νεαρή επαναστάτρια που ακολουθεί το ερμαφρόδιτο και διαταραγμένο παρουσιαστικό του της δεκαετίας του 1970.
Η επιτυχία του μετριέται σε πωλήσεις δίσκων, οι οποίες ξεπερνούν τα 140 εκατομμύρια, ή μέσω της επιρροής που συνεχίζει να ασκεί στους συναδέλφους του, από τη Λέιντι Γκάγκα έως τα συγκροτήματα των Πλασέμπο ή των Μπλερ. Και πόσοι τραγουδιστές μπορούν να προσελκύσουν ένα και πλέον εκατομμύριο επισκέπτες στην αναδρομική έκθεση που διοργανώνεται γι' αυτούς και μόνο, όπως έγινε στην έκθεση "David Bowie Is" που εγκαινιάστηκε το 2013 στο Λονδίνο;
Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου του 1947 σε μια φτωχή οικογένεια του Μπρίξτον, μιας λαϊκής γειτονιάς του νότιου Λονδίνου. Σε ηλικία 16 ετών, σε έναν καβγά, το αριστερό του μάτι θα τραυματιστεί σοβαρά. Ο Ντέιβιντ θα διατηρήσει μια διεσταλμένη κόρη δίνοντας την παράξενη εντύπωση ότι το χρώμα του δεξιού ματιού του είναι διαφορετικό από αυτό του αριστερού.
Εκείνη την περίοδο παρατάει το σχολείο και αρχίζει τη μουσική του καριέρα. Η πρώτη επιτυχία θα έρθει το 1969 με το "Space Oddity", μια μπαλάντα που έγινε θρυλική και αναφέρεται στην ιστορία του Μέιτζορ Τομ, ενός αστροναύτη που χάνεται στο διάστημα.
Επιτυχία στις ΗΠΑ
Παράλληλα ο Μπάουι παρακολουθεί μαθήματα μιμητικής. Τα μαθήματα αυτά και η αγάπη του για τα εκκεντρικά κοστούμια, τη μόδα και ακόμη και το θέατρο καμπούκι, θα τον βοηθήσουν αργότερα να μεταλλαχθεί σε άνθρωπο με χίλια πρόσωπα.
Από το 1972 αρχίζει τον χορό των μεταμορφώσεων, με πρώτο το πρόσωπο του Ζίγγι Στάρνταστ, του ερμαφρόδιτου σταρ που εγκαινιάζει την περίοδο του γκλαμ ροκ. Θα ακολουθήσει η μεταμόρφωσή του κυνικό ναζί, ωχρό αντάρτη...
Πίσω από τις μάσκες αυτές, ο Ντέιβιντ προκαλεί, αυξάνει τις αντιφατικές δηλώσεις, κυρίως όσον αφορά τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, τροφοδοτεί τις κοσμικές στήλες, ηχογραφεί άνισους δίσκους, εξοργίζει και γοητεύει.
Το 1975, ο Μπάουι κάνει μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ με το "Fame", το οποίο συνθέτει μαζί με τον Τζον Λένοξ και γίνεται νούμερο ένα, και το πετυχημένο άλμπουμ "Young Americans".
Ο τραγουδιστής ζει τότε στις ΗΠΑ με τη σύζυγό του Αντζι, αλλά το 1976 φεύγει για να ζήσει τρία χρόνια στο Δυτικό Βερολίνο με τον γιο του Ζόουι, αφήνοντας πίσω του μια ζωή που σημαδεύτηκε από την κοκαΐνη.
Από το 1976 έως το 1979, κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο Βερολίνο, αναλαμβάνει την παραγωγή μαζί με τον Μπράιαν Ινο της τριλογίας "Low, Heroes και Lodger" που θα ανοίξει τον δρόμο στο "κολντ γουέιβ".
Το άλμπουμ του "Let's dance" το 1983 κατακτά ένα νεότερης ηλικίας κοινό στις χορευτικές πίστες.
Ωστόσο από το 1988, η περίοδος που αφιέρωσε στη χαρντ ροκ με το συγκρότημα Tin Machine, τυγχάνει μιας μάλλον επιφυλακτικής υποδοχής.
Ο Μπάουι θα ξαναπαντρευτεί τη Σομαλή Ιμάν το 1992, μοντέλο, με την οποία θα αποκτήσει μια κόρη, την Αλεξάντρια, και ύστερα από μια περίοδο στην Ελβετία, μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Λονδίνου και Νέας Υόρκης.
Ο Μπάουι ξαναρχίζει τη σόλο καριέρα και, πάντα πρωτοποριακός, αποκαλύπτει το 1999 το άλμπουμ του "Hours" στο Διαδίκτυο επιτρέποντας στους χρήστες να "κατεβάσουν" τους δίσκους του με πληρωμή.
Έως τις αρχές του 2000 κάνει σειρά από δίσκους και περιοδείες, ωστόσο ένα καρδιακό επεισόδιο τον Ιούνιο του 2003 πάνω στη σκηνή ενός γερμανικού φεστιβάλ όπου εμφανιζόταν τερματίζει την περίοδο αυτή.
Καθώς του επιβλήθηκε για ιατρικούς λόγους μακρά περίοδος ανάπαυσης, οι εμφανίσεις του στη σκηνή είναι σπάνιες, και αυτές γίνονται δίπλα στο συγκρότημα των καναδών ρόκερ "Αρκέιντ Φάιρ", στην Αμερικανίδα Αλίσια, στον πρώην κιθαρίστα των Πινκ Φλόιντ, Ντέιβιντ Γκίλμουρ.
Ενώ οι ανησυχητικές φήμες για την κατάσταση της υγείας του δίνουν και παίρνουν, ο Μπάουι βγάζει το 2013 ένα δυναμικό άλμπουμ "The next day". "Να 'μαι λοιπόν, όντως δεν πεθαίνω", είχε ουρλιάξει τότε με όλη του τη δύναμη, παρουσιάζοντας το ομώνυμο τραγούδι.
"Η φιλία του Ντέιβιντ ήταν το φως της ζωής μου. Ουδέποτε συνάντησα κάποιον τόσο σπουδαίο. Ήταν ο καλύτερος", έγραψε ο 67χρονος βρετανός σταρ της ροκ Ιγκι Ποπ, συνεργάτης του Μπάουι κυρίως στα χρόνια του Βερολίνου και κυρίως την εποχή της σύνθεσης του τραγουδιού "China Girl".
"Ο Ντέιβιντ Μπάουι πέθανε ήσυχα σήμερα έχοντας δίπλα του την οικογένειά του έπειτα από μια γενναία μάχη 18 μηνών με τον καρκίνο", αναφέρουν οι λογαριασμοί του στο Twitter και το Facebook, σε μήνυμα που έχει ημερομηνία 10 Ιανουαρίου.
O θρύλος της ροκ Ντέιβιντ Μπάουι ήξερε να συνδυάζει ποπ μουσική και πειραματισμούς για να αναδειχθεί ένας από τους μεγαλύτερους ποπ σταρ όλων των εποχών. Γνήσιος καλλιτέχνης-χαμαιλέων, πρόλαβε να δει το "Blackstar", το 25ο άλμπουμ του στην πλούσια καριέρα του, να κυκλοφορεί την Παρασκευή 8 Ιανουαρίου, ημέρα των 69ων γενεθλίων του.
Ο τραγουδιστής και συνθέτης που έχτισε την καριέρα του πάνω σε διαδοχικές μετενσαρκώσεις, μέσω των χαρακτήρων του Ζίγγι Στάρνταστ, του Αλαντίν Σέιν ή του Λεπτού Λευκού Δούκα, ήταν ένας πολυσχιδής οραματιστής, μια προσωπικότητα που σίγουρα θα επηρεάσει γενιές καλλιτεχνών.
Το ίδιο άνετος με τον Μπέκετ και τον Νίτσε όσο και με τους φίλους του Λου Ριντ και 'Ιγκι Ποπ, ο Μπάουι πέρασε τη ζωή του πειραματιζόμενος πάνω σε πολλά είδη μουσικής, κάνοντας συχνά περιηγήσεις στο χώρο του κινηματογράφου, του θεάτρου, της μόδας, στη ζωγραφική.
Συνεχίζει να εμπνέει τόσο τη νοικοκυρά που σιγοτραγουδά τα κομμάτια του στο σουπερμάρκετ όσο και τη νεαρή επαναστάτρια που ακολουθεί το ερμαφρόδιτο και διαταραγμένο παρουσιαστικό του της δεκαετίας του 1970.
Η επιτυχία του μετριέται σε πωλήσεις δίσκων, οι οποίες ξεπερνούν τα 140 εκατομμύρια, ή μέσω της επιρροής που συνεχίζει να ασκεί στους συναδέλφους του, από τη Λέιντι Γκάγκα έως τα συγκροτήματα των Πλασέμπο ή των Μπλερ. Και πόσοι τραγουδιστές μπορούν να προσελκύσουν ένα και πλέον εκατομμύριο επισκέπτες στην αναδρομική έκθεση που διοργανώνεται γι' αυτούς και μόνο, όπως έγινε στην έκθεση "David Bowie Is" που εγκαινιάστηκε το 2013 στο Λονδίνο;
Ο Ντέιβιντ Ρόμπερτ Τζόουνς γεννήθηκε στις 8 Ιανουαρίου του 1947 σε μια φτωχή οικογένεια του Μπρίξτον, μιας λαϊκής γειτονιάς του νότιου Λονδίνου. Σε ηλικία 16 ετών, σε έναν καβγά, το αριστερό του μάτι θα τραυματιστεί σοβαρά. Ο Ντέιβιντ θα διατηρήσει μια διεσταλμένη κόρη δίνοντας την παράξενη εντύπωση ότι το χρώμα του δεξιού ματιού του είναι διαφορετικό από αυτό του αριστερού.
Εκείνη την περίοδο παρατάει το σχολείο και αρχίζει τη μουσική του καριέρα. Η πρώτη επιτυχία θα έρθει το 1969 με το "Space Oddity", μια μπαλάντα που έγινε θρυλική και αναφέρεται στην ιστορία του Μέιτζορ Τομ, ενός αστροναύτη που χάνεται στο διάστημα.
Επιτυχία στις ΗΠΑ
Παράλληλα ο Μπάουι παρακολουθεί μαθήματα μιμητικής. Τα μαθήματα αυτά και η αγάπη του για τα εκκεντρικά κοστούμια, τη μόδα και ακόμη και το θέατρο καμπούκι, θα τον βοηθήσουν αργότερα να μεταλλαχθεί σε άνθρωπο με χίλια πρόσωπα.
Από το 1972 αρχίζει τον χορό των μεταμορφώσεων, με πρώτο το πρόσωπο του Ζίγγι Στάρνταστ, του ερμαφρόδιτου σταρ που εγκαινιάζει την περίοδο του γκλαμ ροκ. Θα ακολουθήσει η μεταμόρφωσή του κυνικό ναζί, ωχρό αντάρτη...
Πίσω από τις μάσκες αυτές, ο Ντέιβιντ προκαλεί, αυξάνει τις αντιφατικές δηλώσεις, κυρίως όσον αφορά τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, τροφοδοτεί τις κοσμικές στήλες, ηχογραφεί άνισους δίσκους, εξοργίζει και γοητεύει.
Το 1975, ο Μπάουι κάνει μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ με το "Fame", το οποίο συνθέτει μαζί με τον Τζον Λένοξ και γίνεται νούμερο ένα, και το πετυχημένο άλμπουμ "Young Americans".
Ο τραγουδιστής ζει τότε στις ΗΠΑ με τη σύζυγό του Αντζι, αλλά το 1976 φεύγει για να ζήσει τρία χρόνια στο Δυτικό Βερολίνο με τον γιο του Ζόουι, αφήνοντας πίσω του μια ζωή που σημαδεύτηκε από την κοκαΐνη.
Από το 1976 έως το 1979, κατά τη διάρκεια της διαμονής του στο Βερολίνο, αναλαμβάνει την παραγωγή μαζί με τον Μπράιαν Ινο της τριλογίας "Low, Heroes και Lodger" που θα ανοίξει τον δρόμο στο "κολντ γουέιβ".
Το άλμπουμ του "Let's dance" το 1983 κατακτά ένα νεότερης ηλικίας κοινό στις χορευτικές πίστες.
Ωστόσο από το 1988, η περίοδος που αφιέρωσε στη χαρντ ροκ με το συγκρότημα Tin Machine, τυγχάνει μιας μάλλον επιφυλακτικής υποδοχής.
Ο Μπάουι θα ξαναπαντρευτεί τη Σομαλή Ιμάν το 1992, μοντέλο, με την οποία θα αποκτήσει μια κόρη, την Αλεξάντρια, και ύστερα από μια περίοδο στην Ελβετία, μοιράζει τη ζωή του μεταξύ Λονδίνου και Νέας Υόρκης.
Ο Μπάουι ξαναρχίζει τη σόλο καριέρα και, πάντα πρωτοποριακός, αποκαλύπτει το 1999 το άλμπουμ του "Hours" στο Διαδίκτυο επιτρέποντας στους χρήστες να "κατεβάσουν" τους δίσκους του με πληρωμή.
Έως τις αρχές του 2000 κάνει σειρά από δίσκους και περιοδείες, ωστόσο ένα καρδιακό επεισόδιο τον Ιούνιο του 2003 πάνω στη σκηνή ενός γερμανικού φεστιβάλ όπου εμφανιζόταν τερματίζει την περίοδο αυτή.
Καθώς του επιβλήθηκε για ιατρικούς λόγους μακρά περίοδος ανάπαυσης, οι εμφανίσεις του στη σκηνή είναι σπάνιες, και αυτές γίνονται δίπλα στο συγκρότημα των καναδών ρόκερ "Αρκέιντ Φάιρ", στην Αμερικανίδα Αλίσια, στον πρώην κιθαρίστα των Πινκ Φλόιντ, Ντέιβιντ Γκίλμουρ.
Ενώ οι ανησυχητικές φήμες για την κατάσταση της υγείας του δίνουν και παίρνουν, ο Μπάουι βγάζει το 2013 ένα δυναμικό άλμπουμ "The next day". "Να 'μαι λοιπόν, όντως δεν πεθαίνω", είχε ουρλιάξει τότε με όλη του τη δύναμη, παρουσιάζοντας το ομώνυμο τραγούδι.
"Η φιλία του Ντέιβιντ ήταν το φως της ζωής μου. Ουδέποτε συνάντησα κάποιον τόσο σπουδαίο. Ήταν ο καλύτερος", έγραψε ο 67χρονος βρετανός σταρ της ροκ Ιγκι Ποπ, συνεργάτης του Μπάουι κυρίως στα χρόνια του Βερολίνου και κυρίως την εποχή της σύνθεσης του τραγουδιού "China Girl".